Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε τόσο στη νηστεία των Χριστουγέννων, μέσα από το βιβλίο του Συμεών Κούτσα (Μητρ. Νέας Σμύρνης), «Ἡ νηστεία τῆς Ἐκκλησίας», (Ἀθήνα: Ἀποστολική Διακονία, 11η ἔκδ. 2007 - σελ. 88-92), όσο και στο Ιερό Σαρανταλλείτουργο αλλά και την ωφέλεια που αυτό έχει για τις ψυχές των προσφιλών μας κεκοιμημένων, όπως καταγράφεται στο βιβλίο «Θαύματα και αποκαλύψεις από τη Θεία Λειτουργία» των Έκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Αττικής.
Η νηστεία των Χριστουγέννων
1. Δεύτερη μακρά περίοδος νηστείας μετά τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή εἶναι ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων, γνωστή στή γλώσσα τοῦ ὀρθοδόξου λαοῦ μας καί ὡς σαραντά(η)μερο. Περιλαμβάνει καί αὐτή σαράντα ἡμέρες, ὅμως δέν ἔχει τήν αὐστηρότητα τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς. Ἀρχίζει τήν 15η Νοεμβρίου καί λήγει τήν 24η Δεκεμβρίου.
2. Ἡ ἑορτή τῆς κατά σάρκα Γεννήσεως τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀποτελεῖ τή δεύτερη μεγάλη Δεσποτική ἑορτή τοῦ χριστιανικοῦ ἑορτολογίου. Μέχρι τά μέσα τοῦ Δ΄ αἰώνα ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἀνατολῆς συνεόρταζε τή γέννηση καί τή βάπτιση τοῦ Χριστοῦ ὑπό τό ὄνομα τά Ἐπιφάνεια τήν ἴδια ἡμέρα, στίς 6 Ἰανουαρίου. Τά Χριστούγεννα ὡς ξεχωριστή ἑορτή, ἑορταζομένη στίς 25 Δεκεμβρίου εἰσήχθη στήν Ἀνατολή ἀπό τή Δύση περί τά τέλη τοῦ Δ΄ αἰώνα.
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, πού πρῶτος ὁμιλεῖ γιά τήν ἑορτή τῶν Χριστουγέννων, τήν ὀνομάζει «μητρόπολιν πασῶν τῶν ἑορτῶν» (PG 48, 752) καί μᾶς πληροφορεῖ περί τό 386 ὅτι «οὔπω δέκατόν ἐστιν ἔτος, ἐξ οὗ δήλη καί γνώριμος ἡμῖν αὕτη ἡ ἡμέρα (τῆς ἑορτῆς) γεγένηται» (PG 49, 351).
Μέ τή διαίρεση τῆς ἄλλοτε ἑνιαίας ἑορτῆς καί τήν καθιέρωση τῶν τριῶν ξεχωριστῶν ἑορτῶν, τῆς Γεννήσεως τήν 25η Δεκεμβρίου, τῆς Περιτομῆς τήν 1η καί τῆς Βαπτίσεως τήν 6η Ἰανουαρίου, διαμορφώθηκε καί τό λεγόμενο Δωδεκαήμερον, δηλαδή τό ἑόρτιο χρονικό διάστημα ἀπό τίς 25 Δεκεμβρίου ὥς τίς 6 Ἰανουαρίου. Ἔτσι διασώθηκε κατά κάποιο τρόπο ἡ ἀρχαία ἑνότητα τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Γεννήσεως καί τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου.
3. Ἡ μεγάλη σημασία πού ἀπέκτησε μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου στή συνείδηση τῆς Ἐκκλησίας ἡ νέα ἑορτή τῶν Χριστουγέννων καί ἡ εὐλάβεια τῶν πιστῶν καί ἰδιαίτερα τῶν μοναχῶν, ἀποτέλεσαν τίς προϋποθέσεις γιά τήν καθιέρωση καί τῆς πρό τῶν Χριστουγέννων νηστείας. Σ' αὐτό ἀσφαλῶς ἐπέδρασε καί ἡ διαμορφωμένη ἤδη τεσσαρακονθήμερη νηστεία τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς πού προηγεῖτο τοῦ Πάσχα.
Ὅπως ἡ ἑορτή ἔτσι καί ἡ νηστεία, ὡς προετοιμασία γιά τήν ὑποδοχή τῶν γενεθλίων τοῦ Σωτῆρος, ἐμφανίστηκε ἀρχικά στή Δύση, ὅπου ἡ νηστεία αὐτή ὀνομαζόταν Τεσσαρακοστή τοῦ ἁγίου Μαρτίνου ἐπειδή ἄρχιζε ἀπό τήν ἑορτή τοῦ ἁγίου τούτου τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας. Τό ἴδιο ἐπανελήφθη καί σ΄ ἐμᾶς, ὅπου πολλοί τή νηστεία τῶν Χριστουγέννων ὀνομάζουν τοῦ ἁγίου Φιλίππου ἐπειδή προφανῶς ἀρχίζει τήν ἑπομένη τῆς μνήμης τοῦ Ἀποστόλου.
Οἱ πρῶτες ἱστορικές μαρτυρίες, πού ἔχουμε γιά τή νηστεία πρό τῶν Χριστουγέννων, ἀνάγονται γιά τή Δύση στόν Ε' καί γιά τήν Ἀνατολή στόν ΣΤ΄ αἰώνα. Ἀπό τούς ἀνατολικούς συγγραφεῖς σ΄αὐτήν ἀναφέρονται ὁ Ἀναστάσιος Σιναΐτης, ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικηφόρος ὁ Ὁμολογητής, ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, καθώς ἐπίσης καί ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Θεόδωρος Βαλσαμών.
4. Ἡ νηστεία στήν ἀρχή, καθώς φαίνεται, ἦταν μικρῆς διάρκειας. Ὁ Θεόδωρος Βαλσαμών, πού γράφει περί τόν ΙΒ΄ αἰώνα - καί κατά συνέπεια μᾶς πληροφορεῖ γιά τά ὅσα ἴσχυαν στήν ἐποχή του - σαφῶς τήν ὀνομάζει «ἑπταήμερον». Ὅμως ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς νηστείας τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ἐπεξετάθη καί αὐτή σέ σαράντα ἡμέρες, χωρίς ἐν τούτοις νά προσλάβει τήν αὐστηρότητα τῆς πρώτης.
Πῶς θά πρέπει νά τή νηστεύουμε; Καθ' ὅλη τή διάρκεια τοῦ σαρανταημέρου δέν καταλύουμε κρέας, γαλακτερά καί αὐγά. Ἀντίθετα, ἐπιτρέπεται νά καταλύουμε ψάρι ὅλες τίς ἥμερες - πλήν, φυσικά, τῆς Τετάρτης καί τῆς Παρασκευῆς - ἀπό τήν ἀρχή μέχρι καί τήν 17η Δεκεμβρίου. Ψάρι καταλύουμε ἐπίσης καί κατά τήν ἑορτή τῶν Εἰσοδίων τῆς Θεοτόκου, ὁποιαδήποτε ἡμέρα κι ἄν πέσει.
Ἀπό τήν 18η μέχρι καί τήν 24η Δεκεμβρίου, παραμονή τῆς ἑορτῆς, ἐπιτρέπεται ἡ κατάλυση οἴνου καί ἐλαίου μόνο - ἐκτός, βέβαια, τῶν ἡμερῶν Τετάρτης καί Παρασκευῆς πού θά παρεμβληθοῦν καί κατά τίς ὁποῖες τηροῦμε ἀνέλαιη νηστεία. Ἐπίσης μέ ξηροφαγία θά πρέπει νά νηστεύουμε τήν πρώτη ἡμέρα τῆς νηστείας, 15η Νοεμβρίου, καθώς καί τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, ἐκτός βέβαια κι ἄν πέσουν Σάββατο ἤ Κυριακή.
Νηστεία: Αποχή από πάσης αμαρτίας
«Ἐπίσης ὀφείλουμε νά μήν τηροῦμε μόνο τήν τάξη τῆς νηστείας πού ἀφορᾶ τίς τροφές, ἀλλά νά ἀπέχουμε καί ἀπό κάθε ἁμαρτία, ἔτσι ὥστε, ὅπως νηστεύουμε ὡς πρός τήν κοιλιά, νά νηστεύουμε καί ὡς πρός τή γλώσσα, ἀποφεύγοντας τήν καταλαλιά, τό ψέμα, τήν ἀργολογία, τή λοιδορία, τήν ὀργή καί γενικά κάθε ἁμαρτία πού διαπράττουμε μέσῳ τῆς γλώσσας.
Ἐπίσης χρειάζεται νά νηστεύουμε ὡς πρός τά μάτια. Νά μή βλέπουμε μάταια πράγματα. Νά μήν ἀποκτοῦμε παρρησία διά μέσου τῶν ματιῶν. Νά μήν περιεργαζόμαστε κάποιον μέ ἀναίδεια. Ἀκόμη θά πρέπει νά ἐμποδίζουμε τά χέρια καί τά πόδια ἀπό κάθε πονηρό πράγμα.
Μέ αὐτό τόν τρόπο νηστεύοντας μιά νηστεία εὐπρόσδεκτη στόν Θεό καί ἀποφεύγοντας κάθε εἴδους κακία πού ἐνεργεῖται διά μέσου τῆς καθεμιᾶς ἀπό τίς αἰσθήσεις μας, θά πλησιάζουμε, ὅπως εἴπαμε, τήν ἁγία ἡμέρα τῆς Χριστουγέννων ἀναγεννημένοι, καθαροί καί ἄξιοι τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγίων μυστηρίων».
Δωρόθεος Γαζής
Το Ιερό Σαρανταλείτουργο
Το Ιερό Σαρανταλείτουργο, κατά την διάρκεια της νηστείας των Χριστουγέννων, υπέρ υγείας ζώντων και υπέρ αναπαύσεως των κεκοιμημένων αδελφών μας.
Στο υπέροχο βιβλίο «Ιωάννης της Κροστάνδης», (εκδ. Ιεράς Μονής Παρακλήτου), διαβάζουμε: «Στην Θεία Λειτουργία τελείται το μυστήριο της αγάπης. Και η αγάπη στην ουσία της είναι μεταδοτική. Η αγάπη, ιδιαίτερα η θεία, σπεύδει να σκορπίσει το φώς της, την χαρά της όλους… Και συμπληρώνει: ω αγάπη τελειότατη! ω αγάπη, που τα πάντα αγκαλιάζεις! Ω αγάπη ισχυρότατη! Τι να προσφέρουμε σαν ευγνωμοσύνη στον Θεό για την αγάπη Του προς εμάς; Η αγάπη αυτή βρίσκεται στην θυσία του Χριστού, που προσφέρεται για την απελευθέρωση όλων από κάθε κακία…».
Και ο μακαριστός π. Παΐσιος, σχετικά με την ανάγκη προσευχής για τους κεκοιμημένους, έλεγε: «…να αφήνετε μέρος της προσευχής σας για τους κεκοιμημένους. Οι πεθαμένοι δεν μπορούν να κάνουν τίποτα (για τους εαυτούς τους). Οι ζωντανοί μπορούν… Να πηγαίνετε στην εκκλησία λειτουργία, δηλαδή πρόσφορο, και να δίνετε το όνομα του κεκοιμημένου, να μνημονευθεί από τον ιερέα στην προσκομιδή. Επίσης, να κάνετε μνημόσυνα και τρισάγια. Σκέτο το τρισάγιο, χωρίς Θεία Λειτουργία, είναι ελάχιστο.
Το μέγιστο, που μπορούμε να κάνουμε για κάποιον, είναι το Σαρανταλείτουργο. Καλό θα είναι να συνοδευθεί και με ελεημοσύνη. Αν έχεις ένα νεκρό, ο όποιος έχει παρρησία στον Θεό, και του ανάψεις ένα κερί, αυτός έχει υποχρέωση να προσευχηθεί για σένα στον Θεό.
Αν πάλι, έχεις ένα νεκρό, ο όποιος νομίζεις ότι δεν έχει παρρησία στον Θεό, τότε, όταν του ανάβεις ένα αγνό κερί, είναι σαν να δίνεις ένα αναψυκτικό σε κάποιον που καίγεται (από δίψα ). Οι Άγιοι δέχονται ευχαρίστως την προσφορά του κεριού και είναι υποχρεωμένοι να προσευχηθούν γι’ αυτόν που το ανάβει. Ο Θεός ευχαρίστως το δέχεται…». (Μαρτυρίες προσκυνητών, Ζουρνατζόγλου Νικ.)
Ο Άγιος Κύριλλος Ἱεροσολύμων διδάσκει σχετικά: «Μέγιστη ὠφέλεια πιστεύουμε ὅτι θὰ λάβουν αὐτοί, γιὰ τοὺς ὁποίους δεόμαστε κατὰ τὴν ἁγία καὶ φοβερὴ θυσία τῆς Θείας Λειτουργίας, ἀκόμα κι ἂν εἶναι ἁμαρτωλοί, ἀφοῦ Χριστὸν ἐσφαγιασμένον ὑπὲρ τῶν ἡμετέρων ἁμαρτημάτων προσφέρομεν ἐξιλεούμενοι ὑπὲρ αὐτῶν τε καὶ ἡμῶν τὸν φιλάνθρωπον Θεόν».
Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος: «Δὲν νομοθέτησαν τυχαία οἱ Ἀπόστολοι νὰ μνημονεύουμε κατὰ τὰ φρικτὰ μυστήρια (Θεία Λειτουργία) τοὺς κεκοιμημενούς. Γνωρίζουν ὅτι εἶναι πολὺ μεγάλη ἡ ὠφέλεια γι’ αὐτούς».
Ἡ ἐμπειρία μαρτυρεῖ γιὰ τὴ δύναμη αὐτῆς τῆς προσευχῆς, ποὺ δὲν εἶναι «ἀτομικὴ προσευχὴ» ἀλλὰ ἡ προσευχὴ ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας.
Σαρανταλείτουργο «υπέρ αναπαύσεως»
Ο γερο-Δανιήλ ο αγιορείτης (1929), ο σοφός ησυχαστής των Κατουνακίων, έχει καταχωρισμένο στα χειρόγραφά του και το ακόλουθο περιστατικό, που συνέβη το 1869 στην πατρίδα του, τη Σμύρνη.
Κάποιος ενάρετος χριστιανός κάλεσε στα τελευταία της ζωής του τον πνευματικό του παπα-Δημήτρη και του είπε:
Εγώ σήμερα πεθαίνω. Πες μου, σε παρακαλώ, τι πρέπει να κάνω την κρίσιμη τούτη ώρα;
Ο ιερέας, γνωρίζοντας την αρετή του και τη μυστηριακή προετοιμασία του, του πρότεινε το εξής:
Δώσε εντολή να σου κάνουν μετά το θάνατό σου τακτικό σαρανταλείτουργο σ' ένα εξωκλήσι.
'Έτσι κι έγινε. Ό κυρ-Δημήτρης - αυτό ήταν το όνομά του - άφησε εντολή στο γιο του να κάνει μετά την κοίμησή του σαρανταλείτουργο.
Κι εκείνος, υπακούοντας στην τελευταία επιθυμία του καλού του πατέρα, ανέθεσε χωρίς καθυστέρηση την εκτέλεση της στον παπα-Δημήτρη.
Ο σεμνός λευίτης δέχτηκε να κάνει το σαρανταλείτουργο, που ο ίδιος είχε προτείνει στο μακαρίτη, και αποσύρθηκε για όλο αυτό το διάστημα στο εξωκλήσι των Αγίων Αποστόλων.
Οι τριάντα εννέα λειτουργίες έγιναν απρόσκοπτα. Η τελευταία έπρεπε να γίνει ημέρα Κυριακή.
Το βράδυ όμως του Σαββάτου πιάνει τον παπά ένας δυνατός πονόδοντος και τον αναγκάζει να επιστρέψει στο σπίτι του.
Η πρεσβυτέρα του πρότεινε να βγάλει το δόντι, μα εκείνος αρνήθηκε, γιατί έπρεπε την επόμενη να τελέσει την τελευταία λειτουργία. τα μεσάνυχτα ο πόνος κορυφώθηκε, και τελικά ο παπάς αναγκάστηκε να βγάλει το δόντι.
Επειδή όμως παρουσιάστηκε αιμορραγία, ανέβαλε την τελευταία λειτουργία για τη Δευτέρα.
Στο μεταξύ, το απόγευμα του Σαββάτου, ο Γεώργιος, ο γιος του μακαριστού Δημητρίου, ετοίμασε μερικά χρήματα για τον κόπο του ιερέα, με σκοπό να του τα δώσει την επόμενη μέρα.
Τα μεσάνυχτα ξύπνησε για να προσευχηθεί. Ανακάθισε στο κρεβάτι κι άρχισε να φέρνει ατό νου του τις αρετές, τα χαρίσματα και τα σοφά λόγια του πατέρα του. Κάποια στιγμή πέρασε απ' το μυαλό του η ακόλουθη σκέψη: "Άραγε ωφελούν τα σαρανταλείτουργα τις ψυχές των κεκοιμημένων, ή τα καθιέρωσε η εκκλησία για παρηγοριά των ζώντων;"
Τότε ακριβώς τον πήρε ένας ελαφρός ύπνος, και είδε πως βρέθηκε σε μια πεδιάδα με ομορφιά απερίγραπτη. "Ένιωθε ανάξιο τον εαυτό του να βρίσκεται σε τέτοιον ιερό και παραδεισένιο χώρο. Μπροστά του απλωνόταν ένα απέραντο και κατάφυτο περιβόλι, που μοσχοβολούσε με μίαν ανέκφραστη ευωδία.
Αυτός οπωσδήποτε θα είναι ο παράδεισος!", μονολόγησε. "Ω, τι μακαριότητα περιμένει όσους ζουν ενάρετα στη γη!"
Εξετάζοντας έκπληκτος τα υπερκόσμια κάλλη, είδε ένα λαμπρό ανάκτορο με έξοχη αρχιτεκτονική χάρη, ενώ οι τοίχοι του έλαμπαν απ' τα διαμάντια και το χρυσάφι. Η αμορφιά του ήταν ανέκφραστη.
Πλησιάζει πιο κοντά, και τότε - τι χαρά! - βλέπει στην πόρτα του παλατιού τον πατέρα του ολοφώτεινο και λαμπροφορεμένο.
Πώς βρέθηκες εδώ, παιδί μου; τον ρωτάει με πραότητα και στοργή. Ούτε κι εγώ ξέρω, πατέρα.
Καταλαβαίνω πως δεν είμαι άξιος γι' αυτόν τον τόπο. Αλλά πες μου, πώς τα περνάς εδώ; πώς ήρθες;
Τίνος είναι αυτό το παλάτι;
Η φιλανθρωπία του Σωτήρος Χριστού με τις πρεσβείες της Παναγίας, που της είχα ιδιαίτερη ευλάβεια, με αξίωσε να καταταχθώ σ' αυτό το μέρος. Ήταν μάλιστα να μπω σήμερα μέσα στο παλάτι, ο οικοδόμος όμως, που το χτίζει, πέρασε μία ταλαιπωρία - έβγαλε απόψε το δόντι του - κι έτσι δεν τέλειωσαν οι σαράντα μέρες της οικοδομής του. Για το λόγο αυτό θα μπω αύριο.
Ύστερα απ' αυτά ο Γεώργιος ξύπνησε δακρυσμένος και έκπληκτος, αλλά και με απορίες.
Πέρασε την υπόλοιπη νύχτα αναπέμποντας αίνους και δοξολογίες ατό Θεό. το πρωί, μετά τη θεία λειτουργία, πήρε πρόσφορα, νάμα και αγνό κερί και ξεκίνησε για το εξωκλήσι των Αγίων Απόστολων. Ο παπα-Δημήτρης τον υποδέχθηκε με χαρά:
Τώρα μόλις τελείωσα κι εγώ τη Θεία Λειτουργία. Έτσι ολοκληρώθηκε το σαρανταλείτουργο. Αυτό το είπε για να μην τον λυπήσει.
Ο επισκέπτης τότε του διηγήθηκε το νυχτερινό του δράμα.
Όταν έφτασε στο σημείο που ο πατέρας του δεν μπήκε στο παλάτι, γιατί ο οικοδόμος έβγαλε το δόντι του, ο παπα-Δημήτρης ένιωσε φρίκη, αλλά και θαυμασμό.
Εγώ είμαι, αγαπητέ μου, ο οικοδόμος που εργάστηκε στην οικοδομή του παλατιού, είπε με χαρά.
Σήμερα δεν λειτούργησα, γιατί έβγαλα το δόντι μου. θα λειτουργήσω όμως τη Δευτέρα, κι έτσι θα ολοκληρώσω το πνευματικό παλάτι του πατέρα σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου