Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

Ο Άγιος Ευστάθιος και η αγία οικογένειά του


Στις 20 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας Αγίας οικογενείας. Μιας οικογενείας μαρτύρων που την αποτελούσαν ο Άγιος Ευστάθιος, η σύζυγος του Αγία Θεοπίστη και τα δύο παιδιά τους, οι Άγιοι Αγάπιος και Θεόπιστος.

Στα 98 μ. Χ. ο Πλακίδας, αυτό ήταν το πρώτο όνομα του αγίου Ευσταθίου, διαπρέπει σαν στρατηλάτης ενδοξότατος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.



Δεν είναι μόνο η ευγενής καταγωγή και ο πλούτος, που τον κάνουν να ξεχωρίζει, αλλά και οι έξοχες νίκες και τα ανδραγαθήματά του. Κι από κοντά ο ψυχικός του πλούτος. Συνετός, εγκρατής και σώφρων, δίκαιος και ελεήμων, αποτελεί, αν και ειδωλολάτρης ακόμα, μια εκλεκτή ψυχή. Σ' αυτές του τις αρετές του μοιάζουν και η σύζυγος και οι δύο γιοι του.

Ένα τέτοιο ευγενικό θήραμα ήταν αδύνατο να ξεφύγει από τα δίχτυα της αγάπης του θείου Κυνηγού. Έτσι λοιπόν κάποια μέρα που ο Πλακίδας γύμναζε το στρατό στο κυνήγι, τράβηξε την προσοχή του κάποιο ελάφι, που ενώ έτρεχε, στρεφόταν και τον κοίταζε στα μάτια. Όρμησε να το κυνηγήσει, αλλ' εκείνο βρέθηκε μ' ένα πήδημα στο χείλος ενός μεγάλου χάσματος, αφήνοντας αντίκρυ τον έφιππο Πλακίδα. Και ξαφνικά βλέπει ο στρατηλάτης ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού έναν υπέρλαμπρο σταυρό με τον Εσταυρωμένο. Ακούει και μια φωνή, που του αποκαλύπτει ότι Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, και τον καλεί να πιστέψει και να βαπτιστει.

Το ελάφι εξαφανίζεται και ο Πλακίδας επιστρέφει στο σπίτι του. Πριν προλάβει όμως να εξιστόρηση το συνταρακτικό γεγονός στη σύζυγο του, εκείνη του φανερώνει ότι ο Θεός των χριστιανών αποκαλύφθηκε και σ' αυτήν καλώντας την να πιστέψει με όλη την οικογένειά της. Την ίδια νύχτα δέχεται η οικογένεια το άγιο βάπτισμα από τον επίσκοπο της Ρώμης.

Το άλλο πρωί ο Άγιος Ευστάθιος πηγαίνει πάλι στο μέρος όπου του είχε αποκαλυφθεί το όραμα του ελαφιού. Κι εκεί ακούει νέα συνταρακτική αποκάλυψη:

Θα πάθεις όσα έπαθε και ο Ιώβ τον παλαιό καιρό, αλλά στο τέλος θα νικήσεις τον διάβολο... Ανδρίζου, Ευστάθιε, και αγωνίζου στον δρόμο της αρετής.

Το θέλημα του Κυρίου ας γίνει, απάντησε ο Ευστάθιος.

Το ίδιο είπε και η Αγία Θεοπίστη, όταν της φανέρωσε την πρόρρηση.

Δεν περνούν λίγες μέρες και ο στίβος του αγώνα για τον νεοφώτιστο στρατηλάτη ανοίγεται. Από λοιμώδη ασθένεια πεθαίνουν όλοι οι υπηρέτες και οι άνθρωποι του σπιτιού του. Αρρωσταίνουν και ψοφούν τα άλογα και τα άλλα ζώα του. Κι ενώ κάποια μέρα απουσιάζουν από το σπίτι, μπαίνουν σ' αυτό κλέφτες και τους παίρνουν ό,τι έχουν. Μένουν μόνο με τα ρούχα που φορούν. Οι μέχρι πριν λίγο πλουσιώτατοι και ενδοξότατοι άρχοντες κατάντησαν φτωχοί και αξιολύπητοι.

Αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και να πάνε σε τόπο άγνωστο. Σαν τον πιο κατάλληλο βρίσκουν τα Ιεροσόλυμα, και ξεκινούν για εκεί. Κανείς τους βέβαια δεν μπορεί να φανταστεί αυτά πού θα ακολουθήσουν.

Στο τέλος του θαλασσινού ταξιδιού τους ο βάρβαρος και άνομος πλοίαρχος, ζητώντας υπέρογκα ναύλα, κρατάει τη Θεοπίστη στο πλοίο του αποχωρίζοντάς την έτσι από την οικογένειά της.

Με οδύνη αβάσταχτη ο πονεμένος σύζυγος συνεχίζει τον δρόμο του με τα δύο παιδιά του ως την όχθη ενός μεγάλου ποταμού. 'Εκεί αναγκάζεται ν' αφήσει το μεγαλύτερο παιδί, για να πέρασει πρώτα το μικρότερο απέναντι. Καθώς όμως επιστρέφει να πάρει και το άλλο, βλέπει ότι το έχει αρπάξει ένα λιοντάρι. Γυρίζει τότε και βλέπει πως και το μικρότερο το άρπαξε ένας λύκος.

Μέσα στα δάκρυα του θυμάται ο Άγιος την πρόρρηση του Κυρίου, ότι θα περάσει όσα και ο Ιώβ. Ίσως και περισσότερα, θα έλεγε κανείς. Γιατί ενώ ο Ιώβ είχε ένα κομμάτι γης για ν' αναπαύεται, έστω και πάνω στην κοπριά, αυτός περιφέρεται ξένος σε ξένη χώρα. Εκείνος είχε κοντά του τουλάχιστον τους φίλους και τη γυναίκα του, ενώ ο Άγιος απέμεινε έρημος από ανθρώπους.

Είναι φυσικό να συγκλονίζεται η ψυχή που χτυπιέται από τέτοια και τόσα κύματα. Μα όταν αυτή είναι γαντζωμένη γερά στην αγάπη του Χριστού, δεν λυγίζει, δεν σαλεύει από την πίστη της. Υπερισχύει η εμπιστοσύνη στην πρόνοια Εκείνου, που αγρυπνεί διαρκώς πάνω μας. Εκείνου, που ξέρει γιατί στέλνει τα πικρά ποτήρια, και που γνωρίζει να δίνει και την «έκβασιν» του πειρασμού.

Με αφάνταστη υπομονή και γενναιότητα σήκωσε τον σταυρό του ο Άγιος, εκτελώντας αγροτικές εργασίες επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, εκεί, στην ξένη γη της Ανατολής.

Κάποτε ο Κύριος έκρινε πως πλησίαζε η ώρα να λάβει το στεφάνι της υπομονής του. Στέλνοντας ανθρώπους σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας ο αυτοκράτωρ Τραϊανός κατορθώνει να τον ανακαλύψει. Γιατί ο γενναίος στρατηλάτης είναι ο μόνος που μπορεί να σώσει το κράτος από τους εχθρούς που το απειλούν. Ο αυτοκράτωρ του ξαναδίνει τα πρώτα αξιώματα και του αναθέτει την αρχιστρατηγεία.

Ο Άγιος Ευστάθιος, για ν' αύξησει το στράτευμα, στρατολογεί πολλούς νέους από όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Ανάμεσά τους, χωρίς να το ξέρει, στρατολογήθηκαν και τα δύο παιδιά του. Είχαν και τα δύο σωθεί από τα στόματα των θηρίων με την επέμβαση γεωργών και βοσκών της περιοχής.

Δεν τα γνώρισε, αλλά καθώς τα είδε ευγενικά και ευπαρουσίαστα, τα κράτησε για να τον υπηρετούν στο τραπέζι.

Η εκστρατεία άρχισε και συνεχίστηκε μέχρι την πόλη που έμενε η Αγία Θεοπίστη. Ο Θεός τη διαφύλαξε και αυτή σώα και αβλαβή από τις ανήθικες προθέσεις του πλοιάρχου, τιμωρώντας τον με ξαφνική ασθένεια.

Ο στρατηγός έστησε τυχαία τη σκηνή του στον κήπο του σπιτιού που έμενε η Αγία.

Μια μέρα τα δύο παιδιά μπήκαν στο σπίτι και έδωσαν στην οικοδέσποινα ορισμένα τρόφιμα για να τα μαγειρέψει. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό έπιασαν συζήτηση για την καταγωγή τους.

Ο μεγαλύτερος διηγήθηκε στον μικρότερο για τους γονείς και τον αδελφό του, για το ταξίδι τους με το πλοίο, για το επεισόδιο στο ποτάμι με το λιοντάρι και το λύκο.

Ο μικρότερος συγκλονίστηκε.

Είσαι ο αδελφός μου, φώναξε και έπεσε στην αγκαλιά του.

Η Αγία Θεοπίστη άκουγε από το μαγειρείο τη συζήτηση και συγκινημένη αναγνώρισε τα παιδιά της. Συγκρατήθηκε όμως και δεν εκδηλώθηκε αμέσως. Αργότερα πήγε στη σκηνή του στρατηγού να τα ζητήσει. Εκείνα έλειπαν. Βρήκε όμως τον Άγιο να κάθεται στη σκιά ενός δένδρου. Καθώς τον παρατήρησε διέκρινε τα χαρακτηριστικά του συζύγου της. Τον πλησίασε και του διηγήθηκε την ιστορία της. Οι σύζυγοι αναγνωρίστηκαν. Η χαρά και η συγκίνησή τους δεν περιγράφεται. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δόξασαν τον Θεό.

Τα παιδιά μας, πού είναι; ρώτησε σε λίγο η Αγία.

Τα παιδιά μας, τα έφαγαν τα θηρία, απάντησε με συντριβή ο Άγιος και διηγήθηκε το επεισόδιο στο ποτάμι.

Ας δοξάσουμε πάλι τον Θεό, είπε τότε η Αγία. Τα παιδιά μας ζουν και βρίσκονται κοντά μας! Άκουσα να λένε τα ίδια, όσα μου διηγείσαι εσύ τώρα.

Έκπληκτος ο στρατηλάτης καλεί τους δύο νέους και βεβαιώνεται πως είναι τα παιδιά του.

Η χαρά όλων δεν έχει όρια. Έπειτα από δεκαεξάχρονη δοκιμασία η οικογένεια που χωρίστηκε με θλιβερό και φρικτό τρόπο, ξαναενώνεται. Μαζί της πανηγυρίζει και όλο το στράτευμα.

Ο Θεός αμείβει έτσι την Αγία οικογένεια για την υπομονή σε τόσα δεινά που δοκίμασε, αλλά της ετοιμάζει και ένα άλλο μεγαλύτερο στεφάνι υπομονής και καρτερίας.

Νικητής και τροπαιούχος επιστρέφει με την οικογένειά του στη Ρώμη ο ένδοξος αρχιστράτηγος. Ο αυτοκράτορας Αδριανός, που διαδέχθηκε τον Τραϊανό, ετοιμάζεται να προσφέρει μεγάλη θυσία στα είδωλα, τόσο για τη νίκη του, όσο και για την ανεύρεση των προσφιλών του προσώπων. Μα ο Άγιος με παρρησία δηλώνει:

- Βασιλιά, εγώ τον Χριστό λατρεύω. Αυτόν δοξάζω και Αυτόν ευχαριστώ. Γιατί σ' Αυτόν χρεωστώ τη ζωή μου και την ψυχή μου. Αυτός μου έδωσε δύναμη και νίκησα τους εχθρούς. Αυτός ευδόκησε και είδα και τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Άλλον Θεό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, παρά μόνον Αυτόν, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη.

Συγκλονιστική εντύπωση έκανε η δήλωση αυτή. Το πανηγυρικό σκηνικό αλλάζει. Οι ειδωλολάτρες ιερείς και οι αξιωματικοί σκυθρώπιασαν.

Εξοργισμένος ο Αδριανός διατάζει τον Άγιο να βγάλει τη στρατιωτική ζώνη και να στέκεται μπροστά του σαν κατάδικος. Παρ' όλες τις προσπάθειές του, τις υποσχέσεις και απειλές, δεν κατορθώνει να τον μεταπείσει. Και ο ένδοξος στρατηλάτης, ο σωτήρας της αυτοκρατορίας, καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένειά του.

Τους εκθέτουν σε μια πεδιάδα και εξαπολύουν ένα πεινασμένο λιοντάρι, για να τους κατασπάραξει. Αλλά αυτό, όταν τους πλησίασε, έσκυψε το κεφάλι σαν να τους προσκυνούσε και γύρισε πίσω. Κατασκευάζουν τότε ένα χάλκινο ομοίωμα βοδιού, το όποιο πυρώνουν στη φωτιά και ρίχνουν μέσα τους αγίους.

Όταν μετά τρεις μέρες το άνοιξαν, είδαν ότι οι ψυχές τους είχαν πετάξει στον ουρανό, χωρίς όμως να πειραχθεί ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους. Το θαύμα αυτό έκανε το πλήθος που είχε συναχθεί να κραυγάσει:

Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Αυτός μόνο είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος.

Ἀπολυτίκιον - Ἦχος α' – Τῆς ἐρήμου πολίτης 

Ἀγρευθείς οὐρανόθεν πρός εὐσέβειαν ἔνδοξε, τῇ τοῦ σοί ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καί ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, σύν τῇ θείᾳ σου συμβίῳ καί τοῖς υἱοῖς, φαιδρύνων τούς βοῶντας σοι ΄δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δειξαντί σε παντί, Ἰώβ παμμάκαρ δεύτερον.

Αναδημοσίευση από: 1myblog.pblogs.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου