Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε στον Άγιο Συμεών το Νέο Θεολόγο, τη μνήμη του οποίου η Εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 12 Οκτωβρίου.
Ο Όσιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος γεννήθηκε το 949 στην Γαλάτη της Παφλαγονίας (Μικράς Ασίας). Σπούδασε στην Κωνσταντινούπολη και κατόπιν εισήλθε στην αυτοκρατορική αυλή ως αξιωματούχος. Επειδή, όμως, είχε ανώτερες αναζητήσεις δεν τον ικανοποιούσαν τα κοσμικά αξιώματα.
Είχε την ευλογία να συνδεθεί με τον γέροντα Συμεών τον Ευλαβή, με την καθοδήγηση του οποίου ασκήθηκε πνευματικά. Και ενώ ήταν ακόμη λαϊκός απέκτησε την πρώτη εμπειρία του ακτίστου Φωτός. Σε ηλικία 27 ετών εισήλθε ως δόκιμος στην Μονή του Στουδίου και αργότερα στην Μονή του Αγίου Μάμαντα, όπου έγινε μοναχός και χειροτονήθηκε ιερέας. Μετά από παραμονή τριών ετών στη Μονή εξελέγη ηγούμενος, επειδή, όμως, θέλησε να επιβάλει τους μοναστικούς κανόνες του Μεγάλου Βασιλείου, συνάντησε ζωηρή αντίδραση εκ μέρους των μοναχών και παραιτήθηκε.
Ενώ έχαιρε μεγάλης εκτιμήσεως στο γενικότερο περιβάλλον της Κωνσταντινουπόλεως, πολεμήθηκε από τον Μητροπολίτη πρώην Νικομηδείας, και ταυτόχρονα Πρωτοσύγκελλο, Στέφανο. Αιτία ήταν η ζηλοτυπία του Στεφάνου, που δεν ανεχόταν την φήμη του Συμεών ως θεολόγου. Και επειδή δε μπορούσε να τον κατηγορήσει για κανέναν άλλον λόγο, χρησιμοποίησε το γεγονός ότι ο Συμεών με δική του πρωτοβουλία γιόρταζε στο Μοναστήρι του την μνήμη του μακαριστού πνευματικού του πατέρα Συμεών του Ευλαβούς. Το αποτέλεσμα ήταν να εξοριστεί ο Όσιος σε έρημο τόπο τής Προποντίδας. Εκεί βρήκε ερειπωμένο Ναό της Αγίας Μαρίνας, τον οποίο ανακαίνισε με προσωπική του προσπάθεια και στη συνέχεια ανήγειρε Μοναστήρι, στο οποίο συγκεντρώθηκαν πολλοί μοναχοί. Η φήμη του είχε εξαπλωθεί και πολλά σημαντικά πρόσωπα της Κωνσταντι- νουπόλεως τον επισκέπτονταν ζητώντας πνευματική καθοδήγηση. Τελικά δικαιώθηκε, αλλά παρέμεινε στον τόπο της εξορίας του μέχρι την οσιακή κοίμησή του.
Η μνήμη του καθιερώθηκε να εορτάζεται πανηγυρικά την 12η Οκτωβρίου, επειδή η ημέρα της κοιμήσεώς του (12η Μαρτίου) συμπίπτει με την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής.
Από τις συγγραφές του σώζονται 92 λόγοι και 282 πρακτικά και θεολογικά κεφάλαια, καθώς και θεολογικά ποιήματα. Η Εκκλησία του απένειμε τον τιμητικό τίτλο του Νέου Θεολόγου.
Στη συνέχεια θα γευθούμε μερικές σταγόνες πνευματικού ύδατος, από την ζωήρρητη πηγή της θεόπνευστης διδασκαλίας του, και συγκεκριμένα από το πόνημά του «Αλφαβητικά Κεφάλαια».
- «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία από το να προσεγγίζει κάποιος τον Θεό χωρίς τον πρέποντα φόβο και σεβασμό και ευλάβεια.. Αυτός που προσεύχεται ή ψάλλει επιπόλαια και όπως τύχει και καταφρονητικά σ’ εκείνον που είναι φοβερός ακόμη και στα Σεραφείμ, είναι φανερό ότι τον αγνοεί. Γι’ αυτό κι ο Θεός αν και θέλει να τον ελεήσει, δεν μπορεί... Είναι καλύτερα λοιπόν να μην ψάλλει κανείς καθόλου στον Θεό, παρά να ψάλλει μόνο με το στόμα... Όπως ακριβώς ο νους βλέπει και ο νους ακούει, κατά τον ίδιο τρόπο πρέπει και ο νους να ψάλλει διά του στόματος... Πρέπει λοιπόν διά του στόματος ο νους να ψάλλει στον Θεό. Επειδή, όμως, είναι ακατόρθωτο και αδύνατο ο νους να ψάλλει, αν προηγουμένως δεν δεχθεί τον φωτισμό και την ενέργεια του Αγίου Πνεύματος, πρέπει να φροντίσει γι’ αυτό πριν από κάθε τι άλλο... Πρέπει λοιπόν να διορθώσουμε πρώτα τον νου, να είναι συγκεντρωμένος όταν προσεύχεται, όταν διαβάζει, όταν διδάσκεται. Διαφορετικά, όλα τα άλλα είναι ανώφελα και ποτέ δε θα έλθει προκοπή στην ψυχή... Διότι κατά το μέτρο της διορθώσεως του νου, δίδεται στον καθένα και το μέτρο της γνώσης και επίγνωσης του εαυτού του και του Θεού».
Ο νους είναι ο οφθαλμός της ψυχής. Όταν ο νους φωτίζεται, τότε ο άνθρωπος βλέπει την δόξα του Θεού, Τον γνωρίζει αληθινά, αλλά αποκτά και αυτογνωσία. Στην κατάσταση αυτή η προσευχή του είναι καθαρή και εισακούεται από τον Θεό. Φωτίζεται δε ο νους όταν κανείς αγωνίζεται να εφαρμόζει τις εντολές του Θεού στην ζωή Του, ήτοι να ζει με άσκηση, προσευχή και μυστηριακή ζωή.
- «Παιδιά και νέοι και γέροντες προσκαλούμενοι στον ναό του Κυρίου και στις ακολουθίες βαριούνται, όμως στα θέατρα και στους χορούς και στα παιχνίδια χαίρονται, τρέχοντας με προθυμία. Άρα ποια και πόσο μεγάλη δύναμη χρειάζεται η ανθρώπινη φύση, ώστε να αλλάξει και να αποβάλει το παρά φύση που το νομίζει κατά φύση, και να αποκτήσει το ήθος που είναι κατά φύση και όμως της φαίνεται παρά φύση; Γι’ αυτό αν δεν αναπλασθεί με τη χάρη του Ιησού, δεν μπορεί να μετακινηθεί στο κατά φύση».
Πολλές φορές έχουμε ακούσει να διατυπώνεται η άποψη, κυρίως από τους λεγόμενους φυσιολάτρες, ότι φυσική ζωή είναι η ζωή μέσα στην φύση και κατά συνέπεια φυσικός άνθρωπος είναι εκείνος που αγαπά την φύση. Άλλοι πάλι θεωρούν ως φυσική ζωή την βίωση της αμαρτίας, και μάλιστα αναφερόμενοι σε αμαρτωλές πράξεις λένε ότι αυτά είναι φυσικά πράγματα και κατά συνέπεια, οι αμαρτάνοντες ενσυνείδητα χωρίς να μετανοούν είναι καθ’ όλα φυσιολογικοί άνθρωποι. Σύμφωνα, όμως, με την διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας, όπως την εκφράζει ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος, καθώς και άλλοι Πατέρες, φυσικός άνθρωπος είναι εκείνος ο οποίος, με την Χάρη του Θεού και τον προσωπικό του αγώνα, μεταμόρφωσε τα πάθη του και αναγεννήθηκε πνευματικά. Δηλαδή, έφθασε στην κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι Πρωτόπλαστοι στον Παράδεισο ή ακόμη και υψηλότερα, αφού ενώθηκε με τον Χριστό. Ο Αδάμ και η Εύα πριν από την πτώση τους στην αμαρτία ήσαν φυσικοί άνθρωποι, αφού εκπλήρωναν τον σκοπό για τον οποίο πλάσθηκαν. Είχαν φωτισμένο νου, έβλεπαν τον Θεό και συνομιλούσαν μαζί Του. Είχαν αληθινή αγάπη μεταξύ τους αλλά αγαπούσαν και ολόκληρη την κτίση. Επομένως, ο άνθρωπος μέσα στην Εκκλησία έχει την δυνατότητα να ενωθεί με τον Θεό και όταν το κατορθώσει, με την Χάρη του Θεού και τον προσωπικό του αγώνα, τότε «θα βλέπει μέσα του την Χάρη του Αγίου Πνεύματος να διαμένει και να ενεργεί τις αρετές».
Κατά τον Άγιο Συμεών, «ο άνθρωπος που στερείται την Χάρη του Αγίου Πνεύματος είναι νεκρός για τον Θεό, μη μπορώντας να έχει πολίτευμα στους ουρανούς», ενώ εκείνος μέσα στον οποίο ενεργεί το Άγιον Πνεύμα είναι άνθρωπος πνευματικός, γεμάτος ζωντάνια, με πλήρωμα και νόημα ζωής.
Αναδημοσίευση κειμένου από: paremvasis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου