Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Κυριακή της Σαμαρείτιδος


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στην Ε' Κυριακή από το Πάσχα, την Κυριακή που είναι αφιερωμένη στη Σαμαρείτιδα, μέσα από ένα απόσπασμα ομιλίας του Γρηγορίου του Παλαμά.

Όλη αυτή τη περίοδο που διανύουμε τώρα, επεκτεινομένη σε πενήντα μέρες, εορτάζομε την από τους νεκρούς ανάσταση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, δεικνύοντας με αυτή τη παράταση την υπεροχή της απέναντι στις άλλες εορτές.


Πραγματικά όλοι όσοι αναστήθηκαν από τους νεκρούς αναστήθηκαν από άλλους και, αφού πέθαναν πάλι, επέστρεψαν στη γη. Ο δε Χριστός, αφού αναστήθηκε από τους νεκρούς, δεν κυριεύεται πλέον καθόλου από το θάνατο, γιατί δεν επέστρεψε πάλι στη γη, αλλά ανέβηκε στον ουρανό, καθιστώντας το φύραμά μας που είχε λάβει ομόθρονο με το Πατέρα ως ομόθεο.

Είναι ο μόνος που έγινε αρχή της μελλοντικής αναστάσεως όλων και πρωτότοκος από τους νεκρούς και πατέρας του μέλλοντος αιώνος.


Και όπως όλοι αμαρτωλοί και δίκαιοι, πεθαίνουν στον Αδάμ, έτσι στο Χριστό θα ζωοποιηθούν όλοι, αμαρτωλοί και δίκαιοι, αλλά ο καθένας στη τάξη του. Όταν καταργήσει κάθε αρχή και εξουσία και δύναμη και θέσει όλους τους εχθρούς του κάτω από τα πόδια του, τελευταίος εχθρός που θα καταργηθεί είναι ο θάνατος, κατά τη κοινή ανάσταση.

Ο Κύριος κηρύττοντας το ευαγγέλιο της βασιλείας πριν από το πάθος, δεικνύει στους μαθητές ότι η εκλογή των αξίων της πίστεως δεν θα γίνει μόνο ανάμεσα στους Ιουδαίους, αλλά και ανάμεσα στους Εθνικούς, στη σημερινή περικοπή του ευαγγελίου.

Έρχεται ο Κύριος σε μια πόλη της Σαμάρειας που λέγεται Σιχάρ. (Σαμάρεια ονομάσθηκε η πόλη που έκτισε το 880 π.Χ. ο βασιλιάς του Ισραήλ, Αμβρί, έπειτα το όρος Σομόρ που ήταν η ακρόπολή της και τέλος όλο το βόρειο βασίλειο του Ισραήλ, που καταλύθηκε από τους Ασσυρίους το 721 π.Χ. και ο ηγεμόνας τους εγκατέστησε εκεί εθνικούς από πολλά μέρη)

Εκεί ήταν η πηγή του Ιακώβ, το πηγάδι που εκείνος είχε ανοίξει. Κουρασμένος ο Κύριος από την οδοιπορία κάθισε μόνος του δίπλα από το πηγάδι και κάτω αφελώς, γιατί οι μαθητές του πήγαν να αγοράσουν τροφές. Έρχεται εκεί μια γυναίκα από τη Σαμάρεια να πάρει νερό και ο Κύριος διψώντας ως άνθρωπος, της ζήτησε νερό

Αυτή αντελήφθηκε από την εμφάνισή του ότι ήταν Ιουδαίος και θαύμασε πως ένας Ιουδαίος ζητά νερό από την εθνική Σαμαρείτιδα. Αν γνώριζες, της είπε, τη δωρεά του Θεού, ποιός είναι αυτός που σου ζητά να πιεί νερό, εσύ θα του ζητούσες και θα σου έδινε ζωντανό νερό. Ο Κύριος επιβεβαίωσε ότι αν γνώριζε θα γινόταν μέτοχος πραγματικά ζωντανού νερού, όπως έπραξε και απόλαυσε αργότερα όταν το έμαθε, ενώ το συνέδριο των Ιουδαίων που έμαθαν σαφώς, έπειτα εσταύρωσαν τον Κύριο της δόξης. Δωρεά του Θεού είναι, επειδή θεωρεί αγαπητούς όλους ακόμα και τους μισητούς από του Ιουδαίους εθνικούς και προσφέρει τον εαυτό του και καθιστά τους πιστούς σκεύη δεκτικά της Θεότητός του.

Η Σαμαρείτιδα δεν κατάλαβε το μεγαλείο του ζωντανού νερού, απορεί που θα βρεί νερό χωρίς κουβά σε ένα βαθύ πηγάδι. Έπειτα επιχειρεί να τον συγκρίνει με τον Ιακώβ, που τον αποκαλεί πατέρα, εξυμνώντας το γένος από το τόπο και εξαίρει το νερό με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να βρεθεί καλύτερο. Όταν όμως άκουσε ότι το ''νερό που θα σου δώσω'' θα γίνει πηγή που τρέχει προς αιώνια ζωή, άφησε λόγο ψυχής που ποθεί και οδηγείται προς τη πίστη και ζήτησε να το λάβει για να μη ξαναδιψήσει. Ο Κύριος θέλοντας να αποκαλύπτεται λίγο λίγο, της λέγει να φωνάξει τον άνδρα της, γνωρίζοντάς της πόσους άνδρες είχε και αυτόν που έχει τώρα δεν είναι δικός της. Εκείνη όμως δεν στενοχωρείται από τον έλεγχο, αλλά αμέσως καταλαβαίνει ότι ο Κύριος είναι προφήτης και του ζητά εξηγήσεις σε ψηλά ζητήματα.

Βλέπετε πόση είναι η μακροθυμία και η φιλομάθεια αυτής της γυναίκας; Πόση συλλογή και γνώση είχε στη διάνοιά της, πόση γνώση της θεόπνευστης Γραφής; Και αμέσως τον ρωτά που πρέπει να λατρεύεται σωστά ο Θεός, εδώ σ' αυτό το τόπο ή στα Ιεροσόλυμα; Και τότε παίρνει τη απάντηση, ότι έρχεται η ώρα οπότε ούτε στο όρος αυτό ούτε στα Ιεροσόλυμα θα προσκυνήτε τον Πατέρα. Της γνωρίζει μάλιστα ότι η σωτηρία είναι από τους Ιουδαίους, δεν είπε θα είναι, στο μέλλον, γιατί ήταν αυτός ο ίδιος. Έρχεται ώρα και είναι τώρα που οι αληθινοί προσκυνητές θα προσκυνούν το Πατέρα κατά Πνεύμα και αλήθεια.

Γιατί ο ύψιστος και προσκυνητός Πατέρας, είναι Πατέρας αυτοαληθείας, δηλαδή του μονογενούς Υιού και έχει Πνεύμα αληθείας, το Πνεύμα το άγιο και αυτοί που τον προσκυνούν, το πράττουν έτσι διότι ενεργούνται δι' αυτών. Ο Κύριος απομακρύνει κάθε σωματική έννοια τόπο και προσκύνηση, λέγοντας: "Πνεύμα ο Θεός και αυτοί που τον προσκυνούν πρέπει να τον προσκυνούν κατα Πνεύμα και αλήθεια". Ως πνεύμα που είναι ο Θεός είναι ασώματος, το δε ασώματο δεν ευρίσκεται σε τόπο ούτε περιγράφεται με τοπικά όρια. Ως ασώματος ο Θεός δεν είναι πουθενά, ως Θεός δε είναι παντού, ως συνέχων και περιέχων το πάν.

Παντού είναι ο Θεός όχι μόνο εδώ στη γη αλλά και υπεράνω της γης, Πατήρ ασώματος και κατά τον χρόνο και σε τόπο αόριστος.

Βέβαια και η ψυχή και ο άγγελος είναι ασώματα, δεν είναι όμως σε τόπο, αλλά δεν είναι και παντού, γιατί δεν συνέχουν το σύμπαν αλλά αυτά έχουν ανάγκη του συνέχοντος.

Η Σαμαρείτιδα καθώς άκουσε από το Χριστό αυτά τα εξαίσια και θεοπρεπή λόγια, αναπτερωμένη, μνημονεύει τον προσδοκώμενο και ποθούμενο Μεσσία, τον λεγόμενο Χριστό που όταν έρθει θα μας τα διδάξει όλα. Βλέπετε πως ήταν ετοιμότατη για την πίστη; Από που θα γνώριζε τούτο, αν δεν είχε μελετήσει τα προφητικά βιβλία με πολλή σύνεση; Έτσι προλαβαίνει περί του Χριστού ότι θα διδάξει όλη την αλήθεια. Μόλις την είδε ο Κύριος τόσο θερμή της λέγει απροκάλυπτα: Εγώ είμαι ο Χριστός, που σου μιλώ. Εκείνη γίνεται αμέσως εκλεκτή ευαγγελίστρια και αφήνοντας τη υδρία και το σπίτι της τρέχει και παρασύρει όλους τους Σαμαρείτες πρός το Χριστό και αργότερα με τον υπόλοιπο φωτοειδή βίο της (ως Αγία Φωτεινή) σφραγίζει με το μαρτύριο την αγάπη της προς τον Κύριο.
Αναδημοσίευση κειμένου από: monipetraki.gr
Περισσότερα...

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Η Άλωσις της Κωνσταντινουπόλεως


Στην ανάρτηση αυτή θα κάνουμε μία ιστορική αναδρομή και ένα όμορφο αφιέρωμα στην Άλω- ση της Κωνσταντινουπόλεως, αυτής της βα- σιλίδος των πόλεων που για χίλια χρόνια υπήρ- ξε η πρωτεύουσα της βυζαντινής αυτοκρατορίας και που στα 1453 έπεσε στα χέρια των Τούρκων.



Η 29η Μαΐου δεν είναι μια μέρα που φέρνει στη μνήμη μας μόνο την τραγική εικόνα της Βασιλεύουσας που εκπορθείται από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β΄.

Δεν είναι μόνο η εικόνα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου ΙΑ’ που πέφτει μαχόμενος στις επάλξεις σαν κοινός στρατιώτης. Είναι ταυτόχρονα και μια μέρα εθνικής υπερηφάνειας.

Μια μέρα που παρ’ όλη την τραγικότητα της, αναδεικνύει συγχρόνως και το μεγαλείο του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού που πρωτοδημιουργήθηκε κάτω από τον ίσκιο του Βυζαντινού δικέφαλου.

Μη έχοντας άλλη μέρα μνήμης, η μέρα αυτή προσφέρεται και για ένα απολογισμό. Έναν απολογισμό που δείχνει ότι η συνεργασία Ελληνισμού και Ορθοδοξίας πέτυχε να κρατήσει στη ζωή για περισσότερο από χίλια χρόνια μια αυτοκρατορία. Δεν είναι λίγες οι φορές που μπροστά στο φάσμα της καταστροφής η εκκλησία έδωσε τους θησαυρούς της στον αυτοκράτορα για να ενισχύσει τον στρατό. Ή άλλες φορές που οι εκκλησιαστικοί ηγέτες εμψύχωναν τον λαό της Πόλης για να αντικρούσει τις πολιορκίες όταν ο αυτοκράτορας και ο στρατός έλειπαν σε εκστρατείες.

Από την άλλη πάλι ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να μένει απαθής σε περιόδους που η εκκλησία ταλανιζόταν από διάφορες κρίσεις. Έτσι συγκαλούσε συνόδους, πολλές φορές και οικουμενικές για να λύσει τα προβλήματα αυτά που δεν περιορίζονταν στους εκκλησιαστικούς κύκλους αλλά συντάραζαν και την αυτοκρατορία. Η σύνδεση του Ελληνισμού με την ορθοδοξία γίνεται από το 324 οπόταν ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας από τη Ρώμη στο Βυζάντιο.

Αν και η μεταφορά της πρωτεύουσας οφείλεται κυρίως σε στρατιωτικές σκοπιμότητες ωστόσο δεν έλειπαν και τα προσωπικά κίνητρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου.

Αυτή ακριβώς η θέση που κτίστηκε η Κωνσταντινούπολη, στη θέση της παλιάς μεγαρικής αποικίας, έδωσε ώθηση στα άλλα πνευματικά κέντρα του Ελληνισμού να λάμψουν και να μεταδώσουν το φως τους μέσα από αυτή την αχανή αυτοκρατορία σε όλο τον κόσμο. Αλλά και στον θρησκευτικό τομέα τα πράγματα δεν ήταν διαφορετικά.

Ο Κωνσταντίνος ο οποίος έβλεπε με συμπάθεια τον Χριστιανισμό μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους του από το κέντρο της ειδωλολατρίας σε μια περιοχή η οποία δεν είχε ακόμα σπιλωθεί σε τέτοιο βαθμό.

Συγκεκριμένα στο Βυζάντιο είχαν κτιστεί από πριν σειρά ολόκληρη από εκκλησίες. Η Κωνσταντινούπολη γίνεται έτσι το κέντρο απ’ όπου διαδίδεται σε όλο τον κόσμο το φως και οι αξίες του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού. Την αρχή της πτώση έφεραν όχι μόνο νέοι, περισσότεροι και φοβερότεροι εχθροί που εμφανίστηκαν στα σύνορα της αυτοκρατορίας τον 6ον και έπειτα 11ον αιώνα (Σλάβοι, Τούρκοι, Νορμανδοί, Άραβες κ.α.) αλλά και ο δάκτυλος των δυτικών και περισσότερο του Πάπα.

Με την Δ σταυροφορία που είχε τάχα ως σκοπό την ανακατάληψη των Ιεροσολύμων, οι δυτικοί άρχοντες προέλασαν προς την πόλη την οποία κατέλαβαν το 1204 (φέτος συμπληρώνονται 800 χρόνια). Έτσι η βασιλίδα των πόλεων αλώνεται για πρώτη φορά στην ιστορία της. Ήταν το πρώτο ισχυρό κτύπημα απ’ όπου η αυτοκρατορία παρά τις κάποιες επόμενες εκλάμψεις δεν μπόρεσε να ανακάμψει.

Ο Πάπας βλέποντας τη δεινή κατάσταση που είχε περιπέσει η αυτοκρατορία με τους μακρόχρονους πολυμέτωπους αγώνες που διεξήγε και αντιλαμβανόμενος την βοήθεια που χρειάζονταν οι Βυζαντινοί, εκμεταλλεύτηκε το θέμα. Για να παράσχει βοήθεια έθετε ως όρο την ένωση των εκκλησιών και ουσιαστικά την υποταγής της ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας στην παπική.

Παρά τις διπλωματικές προσπάθειες μερικών αυτοκρατόρων που κήρυξαν την ένωση ο λαός της Πόλης κρατούσε μια αγέρωχη στάση αρνούμενος να αυτοεξευτελιστεί. Ότι ήταν γραφτό από τον Θεό να γίνει θα γινόταν αργά ή γρήγορα.

Τον Απρίλιο του 1453 ο Μωάμεθ Β’ συγκέντρωσε όλο το στράτευμά του μπροστά από τα τείχη της Πόλης και στέλλει τελεσίγραφο στον Κωνσταντίνο. Η απάντηση περήφανη. Άρμοζε σ’ ένα Έλληνα. Άρμοζε στον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου.

"ΤΟ ΤΗΝ ΠΟΛΙΝ ΣΟΙ ΔΟΥΝΑΙ, ΟΥΤ' ΕΜΟΝ ΕΣΤΙ, ΟΥΤ' ΑΛΛΟΥ ΤΩΝ ΚΑΤΟΙ- ΚΟΥΝΤΩΝ ΕΝ ΑΥΤΗ. ΚΟΙΝΗ ΓΑΡ ΓΝΩΜΗ, ΠΑΝΤΕΣ ΑΥΤΟΠΡΟΑΙΡΕΤΩΣ ΑΠΟΘΑΝΟΥΜΕΝ ΚΑΙ ΟΥ ΦΕΙΣΟΜΕΘΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΗΜΩΝ...".

52 μέρες μάχονταν οι Βυζαντινοί εναντίων των Τούρκων στην έσχατη αυτή προσπάθεια να περισώσουν την πρωτεύουσα της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι εχθροί παρόλη την αριθμητική τους υπεροχή (δεκαπλάσιοι) δεν κατάφερναν να λυγίσουν την αντίσταση.

Τα κίνητρα που έδινε ο Μωάμεθ για πολυήμερη λεηλασία της Πόλης δεν έφερναν αποτέλεσμα. Ήταν όμως αρκετή μια πύλη να ξεχαστεί (;) ανοιχτή για να συμβεί το μοιραίο.

Οι Τούρκοι μπήκαν κρυφά στην Πόλη και το ξημέρωμα τους βρήκε μέσα στην Πόλη πίσω από τις γραμμές των υπερασπιστών της. Τότε άρχισε η τελευταία σκηνή του δράματος. Μάχες σώμα με σώμα.

Ο αυτοκράτορας βλέποντας το χρέος που τον βάραινε αφαίρεσε από πάνω του τα αυτοκρατορικά σύμβολα και ρίχτηκε κι αυτός στη μάχη. Το τέλος του χάνεται στα όρια του μύθου. Άγγελος Κυρίου κατέβηκε από τον ουρανό και τον μετέφερε μαρμαρωμένο σε κάποια κρύπτη στην Αγία Σοφία. Και βρίσκεται εκεί ακόμα. Με το σπαθί στο χέρι περιμένει να έρθει ξανά η κατάλληλη ώρα που θα έρθει ο άγγελος να του δώσει ζωή και να αγωνιστεί μαζί με του Έλληνες να πάρουν αυτό που δικαιωματικά τους ανήκει. Αυτό που οι άπιστοι μέχρι σήμερα βρωμίζουν με την παρουσία τους. “Σώπασε κυρα - Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια με καιρούς πάλι δικά μας θα ‘ναι”.


Η άλωση



Στην υπερχιλιετή ζωή της η Ανατολική Ρωμαϊκή, η Βυζαντινή, αυτοκρατορία, απέκρουσε τις επιθέσεις των Σλάβων (540, 559, 581), Περσών και Αβάρων (626), Αράβων (669-79 και 717-18), Βουλγάρων (813, 913 και 924) και Ρώσων (τέσσερις επιθέσεις μεταξύ 860-1043).



Το 1204 οι σταυροφόροι κατάφεραν να αλώσουν την βασιλίδα των πόλεων αλλά το 1261 ο Μιχαήλ Παλαιολόγος ανακαταλαμβάνει την Πόλη. Ώσπου εμφανίστηκαν μπροστά από τα τείχη της Πόλης οι Τούρκοι… Οι πολιορκητές ανέρχονταν σε 150.000 στρατιώτες και πλαισιώνονταν από τεχνίτες, εργάτες, υπηρέτες, κλπ. και μεγάλο πλήθος ατάκτων. Ήταν άριστα οργανωμένοι, εκπαιδευμένοι και φανατισμένοι από τους δερβίσηδες (Τούρκους μοναχούς), που κυκλοφορούσαν στο στρατόπεδο και τόνωναν την πολεμική ορμή του πλήθους. Ο πολεμικός στόλος αποτελούμενος από 400 πλοία έφθασε στο Βόσπορο στις 12 Απριλίου. Ο πληθυσμός της Πόλης δεν ξεπερνούσε τα 50.000 άτομα. Οι Βυζαντινοί στρατιώτες ανέρχονταν σε 5.000 και 2.000 οι ξένοι, κυρίως Γενουάτες και Βενετοί. Μάλιστα 700 Γενουάτες είχαν φθάσει με δυο καράβια στις 26 Ιανουαρίου 1453 και αρχηγό τον έμπειρο Ιωάννη Ιουστινιάνη.

Τα τείχη είχαν επισκευαστεί βιαστικά, και εκβαθύνθηκε η τάφρος. Συγκεντρώθηκαν τρόφιμα, ενώ τα κειμήλια των εκκλησιών δόθηκαν για να κοπούν νομίσματα και να πληρωθούν οι στρατιώτες. Στις 21 Μαΐου ο Μωάμεθ ζήτησε την παράδοση της πόλης και υπόσχονταν στον Κωνσταντίνο και σε όσους ήθελαν ότι θα μπορούσαν να φύγουν ελεύθεροι από την πόλη. Ο τελευταίος Αυτοκράτορας ήξερε πως η Δύση και η τύχη του είχαν γυρίσει την πλάτη. Όμως εκεί "αυτοπροαιρέτως" στάθηκε ανδρείως και κοίταξε κατά πρόσωπο τον Τούρκο και τον θάνατο. "Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοι δοῦναι, οὔτ’ ἐμόν ἐστιν οὔτ’ ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ· κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως ἀποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν". Στις 27 Μαΐου άρχισε σφοδρός βομβαρδισμός. Τα τείχη είχαν πάθει σοβαρές ζημιές όμως οι υπερασπιστές της Πόλης, έστηναν ξύλινους φράκτες από μεγάλα δοκάρια και γέμιζαν τις τρύπες και τις ρωγμές των τειχών με ξύλα και πιθάρια από χώμα. Στις 28 Μαΐου ο αυτοκράτορας συγκέντρωσε το φοβερό εκείνο βράδυ της Δευτέρας όλους τους άρχοντες, και τους βαθμοφόρους του στρατού, στους οποίους είπε τα παρακάτω λόγια:

«…Ξέρετε πολύ καλά, αδέρφια μου, ότι για τέσσερις λόγους είμαστε υποχρεωμένοι να προτιμήσουμε το θάνατο παρά τη ζωή. Πρώτον, για την πίστη και τη θρησκεία μας, δεύτερον, για την πατρίδα, τρίτον, για το βασιλιά, τον αντιπρόσωπο του Κυρίου μας, και τέταρτον, για τους συγγενείς και τους φίλους μας.

Αν λοιπόν, αδέρφια μου, πρέπει να αγωνιζόμαστε μέχρι θανάτου για έναν από τους παραπάνω λόγους, τότε έχουμε υποχρέωση να πολεμάμε ακόμα σκληρότερα αν πρόκειται και για τα τέσσερα μαζί, διαφορετικά θα χάσουμε τα πάντα…

Στα συγκλονιστικά αυτά λόγια του Αυτοκράτορα, δακρυσμένοι απαντούν όλοι: "Αποθάνομεν ὑπέρ τῆς Χριστοῦ Πίστεως καί τῆς Πατρίδος ἡμῶν!" Ξημέρωνε 29 Μαΐου 1453. Εδώ και πενήντα δύο ημέρες ο τουρκικός στρατός, ορκισμένος στον ιερό πόλεμο κατά των απίστων, πολιορκεί την Κωνσταντινούπολη. Η μεγάλη τάφρος μπροστά από τα απόρθητα τείχη της Πόλης έχει γεμίσει από τα πρησμένα σώματα των εκλεκτών του Μωάμεθ. Στα τείχη ανεμίζουν οι Αυτοκρατορικοί Δικέφαλοι.

Στην πύλη του Αγίου Ρωμανού έφιππος ο Κωνσταντίνος. Ξεκίνησε η τελική επίθεση των Τούρκων σε πολλά μέρη των τειχών, αλλά με επίκεντρο την Πύλη του Αγίου Ρωμανού, διότι εκεί το τείχος είχε σχεδόν καταπέσει. Μια πρώτη έφοδος εκεί, καθώς και μια δεύτερη, μεγαλύτερη, αποκρούστηκαν ύστερα από μάχες σώμα προς σώμα, στις οποίες ήταν παρόντες ο γενουάτης στρατηγός Ιουστινιάνης και ο Κωνσταντίνος. Τότε ο Μωάμεθ διέταξε να προχωρήσουν νέα τάγματα, που ως τότε δεν είχαν πάρει μέρος στη μάχη, και άρχισε η τρίτη, σφοδρότερη έφοδος.

Οι δυνάμεις των πολιορκημένων είχαν εξαντληθεί. Ο Ιουστινιάνης τραυματίστηκε και εγκαταλείποντας τη θέση του κατέφυγε μαζί με τα στρατεύματά στον Γαλατά όπου πέθανε μετά από λίγες μέρες. Η αποχώρησή του προκάλεσε σύγχυση και οι Τούρκοι άρχισαν να εισβάλλουν στην πόλη κατά μάζες ανάμεσα από τα ερείπια του τείχους. Μια μισάνοιχτη πόρτα, πετυχαίνει ό,τι δεν κατόρθωσαν τα κανόνια του Ούγγρου Ουρβανού… Οι Τούρκοι μπήκαν στην Πόλη και το ξημέρωμα τους βρήκε μέσα στην Πόλη πίσω από τις γραμμές των υπερασπιστών της. Τότε άρχισε η τελευταία σκηνή του δράματος. Μάχες σώμα με σώμα.

Ο αυτοκράτορας βλέποντας το χρέος που τον βάραινε αφαίρεσε από πάνω του τα αυτοκρατορικά σύμβολα και ρίχτηκε κι αυτός στη μάχη. Έπεσε στα τείχη σαν απλός στρατιώτης.

Η Πόλις εάλω! Νωρίς το πρωί της 29η Μαΐου 1453 η μακροβιότερη αυτοκρατορία στην ιστορία είχε καταλυθεί. Το τέλος του αυτοκράτορος Κωνσταντίνου ΙΑ' Παλαιολόγου, του τελευταίου αυτοκράτορα του Βυζαντίου, χάνεται στα όρια του μύθου. Το όνομά του και η ιστορία του Μαρμαρωμένου Βασιλιά έγιναν τραγούδι στο στόμα και ελπίδα στην καρδιά των υπόδουλων Ελλήνων... Άγγελος Κυρίου μαρμάρωσε τον Κωνσταντίνο τη στιγμή που οι Αγαρηνοί εφορμούσαν ασεβώς στην θεοφύλακτη Πόλιν.

Ο Αυτοκράτορας μαρμαρώθηκε και δεν πέθανε... περιμένει το άγγιγμα του Αγγέλου που θα του δώσει το ξίφος για να κυνηγήσει όχι μόνο τους κατακτητές ως εκεί απ'όπου ξεκίνησαν - την κόκκινη Μηλιά - αλλά ακόμα και τον αδερφό του και τον ανηψιό του που αργότερα τούρκεψαν και πολέμησαν τους Έλληνες.

Για να επιβάλλει ποινή σε όσους ατίμασαν το αίμα και τα δάκρυα του Γένους...για να γίνει τιμωρός τους...

"Σώπασε κυρά Δέσποινα, και μη πολυδακρύζεις, πάλι με χρόνους, με καιρούς, πάλι δικά μας είναι".

Αναδημοσίευση κειμένου από: elthraki.gr
Περισσότερα...

Επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη!


Επισκεφθείτε τρισδιάστατα το ναό της Αγίας Σοφίας αλλά και το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην Κωνσταντινούπολη, πατώντας στις αντίστοι- χες λέξεις.

Καλή περιήγηση σε όλους!



Περισσότερα...

Η Μεσοπεντηκοστή

Σε λίγους πιστούς είναι γνωστή η εορτή της Μεσοπεντηκοστής, με την οποία θα ασχοληθούμε σήμερα. Εκτός από τους ιερείς και μερικούς άλλους χριστιανούς, που έχουν ένα στενότερο σύνδεσμο με την Εκκλησία μας, οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξί της.

Λίγοι είναι εκείνοι που εκκλησιάζονται κατ’ αυτήν, και περισσότεροι δεν υποπτεύονται καν ότι την Τετάρτη μετά την Κυριακή του Παραλύτου πανηγυρίζει η Εκκλησία μία μεγάλη δεσποτική εορτή, την εορτή της Μεσο- πεντηκοστής.

Και όμως κάποτε η εορτή της Μεσοπεντηκοστής ήταν η μεγάλη εορτή της Μεγάλης Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, και συνέτρεχαν κατ αυτή στον μεγάλο ναό πλήθη λαού. Δεν έχει κανείς παρά να ανοίξη την Έκθεσι της Βασιλείου Τάξεως (Κεφ. 26) του Κωνσταντίνου Πορφυρογεννήτου, για να ιδή το επίσημο τυπικό του εορτασμού, όπως ετελείτο μέχρι την Μεσοπεντηκοστή του έτους 903 στον ναό του Αγίου Μωκίου στην Κωνσταντινούπολι, μέχρι δηλαδή την ημέρα που έγινε η απόπειρα κατά της ζωής του αυτοκράτορος Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (11 Μαΐου 903). Εκεί υπάρχει μία λεπτομερής περιγραφή του λαμπρού πανηγυρισμού, που καταλαμβάνει ολόκληρες σελίδες, και καθορίζει με την γνωστή παράξενη βυζαντινή ορολογία, πως ο αυτοκράτωρ το πρωϊ της εορτής με τα επίσημα βασιλικά του ενδύματα και την συνοδεία του, ξεκινούσε από το ιερό παλάτιο για να μεταβή στον ναό του Αγίου Μωκίου, όπου θα ετελείτο η θεία λειτουργία. Σε λίγο έφθανε η λιτανεία με επί κεφαλής τον πατριάρχη, και βασιλεύς και πατριάρχης εισήρχοντο επισήμως στον ναό. Η θεία λειτουργία ετελείτο με την συνήθη στις μεγάλες εορτές βυζαντινή μεγαλοπρέπεια. Μετά από αυτήν ο αυτοκράτωρ παρέθετε πρόγευμα, στο οποίο παρεκάθητο και ο πατριάρχης. Και πάλι ο βασιλεύς υπό τις επευφημίες του πλήθους «Εις πολλούς και αγαθούς χρόνους ο Θεός αγάγει την βασιλείαν υμών», και με πολλούς ενδιαμέσους σταθμούς επέστρεφε στο ιερόν παλάτιον.

Αλλά και στα σημερινά μας λειτουργικά βιβλία, στο Πεντηκοστάριο, βλέπει κανείς τα ίχνη της παλαιάς της λαμπρότητος. Παρουσιάζεται σαν μία μεγάλη δεσποτική εορτή, με τα εκλεκτά της τροπάρια και τους διπλούς της κανόνες, έργα των μεγάλων υμνογράφων, του Θεοφάνους και του Ανδρέου Κρήτης, με τα αναγνώσματά της και την επίδρασί της στις προ και μετά από αυτήν Κυριακές, και με την παράτασι του εορτασμού της επί οκτώ ημέρες κατά τον τύπο των μεγάλων εορτών του εκκλησιαστικού έτους.

Ποιό όμως είναι το θέμα της ιδιορρύθμου αυτής εορτής; Όχι πάντως κανένα γεγονός της ευαγγελικής ιστορίας. Το θέμα της είναι καθαρά εορτολογικό και θεωρητικό.

Η Τετάρτη της Μεσοπεντηκοστής είναι η 25η από του Πάσχα και η 25η προ της Πεντηκοστής ημέρα. Σημειώνει δηλ. το μέσον της περιόδου των 50 μετά το Πάσχα εορτασίμων ημερών. Είναι δηλαδή ένας σταθμός, μία τομή. Ωραία το τοποθετεί το πρώτο τροπάριο του εσπερινού της εορτής:

«Πάρεστιν η μεσότης ημερών,
των εκ σωτηρίου αρχομένων εγέρσεως
Πεντηκοστή δε τη θεία σφραγιζομένων,
και λάμπει τας λαμπρότητας
αμφοτέρωθεν έχουσα
και ενούσα τας δύο
και παρείναι την δόξαν προφαίνουσα
της δεσποτικής αναλήψεως σεμνύνεται».

Χωρίς δηλαδή να έχη δικό της θέμα η ημέρα αυτή, συνδυάζει τα θέματα, του Πάσχα αφ ενός και της επιφοιτήσεως του Αγίου Πνεύματος αφ ετέρου, και «προφαίνει» την δόξαν της αναλήψεως του Κυρίου, που θα εορτασθή μετά από 15 ημέρες. Ακριβώς δε αυτό το μέσον των δύο μεγάλων εορτών έφερνε στο νου και ένα εβραϊκό επίθετο του Κυρίου, το «Μεσσίας». Μεσσίας στα ελληνικά μεταφράζεται Χριστός. Αλλά ηχητικά θυμίζει το μέσον. Έτσι και στα τροπάρια και στο συναξάριο της ημέρας, η παρετυμολογία αυτή γίνεται αφορμή να παρουσιασθή ο Χριστός σαν Μεσσίας – μεσίτης Θεού και ανθρώπων, «μεσίτης και διαλλάκτης ημών και του αιωνίου αυτού Πατρός». «Δια ταύτην την αιτίαν την παρούσαν εορτήν εορτάζοντες και Μεσοπεντηκοστήν ονομάζοντες, τον Μεσσίαν τε ανυμνούμεν Χριστόν», σημειώνει ο Νικηφόρος Ξανθόπουλος στο συναξάριο. Σ’ αυτό βοήθησε και η ευαγγελική περικοπή, που εξελέγη για την ημέρα αυτή (Ιω. 7, 14-30). Μεσούσης της εορτής του Ιουδαϊκού Πάσχα, ο Χριστός ανεβαίνει στο ιερό και διδάσκει. Η διδασκαλία Του προκαλεί τον θαυμασμό, αλλά και ζωηρά αντιδικία μεταξύ αυτού και του λαού και των διδασκάλων.

Είναι Μεσσίας ο Ιησούς η δεν είναι; Είναι η διδασκαλία του Ιησού εκ Θεού η δεν είναι; Νέο λοιπόν θέμα προστίθεται: ο Χριστός είναι διδάσκαλος. Αυτός που ενώ δεν έμαθε γράμματα, κατέχει το πλήρωμα της σοφίας, γιατί είναι η Σοφία του Θεού, η κατασκευάσασα τον κόσμον. Ακριβώς από αυτόν τον διάλογο εμπνέεται μεγάλο μέρος της υμνογραφίας της εορτής. Εκείνος που διδάσκει στον ναό, στο μέσον των διδασκάλων του Ιουδαϊκού λαού, στο μέσον της εορτής, είναι ο Μεσσίας, ο Χριστός, ο Λόγος του Θεού. Αυτός που αποδοκιμάζεται από τους δήθεν σοφούς του λαού Του, είναι η του Θεού Σοφία. Εκλέγομε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά τροπάρια, το δοξαστικό των αποστίχων του εσπερινού του πλ. δ’ ήχου:

Μεσούσης της εορτής
διδάσκοντός σου, Σωτήρ,
έλεγον οι Ιουδαίοι.
Πως ούτος οίδε γράμματα, μη μεμαθηκώς;
αγνοούντες ότι συ ει η Σοφία
η κατασκευάσασα τον κόσμον.
Δόξα σοι».

Λίγες σειρές πιο κάτω στο Ευαγγέλιο του Ιωάννου, αμέσως μετά την περικοπή που περιλαμβάνει τον διάλογο του Κυρίου με τους Ιουδαίους «Της εορτής μεσούσης», έρχεται ένας παρόμοιος διάλογος, που έλαβε χώραν μεταξύ Χριστού και των Ιουδαίων «τη εσχάτη ημέρα τη μεγάλη της εορτής», δηλαδή κατά την Πεντηκοστή. Αυτός αρχίζει με μία μεγαλήγορο φράσι του Κυρίου. «Εάν τις διψά, ερχέσθω προς με και πινέτω.ο πιστεύων εις εμέ, καθώς είπεν η γραφή, ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσιν ύδατος ζώντος» (Ιω. 7, 37-38). Και σχολιάζει ο Ευαγγελιστής. «Τούτο δε είπε περί του Πνεύματος, ου έμελλον λαμβάνειν οι πιστεύοντες εις αυτόν» (Ιω. 7, 39). Δεν έχει σημασία ότι οι λόγοι αυτοί του Κυρίου δεν ελέχθησαν κατά την Μεσοπεντηκοστή, αλλά λίγες ημέρες αργότερα. Ποιητική αδεία μπήκαν στο στόμα του Κυρίου στην ομιλία Του κατά την Μεσοπεντηκοστή. Ταίριαζαν εξ άλλου τόσο πολύ με το θέμα της εορτής. Δεν μπορούσε να βρεθή πιο παραστατική εικόνα για να δειχθή ο χαρακτήρ του διδακτικού έργου του Χριστού. Στο διψασμένο ανθρώπινο γένος, η διδασκαλία του Κυρίου ήλθε σαν ύδωρ ζων, σαν ποταμός χάριτος που εδρόσισε το πρόσωπο της γης. Ο Χριστός είναι η πηγή της χάριτος, του ύδατος του αλλομένου εις ζωήν αιώνιον, που ξεδιψά και αρδεύει τις συνεχόμενες από βασανιστική δίψα ψυχές των ανθρώπων. Που μεταβάλλει τους πίνοντας σε πηγές.«Ποταμοί εκ της κοιλίας αυτού ρεύσουσι ύδατος ζώντος» (Ιω. 7, 38). «Και γενήσεται αυτώ πηγή ύδατος αλλομένου εις ζωήν αιώνιον», είπε στην Σαμαρείτιδα (Ιω. 4, 14). Που μετέτρεψε την έρημο του κόσμου σε θεοφύτευτο παράδεισο αειθαλών δένδρων φυτευμένων παρά τας διεξόδους των υδάτων του αγίου Πνεύματος. Το γόνιμο αυτό θέμα έδωσε νέες αφορμές στην εκκλησιαστική ποίησι και στόλισε την εορτή της Μεσοπεντηκοστής με εξαιρέτους ύμνους.

Διαλέγομε τρεις, τους πιο χαρακτηριστικούς: Το κάθισμα του πλ. δ’ ήχου προς το «Την Σοφίαν και Λόγον», που ψάλλεται μετά την γ’ ωδή του κανόνος στην ακολουθία του όρθρου:
«Της σοφίας το ύδωρ και της ζωής
αναβρύζων τω κόσμω, πάντας, Σωτήρ,
καλείς του αρύσασθαι
σωτηρίας τα νάματα·
τον γαρ θείον νόμον σου
δεχόμενος άνθρωπος,
εν αυτώ σβεννύει
της πλάνης τους άνθρακας.

Όθεν εις αιώνας
ου διψήσει, ου λήξει,
του κόρου σου δέσποτα, βασιλεύ επουράνιε.
Δια τούτο δοξάζομεν
το κράτος σου, Χριστέ ο Θεός,
των πταισμάτων άφεσιν αιτούμενοι,
καταπέμψαι πλουσίως
τοις δούλοις σου».

Το απολυτίκιο και το κοντάκιο της εορτής, το πρώτο του πλ. δ’ και το δεύτερο του δ’ ήχου:
«Μεσούσης της εορτής
διψώσάν μου την ψυχήν,
ευσεβείας πότισον νάματα·
ότι πάσι, Σωτήρ εβόησας·
Ο διψών ερχέσθω προς με και πινέτω.
Η πηγή της ζωής, Χριστέ ο Θεός, δόξα σοι».

«Της εορτής της νομικής μεσαζούσης,
ο των απάντων ποιητής και δεσπότης,
προς τους παρόντας έλεγες, Χριστέ ο Θεός·
Δεύτε και αρύσασθαι ύδωρ αθανασίας.
Όθεν σοι προσπίπτομεν και πιστώς εκβοώμεν·
Τους οικτιρμούς σου δώρησαι ημίν,
συ γαρ υπάρχεις πηγή της ζωής ημών».

Και τέλος το απαράμιλλο εξαποστειλάριο της εορτής:

«Ο τον κρατήρα έχων
των ακενώτων δωρεών,
δος μοι αρύσασθαι ύδωρ
εις άφεσιν αμαρτιών·
ότι συνέχομαι δίψη,
εύσπλαγχνε μόνε οικτίρμον».

Αυτή με λίγα λόγια είναι η εορτή της Μεσοπεντηκοστής. Η έλλειψις ιστορικού υποβάθρου, της στέρησε τον απαραίτητο εκείνο λαϊκό χαρακτήρα, που θα την έκανε προσφιλή στον πολύ κόσμο. Και το εντελώς θεωρητικό της θέμα δεν βοήθησε τους χριστιανούς, που δεν είχαν τις απαραίτητες θεολογικές προϋποθέσεις, να ξεπεράσουν την επιφάνεια και να εισδύσουν στην πανηγυριζόμενη δόξα του διδασκάλου Χριστού, της Σοφίας και Λόγου του Θεού, της πηγής του ακενώτου ύδατος. Συνέβη με αυτή, κάτι ανάλογο με εκείνο που συνέβη με τους περιφήμους ναούς της του Θεού Σοφίας, που αντί να τιμώνται στο όνομα του Χριστού ως Σοφίας του Θεού, προς τιμήν του οποίου ανηγέρθησαν, κατήντησαν, για τους ιδίους λόγους, να πανηγυρίζουν στην εορτή της Πεντηκοστής, ή του αγίου Πνεύματος, ή της αγίας Τριάδος, ή των Εισοδίων, ή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ή και αυτής της μάρτυρος Σοφίας και των τριών θυγατέρων της, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης.

Αναδημοσίευση κειμένου από: athos.edo.gr
Περισσότερα...

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Άγιος Ανδρέας, ο δια Χριστόν Σαλός



Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στον Άγιο Ανδρέα, τον διά Χριστόν Σαλόν, του οποίου τη μνήμη η Εκκλησία μας τιμά στις 28 Μαΐου, ενώ θα δούμε και την αρπαγή του, μέσα από το βιβλίο των Εκδόσεων της Ιεράς Μονής Παρακλήτου Ωρωπού Αττικής (1995), - «Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν σαλός».





Βίος και νεανική ηλικία


Ο Άγιος Ανδρέας, ο διά Χριστόν σαλός, καταγόταν από την Σκυθία και έζησε κατά τους χρόνους του αυτοκράτορα Λέοντος ΣΤ’ του Σοφού (886 – 912 μ.Χ.). Από παιδική ηλικία είχε πουληθεί ως δούλος σε κάποιον πρωτοσπαθάριο και στρατηλάτη της Ανατολής, ονομαζόμενο Θεόγνωστο, άνδρα ενάρετο και ευσεβή, ο οποίος τόσο αγάπησε τον μικρό Ανδρέα, ώστε τον μεταχειρίστηκε ως υιό του, φροντίζοντας για την επιμελή και θεοσεβή μόρφωση αυτού.

Τον Ανδρέα προσείλκυαν περισσότερο από κάθε άλλο τα ιερά γράμματα και ιδιαίτερα οι Βίοι και τα Μαρτύρια των αγωνιστών της Χριστιανικής πίστεως. Τέτοιος υπήρξε ο ζήλος του προς αυτά, ώστε αποκλήθηκε «σαλός» (μωρός), διότι ο ζήλος του αυτός τον ωθούσε πολλές φορές στο να υπομένει εμπαιγμούς, ταπεινώσεις και βαριές ύβρεις και να προβαίνει σε διαβήματα που κρίνονται ως ανισόρροπα και εκκεντρικά. Αλλά εκείνος υπέμενε τους εξευτελισμούς, παρηγορούμενος από το ότι πολλές φορές πετύχαινε να επαναφέρει στην ευθεία οδό παραστρατημένες υπάρξεις.

Ο Άγιος Ανδρέας διακρινόταν και για την φιλανθρωπία και την αγαθοποιία του. Όχι μόνο μοιραζόταν τα υπάρχοντά του με τους φτωχούς, αλλά προσέφερε ότι είχε και ο ίδιος έμενε νηστικός και γυμνός. Σε εκείνους που τον παρατηρούσαν για τις υπερβολικές αγαθοεργίες του, τους έλεγε ότι στο πρόσωπο κάθε ανθρώπου, και μάλιστα του πάσχοντος αδελφού, έβλεπε τον Χριστό.

Ηρπάγην έως τρίτου ουρανού

Έχουμε ακούσει όλοι τον χαρακτηρισμό ''δια Χριστόν σαλοί. Η εκκλησία μας τιμά αρκετούς. Είναι εκείνοι, οι οποίο για τον μεγάλο θείο έρωτα κάνουν τον σαλό, δηλαδή τον τρελό. περιφρονούν διακαώς τους επαίνους τις τιμές και τις δόξες και προσφέρονται σφόδρα στον δρόμο της αυταπάρνησης της ανυποληψίας και της μηδαμινότητας. Ζητούν επιμόνως την καταφρόνηση του κόσμου, και η αυτογνωσία τους πολύ σκληρή.. «εγώ ειμί σκώληξ και ουκ άνθρωπος, όνειδος ανθρώπων και εξουθένημα λαού» (Ψαλμ. κα' στίχ 7).Ο απόλυτος αυτοεξευτελισμός στα μάτια των ανθρώπων, ο θαυμασμός και η έκπληξη στα μάτια των αγγέλων. Η ταπείνωση είναι το ένδυμά τους και με ταυτόχρονη ολοκληρωτική εξουδένωση του ''εγώ τους'' οι δαίμονες τους τρέμουν βρίσκουν αντιπάλους σκληρούς χωρίς προηγούμενο και πραγματικά λυσσάνε, νικώνται και απομακρύνονται ηττημένοι.

Από τους σπουδαιότερους αγίους ''δια χριστόν σαλούς ''που τιμά η εκκλησία μας είναι ο Όσιος Ανδρέας. Είχε καλό χαρακτήρα δι’ αυτό του δόθηκε άνωθεν αυτή η κλήση για να παίξει ρόλο σκληρό επίπονο στην μεγάλη αυτή άσκηση της σαλότητας. Ο λόγος που αναφερόμαστε σε αυτόν σήμερα στην εγγραφή μας έχει να κάνει με την σπανιότητα του φαινομένου της θείας επισκέψεως ανθρώπου στα άνω στερεώματα του ουρανού και στο αντίκρισμα του θρόνου του Θεού. Ο απόστολος Παύλος βεβαίως ήταν ένας ακόμα θνητός που έφτασε μέχρι έβδομο ουρανό, πριν τον όσιο. Ο Παύλος μας διηγείται αυτή την εμπειρία κατά το ανθρώπινον λέγοντας μεταξύ άλλων ''...κανένα αυτί και μάτι ανθρώπου δεν μπορεί να συλλάβει το κάλλος και τα αθάνατα αγαθά που περιμένουν τους δικαίους..'' Στην περίπτωση του Οσίου Ανδρέα όπως θα δούμε παρακάτω υπάρχει ενδιαφέρον και όποιος έχει μελετήσει και τις δυο περιπτώσεις θα έχει προσέξει ότι υπάρχουν αρκετές ομοιότητες.

Στον ουρανό του ουρανού…

Ξαφνικά έπεσα σε έκσταση. Ένοιωθα πως πατούσα πάνω στον ουρανό, πως με οδηγούσε κάποιος νέος φορώντας μανδύα, με πρόσωπο λαμπρό σαν τον ήλιο. Νόμιζα πώς ήταν εκείνος που με χτύπησε στο πρόσωπο με το ανθισμένο κλαδί την ώρα που ξεψυχούσα από το κρύο, και διέταξε τους υπηρέτες του να με σηκώσουν.

Καθώς με οδηγούσε, βλέπω ξαφνικά έναν ωραίο και μεγάλο σταυρό. Τριγύρω του υπήρχαν τέσσερα ανάερα πέπλα, που έμοιαζαν με φωτεινή νεφέλη. Τα δύο απ' αυτά έλαμπαν σαν αστραπή, ενώ τα άλλα δύο ήσαν λευκά σαν χιόνι. Κυκλικά είχαν σταθεί λευκοί μελωδισταί, ψηλοί και ωραίοι. Τα μάτια τους άστραφταν με πύρινες ακτίνες. Έψαλλαν μάλιστα χαμηλόφωνα ένα γλυκό μέλος για τον Σταυρωθέντα. Ο οδηγός μου περνώντας μπροστά από τον σταυρό τον κατεφίλησε και μου έκανε νόημα να κάνω τα ίδιο. Έσκυψα λοιπόν με τη σειρά μου και τον προσκύνησα. Μόλις ασπάσθηκα εκείνο το κοκκινωπό Τίμιο ξύλο, γέμισα από ευωδία μέλιτος, που δεν οσφράνθηκα παρόμοια στον παράδεισο. Καθώς ανασήκωσα τα μάτια μου από τον σταυρό, τι να δω! Κάτω από μας η άβυσσος της θαλάσσης. Με κυρίευσε τρόμος. Φοβήθηκα μήπως γλιστρήσω, και φώναξα στον οδηγό μου: «Κύριε μου, περπατώ στο κενό, νομίζω πως βαδίζω πάνω σε σύννεφο, φοβάμαι μήπως δεν με βαστάξει και πέσω στη θάλασσα». «Μη φοβάσαι. Πρέπει να ανέβουμε ψηλότερα», μου λέει και μου δίνει το χέρι. Βρεθήκαμε αμέσως στο δεύτερο στερέωμα, που ήταν λευκό σαν χιόνι. Εκεί βλέπω δύο σταυρούς όμοιους με του κάτω στερεώματος. Γύρω τους παράστεκε μεγαλειώδης ακολουθία, όπως και στον πρώτο σταυρό. Ο αέρας εκεί ήταν πύρινος και ξεκούραζε πολύ τους όμορφους νέους. Ασπάσθηκα κι εκείνους τους τίμιους σταυρούς με πόθο και έρωτα θεικό. Η ευωδία τους, ακατάληπτη και ανερμήνευτη, προκαλούσε ευφροσύνη και τερπνότητα μεγαλύτερη από του πρώτου σταυρού.

Ξαφνικά βλέπω εκεί μια φωτιά που κατέφλεγε τα πάντα. Φοβήθηκα και ζήτησα πάλι βοήθεια από τον οδηγό μου. «Δώσε το χέρι, μου λέει, θα ανέβουμε ακόμη ψηλότερα». Κι αμέσως βρεθήκαμε στον τρίτο ουρανό. Ο ουρανός αυτός δεν έμοιαζε καθόλου με τον ουρανό που βλέπουμε από τη γη. Απλωνόταν σαν χρυσαφένιο δέρμα σε σχήμα πετάλου. Στα πρόθυρα του συναντήσαμε άλλους τρεις σταυρούς, πιο μεγάλους και επιβλητικούς, που είχαν τη λάμψη της αστραπής. Ο οδηγός μου πήρε θάρρος, μπήκε μέσα στη φωτιά και τους προσκύνησε. Εγώ δεν τόλμησα να κάνω το ϊδιο. Προσκύνησα από μακριά και προσπέρασα.

Προχωρήσαμε αρκετά και φθάσαμε στο δεύτερο παραπέτασμα. Εκεί είδα κάτι σαν αστραπή απλωμένη στον αέρα. Ανεβήκαμε και περάσαμε μέσα. Ουράνια στρατιά από πλήθος αγγέλων αινούσαν και δοξολογούσαν τον θεό. Προσπεράσαμε κι αυτό και βρεθήκαμε σε άλλο χώρισμα από βύσσο και πορφύρα ανέκφραστη.

Φθάσαμε σε μια λαμπρή τοποθεσία. Υπήρχε εκεί ένα άλλο θαυμαστό παραπέτασμα, που έμοιαζε με πολύ λαμπρό και καθαρό ήλεκτρο. Κάποιο χέρι το παραμέρισε και μας έδειξε να περάσουμε. Μέσα σ' αυτά συναντήσαμε
αναρίθμητο πλήθος αγίων αγγέλων. Τα πρόσωπα τους φλογερά, έλαμπαν από μακριά πιο πολύ από τον ήλιο. Είχαν σταθεί με ταξί και πολλή κοσμιότητα με τα άυλα αναστήματα τους, μετέωροι σ' εκείνο το τρομερό ύψος. Στα χέρια κρατούσαν φοβερά σκήπτρα. Σχημάτιζαν αναρίθμητες λεγεώνες παρατεταγμένες δεξιά και αριστερά.

«Όταν σηκωθεί κι αυτό το παραπέτασμα, μου είπε ο οδηγός μου δείχνοντας το, θα δεις τον Υιό του ανθρώπου να κάθεται στα δεξιά του Πατρός. Να πέσεις να τον προσκυνήσεις. Ο νους σου να είναι όλος προσηλωμένος σ' Εκείνον, για ν' ακούσεις τι θα σου πει».

Ενώ άκουγα τις συμβουλές του, κοιτάζω το παραπέτασμα και βλέπω ένα μεγαλόπρεπο περιστέρι να κατεβαίνει και να κάθεται πάνω σ' αυτά. Το κεφάλι του ήταν σαν από χρυσάφι, το στήθος πορφυρό, τα φτερά λαμπερά σαν φλόγα, τα πόδια λευκά, ενώ τα μάτια τόξευαν φωτεινές ακτίνες. Καθώς απελάμβανα την ομορφιά του, ξαφνικά πέταξε στα ύψη.

«Ενώπιος ενωπίω»

Παραμερίσθηκε κι αυτά το παραπέτασμα και βλέπω τότε στο αχανές εκείνο ύψος, που καταπλήττει κάθε νου και διάνοια, θρόνο φοβερό, υπερυψωμένο. Κανείς δεν τον κρατούσε, κρεμόταν μετέωρος. Από μέσα έβγαιναν φλόγες πιο λευκές κι από το χιόνι. Επάνω στον θρόνο άστραφτε ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός. Φορούσε βαθυκόκκινα και ολόλευκα ενδύματα. Η λαμπρότης του όμως από συγκατάβαση στη δική μου αδυναμία ήταν περιορισμένη. Είδα λοιπόν την θεανθρώπινη ευπρέπεια και ωραιότητα Του. Ήταν σαν να βλέπει κανείς τον ήλιο να σκορπίζει χαρούμενα τις πρώτες ακτίνες της ανατολής. Έπεσα και τον προσκύνησα τρεις φορές. Προσπάθησα ν' ανασηκωθώ και ν' αντικρίσω πάλι την ωραιότητά Του, την πύρινη λαμπρότητα της δυνάμεως Του, αλλά δεν μπόρεσα. Με είχε κυριεύσει ανέκφραστος φόβος, φρίκη και χαρά. Μέσα απ' αυτό το φως ακούσθηκε μια φωνή, που με τον δυνατό της ήχο έσχιζε τον αέρα. Ήταν μελιστάλακτη, ήμερη και γλυκειά. Μου είπε τρεις λέξεις. Το νόημά τους το κατάλαβα και δοκίμασα πρωτόγνωρη πνευματική ηδονή. Σε λίγο μου είπε άλλες τρεις λέξεις, που μόλις τις άκουσα γέμισε η καρδιά μου από θεϊκή χαρά. Κατόπιν μου είπε για τρίτη φορά άλλες τρεις και ξαφνικά ακούσθηκε ισχυρή δοξολογική κραυγή από τα αγγελικά στρατεύματα: Άγιος, Άγιος, Άγιος. Κατάλαβα ότι αυτό έγινε για μένα. Η δοξολογία τους βέβαια είναι ακατάπαυστη. Εκείνη όμως η εξαίσια μελωδική κραυγή ήταν για την εύνοια, που τόσο πλούσια έδειξε σ' εμένα ο Δεσπότης Χριστός. Μόλις άκουσα αυτές τις ανέκφραστες και θεϊκές λέξεις, κατέβηκα αμέσως με τον ίδιο τρόπο που ανέβηκα. Ήρθα πάλι στον εαυτό μου και είδα πως βρέθηκα στον κήπο, απ' όπου είχε γίνει η αρπαγή μου. Αναλογιζόμουν με απορία τα όσα μου συνέβησαν. Που ήμουν και που βρέθηκα! Δεν μπορούσα να καταλάβω πως πήγα σ' εκείνον τον θεϊκό τόπο. Φέρνοντας στον νου μου όσα είδα εκεί και άκουσα, μονολογούσα: «Άραγε έχει έρθει και άλλος εδώ ή μόνο εγώ;».

Η τελευταία γεύση του Παραδείσου

Αυτά σκεπτόμουν και ξαφνικά βλέπω ν' απλώνεται μπροστά μου μια πεδιάδα. Δεν είχε δένδρα αλλά ήταν ωραία χλοερή και ανθηρή, ασφυκτικά γεμάτη με κρίνα και τριαντάφυλλα. Είχε πηγές που ανέβλυζαν μέλι και γάλα. Αναδιδόταν μάλιστα θαυμάσια ευωδία. Αυτό το απαλό τοπίο, αυτή η αναπαυτική χλόη με έκαναν να απορώ και να εκπλήττομαι για τα θαυμάσια του θεού, που συναγωνίζονταν το ένα το άλλο σε λαμπρότητα.

Και να! Βλέπω έναν άνδρα αστραφτερό. Φορούσε χιτώνα σαν φωτεινή νεφέλη και κρατούσε στο χέρι σταυρό. Με πλησιάζει και μου λέει: «Η χάρις του σταυρωθέντος Κυρίου μας ας είναι μαζί σου. Μακάριοι οι σαλοί, γιατί έχουν μεγάλη φρόνηση. Ο θεός εδώ σ' έχει κατατάξει. Πήγαινε όμως πρώτα στο καμίνι του κόσμου, εκεί που βρίσκονται συναγμένα τα τριβόλια και οι οχιές, τα φίδια και οι δράκοντες. Πάντως η παρουσία σου σ' αυτόν τον χώρο είναι κάτι ασυνήθιστο και παράδοξο. Κανείς δεν ήρθε εδώ παρά μόνο εκείνος που κοπίασε περισσότερο απ' όλους για το Ευαγγέλιο του Χριστού. Δεύτερος είσαι εσύ, επειδή άδραξες την ταπείνωση στην πιο τέλεια μορφή της. Ξέρω όμως πως την απέκτησες! Με την τέλεια πτωχεία, με το «φύγε απ' εδώ σκύλε», με την εξουδένωση. Την απέκτησες, γιατί μπήκες γυμνός και κάνοντας τον σαλό στο στάδιο του κοσμοκράτορος γιατί μονομάχησες μαζί του, τον νίκησες και έριξες τον θρόνο του στη γη. Είδες τα εδώ μυστήρια; Κατάλαβες την αληθινή ανταπόδοση των δικαίων; Γνώρισες τον παράδεισο του Χριστού; Αντιλαμβάνομαι βέβαια ότι είδες και έφριξες. Πως σου φάνηκε ο μάταιος κόσμος συγκριτικά με τούτον; Τι λες, είδες λαμπρότητα; Είδες από ποια χαρά θέλουν να στερήσουν τον εαυτό τους οι αμαρτωλοί;»Ενώ μου έλεγε αυτά ο λαμπροφόρος άνδρας με κοίταζε χαρούμενος και ευχαριστημένος. «Η κυρία Θεοτόκος, συνέχισε να μου λέει, η υπέρλαμπρη βασίλισσα των επουρανίων δυνάμεων δεν είναι εδώ. Περιέρχεται τον μάταιο κόσμο και βοηθεί όσους επικαλούνται τον μονογενή Υιό και Λόγο του θεού και το πανάγιο όνομά της. Καλά θα ήταν να σου έδειχνα την υπέρλαμπρη κατοικία της, αλλά τώρα πρέπει να επιστρέψεις στον τόπο σου. Έτσι διέταξε ο Δεσπότης Χριστός».Ενώ μιλούσε, μου φάνηκε πως έπεσα σε ύπνο γλυκό και σαν να κοιμήθηκα από το βράδυ ως το πρωί, βρέθηκα όπως με βλέπεις εδώ. Τώρα λοιπόν να ευφρανθείς αγαπημένε μου φίλε, και ας αγωνισθούμε για τη σωτηρία μας και την κληρονομία των αιωνίων αγαθών.

Ο αγώνας συνεχίζεται εντονώτερος

Όση ώρα μου μιλούσε ο μακάριος Ανδρέας, βρισκόμουν εκτός εαυτού. Συγχρόνως παρατηρούσα κάτι θαυμαστό: Γύρω μας ξεχυνόταν μια ευωδία σαν από κρίνα και τριαντάφυλλα. Νόμιζα πως, όση ώρα διαρκούσε η θεϊκή ομιλία του δικαίου, παρευρίσκονταν άγιοι άγγελοι που θύμιαζαν αοράτως. Πολύ τον παρεκάλεσα να μου αναφέρει μία λέξη απ' αυτές που του είπε ο Κύριος, αλλά δεν τον έπεισα. Αυτό θα αφορά τον Κύριο και τη μακαρία ψυχή του.

Όλη τη νύχτα απολαμβάναμε αυτά τα πνευματικά αγαθά. Τα ξημερώματα έφυγε. Περνούσε από τις στοές κι έκανε τα συνηθισμένα του καμώματα ή καλύτερα ενέπαιζε τα πονηρά πνεύματα και τα εξαπατούσε. Από τότε έμενε κάθε νύχτα άυπνος, δοξολογώντας ακαταπαύστως τον θεό. Όλη την ημέρα κυκλοφορούσε μέσα στον θόρυβο, ή καλύτερα, δοκιμαζόταν μέσα στο καμίνι του κόσμου. Έκανε τον μεθυσμένο, έσπρωχνε, τον έσπρωχναν και γινόταν εμπόδιο στους περαστικούς. Μερικοί τον χτυπούσαν και τον κλωτσούσαν, άλλοι τον ράβδιζαν στο κεφάλι αγέρωχα, ενώ άλλοι τον τραβούσαν απ' τα μαλλιά και τον χτυπούσαν στον τράχηλο. Μερικοί τον έριχναν στη γη, έδεναν τα πόδια του με σχοινί και τον έσερναν μέσα στην αγορά, κι ούτε τον θεό φοβούνταν ούτε σαν χριστιανοί συμπαθούσαν τον συνάνθρωπο, και μάλιστα σε εορτάσιμες ημέρες. Όλα αυτά τα υπέμενε ο όσιος με την ελπίδα των αιωνίων αγαθών, που προορίζονται για τους δικαίους.

Η μνήμη του τιμάται στις 28 Μαίου.
Περισσότερα...

Παρασκευή 24 Μαΐου 2013

Κυριακή του Παραλύτου



Σκέψεις στο Ευαγγέλιο της Κυριακής του Παραλύτου για «Το Έγκλημα της ανθρωπότητας», από τον π. Γεώργιο Αλεντά.

Ένας παράλυτος τριανταοκτώ χρόνια φωνάζει: Βοήθεια! Κανένας δεν τον ακούει. Η φωνή του πέφτει στο κενό. Ο καθένας κοιτάζει τη βολή του…




Και ο παράλυτος του Ευαγγελίου της τετάρτης Κυριακής από το Πάσχα, ζούσε διπλό δράμα. Όχι μόνο την παράλυση του μα και την εγκατάλειψη του κόσμου. Γνωστοί, φίλοι, συγγενείς, οι πάντες, τον είχαν εγκαταλείψει! Γι' αυτό, όταν τον ρώτησε ο Χριστός αν ήθελε να γίνει καλά, του είπε με παράπονο, ναι, μα δεν έχω άνθρωπο για να με βοηθήσει. Φωνάζω: Βοήθεια, κανείς δε μ’ ακούει.

Αυτή είναι η δραματική φωνή του ανθρώπου σε όλους τους αιώνες και ιδιαίτερα σήμα κατατεθέν της εποχής μας... Φωνάζει βοήθεια, ο άνθρωπος, και ο ήχος πέφτει στο κενό. Παρά την πρόοδο, παρά τις πολυσύχναστες πόλεις, παρά τις καταπληκτικές επιστημονικές προόδους, ο άνθρωπος μένει μόνος, μένει αβοήθητος. Ο καθένας μας ζει μόνο για τον εαυτό του. Απομονωμένοι και διασπασμένοι από το σύνολο των ανθρώπων, ζούμε μέσα σε μια απέραντη εγωκεντρική μοναξιά. Συστεγαζόμαστε και συνεργαζόμαστε. Αγκαλιαζόμαστε και διασκεδάζουμε. Τρέχουμε μαζί στις γιορτές και τα πανηγύρια. Ζούμε και κινούμαστε πάντα στην πολυκοσμία. Τίποτε όμως το ουσιαστικό. Όλα γίνονται, σχεδόν, συμβατικά, επιφανειακά. Χωρίς ειλικρίνεια. Χωρίς ανθρωπιά. Χωρίς Θεό.

Και ο άνθρωπος, για να σπάσει την απομόνωση του, ψάχνει σε υποκατάστατα. Τρέχει δεξιά κι αριστερά, για να μην τρελαθεί. Τρέχει στα ναρκωτικά, στοιβάζεται στα ποικιλώνυμα κέντρα και προσπαθεί μέσα στον εκκωφαντικό θόρυβο τους να σπάσει τη μοναξιά του, προσπαθεί από διάφορες, ύποπτες και παραπλανητικές οργανώσεις να βρει μια ισορροπία στον εαυτό του, ψάχνει… ψάχνει… ψάχνει και λύση, δε βρίσκει. Γι' αυτό και φωνάζει συνέχεια: Βοήθεια!

«Άνθρωπο δεν έχω», φωνάζει η επιστήμη, παρ' ότι έχει μεγάλους εγκέφαλους. Και φωνάζει γιατί καταντήσαμε να κυριαρχούν επιστήμονες παράφρονες με πειράματα που και τα μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας θα ζήλευαν, που επεμβαίνουν στην ανθρώπινη προσωπικότητα και ζωή χωρίς καμιά αιδώ, χωρίς κανένα σεβασμό. Που βλέπουν τον άνθρωπο σαν ένα απλό πειραματόζωο, κάτι σαν τα ποντίκια και τίποτα παραπάνω…

«Άνθρωπο δεν έχω», φωνάζει η πολιτεία, γιατί χάθηκε το πνεύμα της θυσίας, χάθηκε η ανωτερότητα, χάθηκε η αιδώς. Και όλοι εμείς μένουμε απροστάτευτοι στα χέρια πειραματιζόμενων ταχυδακτυλουργών και ακόμα χειρότερα άβουλα πρόβατα σε κακούς τσοπάνηδες.

«Ανθρώπους ουκ έχω», φωνάζει και η Εκκλησία, για να θυσιάζονται για το ποίμνιο τους.

«Άνθρωπο ουκ έχω», φωνάζουν, σχεδόν, όλοι οι θεσμοί, που κινδυνεύουν ν' απομείνουν ιστορικά μουσεία. Ζητείται, λοιπόν, άνθρωπος. Ζητείται βοήθεια. Είναι σαν το Διογένη που γύριζε μέρα μεσημέρι με το φανάρι μέσα στον κόσμο, την πολυκοσμία και φώναζε «άνθρωπον ζητώ!».

Και όμως, δεν είναι μόνο έτσι τα πράγματα. Δεν υπάρχει μόνο το μαύρο, μόνο το σκοτάδι. Υπάρχει και το φως. Μόνο που πρέπει ν’ ανοίξουμε τα μάτια μας για να το δούμε. Να δούμε τον εαυτό μας κάτω απ’ αυτό το φως, να δούμε το ξεστράτισμά μας, να δούμε πως πουθενά δεν μας βγάζει ο δρόμος που τραβάμε! Να ξεκόψουμε απ’ τα εφήμερα και τα παροδικά, αυτό το ναρκισσισμό μας, και να στρέψουμε την προσοχή μας στο αιώνιο και το διαρκές.

Μας γράφει ο φωτισμένος θεολόγος του 20ου αιώνα μακαριστός π. Αλέξανδρος Σμέμαν: «…Σ' αυτή λοιπόν τη συγκεκριμένη ευαγγελική ιστορία, τι είναι αιώνιο και διαρκές; Στο κέντρο της βρίσκονται σαφώς τα λόγια του παραλύτου προς το Χριστό, "άνθρωπον ουκ έχω". Αυτή είναι στ' αλήθεια η κραυγή του ανθρώπου που φτάνει στο σημείο να γνωρίσει την τρομακτική δύναμη του ανθρώπινου εγωισμού και ναρκισσισμού. Ο καθένας για τον εαυτό του. Ψάχνοντας για το νούμερο ένα. Όλοι αυτοί, όλο αυτό το πλήθος των τυφλών, αρρώστων, παραλύτων, των "εκδεχομένων την του ύδατος κίνησιν", που μ' άλλα λόγια περιμένουν για βοήθεια, φροντίδα, θεραπεία, παρηγοριά. Ο καθένας όμως περιμένει μόνος του· για τον εαυτό του. Και όταν τα νερά ταράσσονται, όλοι σπρώχνονται ξεχνώντας ο ένας τον άλλο... Από την άποψη του ευαγγελίου, αυτή η "κολυμβήθρα" είναι φυσικά μια εικόνα του κόσμου, μια εικόνα της ανθρώπινης κοινωνίας, ένα σύμβολο της ίδιας της οργάνωσης της ανθρώπινης συνείδησης.

Φυσικά, μέσα στον κόσμο μπορούμε να βρούμε πολλά παραδείγματα ανθρώπων που ξεπερνούν τον εγωισμό, παραδείγματα καλοσύνης και αυτοθυσίας. Όμως κι όταν ακόμη κάποιος έχει εμφανώς ξεπεράσει τον προσωπικό εγωισμό, τον κρατά ακόμη φυλακισμένο η κατηγορία "δικό μου". Μπορεί να έχει υπερβεί το δεσμό με τον εαυτό του ως άτομο, αλλά τότε έρχεται η οικογένεια "του" και για την οικογένεια "του", επειδή "αν δεν παινέψεις το σπίτι σου θα πέσει να σε πλακώσει". Κι αν δεν είναι η οικογένεια είναι η ομάδα "του" ή η χώρα "του". Κι αν δεν είναι αυτό, τότε έρχεται η κοινωνική "του" τάξη, ή το πολιτικό "του" κόμμα. Το δικό του, πάντα το δικό του! Αυτό δε το "δικό του" αντιτίθεται σταθερά σε κάποιο άλλο, που εξ ορισμού είναι ξένο και εχθρικό. Μας λένε πως έτσι δουλεύει ο κόσμος, τι μπορείς να κάνεις; Αυτή όμως είναι πράγματι η έσχατη, αντικειμενική και επιστημονική αλήθεια για το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή;…

Δεν αισθανόμαστε πλέον, έστω και ασυνείδητα, ασφυξία σ' έναν κόσμο πνιγμένο στο παμφάγο εγώ. Έχουμε τόσο συνηθίσει στο αίμα. στο μίσος, στη βία, και τουλάχιστον στην αδιαφορία... Ένας πολύ νέος, μάλλον παιδί, άφησε ένα σημείωμα και κατόπιν αυτοκτόνησε: "Δε θέλω να ζήσω σ' έναν κόσμο όπου όλοι παίζουν ένα βρώμικο παιχνίδι...". Όλα αυτά τον έπνιγαν, δεν μπορούσε πλέον να τα υποφέρει. Σταδιακά όμως υποχρεωνόμαστε να τα δεχθούμε ως κανονικά, και παύουμε να βιώνουμε την τρομακτικότατα της φρίκης του εγωκεντρισμού... Όλοι αυτοί οι άρρωστοι, αβοήθητοι. παράλυτοι άνθρωποι είναι κατεξοχήν άρρωστοι από έναν αθεράπευτο ναρκισσισμό. Αυτό κάνει έναν άνθρωπο να φωνάζει: "άνθρωπον ουκ έχω!" Δεν υπάρχει κανείς! Αυτό σημαίνει πως ένα πρόσωπο έρχεται σε ύπαρξη όταν ξεπερνιέται ο ναρκισσισμός· σημαίνει πως οι άνθρωποι είναι πάνω απ' όλα πρόσωπα στραμμένα προς τους άλλους, μάτια που κοιτάζουν γεμάτα με στοργή και αγάπη τα μάτια του άλλου προσώπου. Είναι αγάπη, συμπόνια και φροντίδα. Το ευαγγέλιο μας λέει επίσης πώς αυτή η καινούρια και αυθεντική ανθρώπινη ύπαρξη μάς έχει αποκαλυφθεί, μάς έχει έρθει "εν Χριστώ". "Εν Αυτώ". Αυτός που έρχεται στον μοναχικό και χρονίως πάσχοντα παράλυτο δεν είναι ξένος, αλλά "δικός του"· έρχεται για να αναλάβει και να κάνει δικά Του τα βάσανα του αρρώστου, για να κάνει τη ζωή του δική Του. Να βοηθήσει και να θεραπεύσει.

"Θέλεις υγιής γενέσθαι;" Η ερώτηση αυτή δεν ανήκει σε κάποιον που επιδιώκει να υποχρεώσει, να πείσει ή να υποτάξει άλλους. Είναι ερώτηση της γνήσιας αγάπης και γι' αυτό του γνήσιου ενδιαφέροντος. Αλλοίμονο, η πίστη μπορεί να γίνει ακόμη και ναρκισσισμός, να ασχολείται αποκλειστικά με τον εαυτό της και τις δικές της υποθέσεις. Πρέπει όμως να καταλάβουμε πως αυτού του είδους η πίστη, οποιονδήποτε Χριστιανικό μανδύα κι αν φορεί, δεν είναι στην πραγματικότητα ο Χριστιανισμός... Επειδή ολόκληρος ο Χριστιανισμός συνίσταται ακριβώς στο να συντριβούν οι τρομεροί τοίχοι του εγωκεντρισμού και στο να αποκτηθεί εκείνη η αγάπη η οποία σύμφωνα με τα λόγια του αποστόλου Παύλου "εκκέχυται εν ταις καρδίαις ημών" (Ρωμ. 5. 5). Αυτή είναι η νέα, αιώνια εντολή του Χριστιανισμού και το περιεχόμενο ολόκληρου του ευαγγελίου και όλης της πίστης μας»...
Αναδημοσίευση κειμένου από: enoriaka.gr

Περισσότερα...

Τρίτη 21 Μαΐου 2013

Άγιοι Κωνσταντίνος και Ελένη


Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε στον Μεγάλο Κωνσταντίνο και τη μητέρα του Αγία Ελένη, τη μνήμη των οποίων η Εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 21 Μαΐου.

Ὡς γενέτειρα πόλη του Μεγάλου Κωνσταντίνου αναφέ- ρεται τόσο ἡ Ταρσὸς τῆς Κιλικίας ὅσο καὶ τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας. Ὡστόσο ἡ ἅποψη ποὺ ἐπικρατεῖ φέρει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο νὰ ἔχει γεννηθεῖ στὴ Ναϊσὸ τῆς Ἄνω Μοισίας. Τὸ ἀκριβὲς ἔτος τῆς γεννήσεώς του δὲν εἶναι γνωστὸ, θεωρεῖται ὅμως ὅτι γεννήθηκε μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ.


Πατέρας του ἦταν ὁ Κωνστάντιος, ποὺ λόγῳ τῆς χλωμότητος τοῦ προσώπου του ὀνομάσθηκε Χλωρὸς, καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ αὐτοκράτορος Κλαυδίου. Μητέρα του ἦταν ἡ Ἁγία Ἑλένη, θυγατέρα ἑνὸς πανδοχέως ἀπό τὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας.

Τὸ 305 μ.Χ. ὁ Κωνσταντίνος εὑρίσκεται στὴν αὐλὴ τοῦ αὐτοκράτορος Διοκλητιανοῦ στὴ Νικομήδεια μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ χιλίαρχου. Τὸ ἴδιο ἔτος οἱ δύο Αὔγουστοι, Διοκλητιανὸς καὶ Μαξιμιανὸς, παραιτοῦνται ἀπὸ τὰ ἀξιώματά τους καὶ ἀποσύρονται. Στὸ ὕπατο ἀξίωμα τοῦ Αὐγούστου προάγονται ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς στὴ Δύση καὶ ὁ Γαλέριος στὴν Ἀνατολή. Ὁ Κωνστάντιος ὁ Χλωρὸς πέθανε στὶς 25 Ἰουλίου 306 μ.Χ. καὶ ὁ στρατὸς ἀνακήρυξε Αὔγουστο τὸν Μέγα Κωνσταντίνο, κάτι ὅμως ποὺ δὲν ἀποδέχθηκε ὁ Γαλέριος. Μετὰ ἀπὸ μιὰ σειρὰ διαφόρων ἱστορικῶν γεγονότων ὁ Μέγας Κωνσταντίνος συγκρούεται μὲ τὸν Μαξέντιο, υἱὸ τοῦ Μαξιμιανοῦ, ὁ ὁποῖος πλεονεκτοῦσε στρατηγικὰ, ἐπειδὴ διέθετε τετραπλάσιο στράτευμα καὶ ὁ στρατὸς τοῦ Κωνσταντίνου ἦταν ἤδη καταπονημένος.

Ἀπὸ τὴν πλευρά του ὁ Μέγας Κωνσταντίνος εἶχε κάθε λόγο νὰ αἰσθάνεται συγκρατημένος. Δὲν εἶχε καμία ἄλλη ἐπιλογὴ ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ἐπίκληση τῆς δυνάμεως τοῦ Θεοῦ. Ἤθελε νὰ προσευχηθεῖ, νὰ ζητήσει βοήθεια, ἀλλὰ καθὼς διηγεῖται ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος, δὲν ἤξερε σὲ ποιὸν Θεὸ νὰ ἀπευθυνθεῖ. Τότε ἔφερε νοερὰ στὴ σκέψη του ὅλους αὐτοὺς ποὺ μαζὶ τους συνδιοικοῦσε τὴν αὐτοκρατορία. Ὅλοι τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὸν πατέρα του, πίστευαν σὲ πολλοὺς θεοὺς καὶ ὅλοι τους εἶχαν τραγικὸ τέλος. Ἄρχισε, λοιπόν, νὰ προσεύχεται στὸν Θεό, ὑψώνοντας τὸ δεξί του χέρι καὶ ἱκετεύοντάς Τον νὰ τοῦ ἀποκαλυφθεῖ. Ἐνῶ προσευχόταν, διαγράφεται στὸν οὐρανὸ μία πρωτόγνωρη θεοσημία. Περὶ τὶς μεσημβρινὲς ὧρες τοῦ ἡλίου, κατὰ τὸ δειλινὸ δηλαδή, εἶδε στὸν οὐρανὸ τὸ τρόπαιο τοῦ Σταυροῦ, ποὺ ἔγραφε «τούτῳ νίκα». Καὶ ἐνῶ προσπαθοῦσε νὰ κατανοήσει τὴ σημασία αὐτοῦ τοῦ μυστηριακοῦ θεάματος, τὸν κατέλαβε ἡ νύχτα. Τότε ἐμφανίζεται ὁ Κύριος στὸν ὕπνο του μαζὶ μὲ τὸ σύμβολο τοῦ Σταυροῦ καὶ τὸν προέτρεψε νὰ κατασκευάσει ἀπομίμηση αὐτοῦ καὶ νὰ τὸ χρησιμοποιεῖ ὡς φυλακτήριο στοὺς πολέμους.
Ἔχοντας ὡς σημαία του τὸ Χριστιανικὸ λάβαρο, ἀρχίζει νὰ προελαύνει πρὸς τὴν Ρώμη ἐκμηδενίζοντας κάθε ἀντίσταση. Ὅταν φθάνει στὴ Ρώμη ἐνδιαφέρεται γιὰ τοὺς Χριστιανοὺς τῆς πόλεως. Ὅμως τὸ ἐνδιαφέρον του δὲν περιορίζεται μόνο σὲ αὐτούς. Πολὺ σύντομα πληροφορεῖται γιὰ τὴν πενιχρὴ κατάσταση τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἀφρικῆς καὶ ἐνισχύει ἀπὸ τὸ δημόσιο ταμεῖο τὰ ἔργα διακονίας αὐτῆς.

Τὸ Φεβρουάριο τοῦ 313 μ.Χ., στὰ Μεδιόλανα, ὅπου γίνεται ὁ γάμος τοῦ Λικινίου μὲ τὴν Κωνσταντία, ἀδελφὴ τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου, ἐπέρχεται μιὰ ἱστορικὴ συμφωνία μεταξὺ τῶν δύο ἀνδρῶν ποὺ καθιερώνει τὴν ἀρχὴ τῆς ἀνεξιθρησκείας.

Τὰ προβλήματα ποὺ εἶχε νὰ ἀντιμετωπίσει ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἦσαν πολλά. Ἡ αἱρετικὴ διδασκαλία τοῦ Ἀρείου, πρεσβυτέρου τῆς Ἀλεξανδρινῆς Ἐκκλησίας, ἦλθε νὰ ταράξει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διδασκαλία αὐτή, ποὺ ὀνομάσθηκε ἀρειανισμός, κατέλυε οὐσιαστικὰ τὸ δόγμα τῆς Τριαδικότητας τοῦ Θεοῦ.

Μόλις ὁ Μέγας Κωνσταντίνος πληροφορήθηκε τὰ ὅσα θλιβερὰ συνέβαιναν στὴν Ἀλεξάνδρεια, ἀπέστειλε μὲ τὸν πνευματικό του σύμβουλο Ὅσιο, Ἐπίσκοπο Κορδούης τῆς Ἰσπανίας, ἐπιστολὴ στὸν Ἐπίσκοπο Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρο (313 – 328 μ.Χ.) καὶ τὸν Ἄρειο. Ἡ προσπάθεια ἐπιλύσεως τοῦ θέματος δὲν εὐδοκίμησε. Ἔτσι ἀποφασίσθηκε ἡ σύγκλιση τῆς Α’ Οἰκουμενικῆς Συνόδου στὴ Νίκαια τῆς Βιθυνίας τὸ 325 μ.Χ.

Ἡ περιγραφὴ τῆς ἐναρκτήριας τελετῆς ἀπὸ τὸν ἱστορικὸ Εὐσέβιο εἶναι ὁμολογουμένως ἐνδιαφέρουσα. Στὸ μεσαῖο οἶκο τῶν ἀνακτόρων εἶχαν προσέλθει ὅλοι οἱ σύνεδροι. Ἐπικρατοῦσε ἀπόλυτη σιγὴ καὶ ὅλοι περίμεναν τὴν εἴσοδο τοῦ αὐτοκράτορος, τὸν ὁποῖο οἱ περισσότεροι θὰ ἔβλεπαν γιὰ πρώτη φορά. Ὁ Κωνσταντίνος εἰσῆλθε ταπεινά, μὲ σεμνότητα καὶ πραότητα. Στὴν ὁμιλία του πρὸς τὴ Σύνοδο χαρακτηρίζει τὶς ἐνδοεκκλησιαστικὲς συγκρούσεις ὡς τὸ μεγαλύτερο δεινὸ καὶ ἀπὸ τοὺς πολέμους. Ὁ λόγος του ὑπῆρξε εὐθὺς καὶ σαφής. Δὲν ἤθελε νὰ ἀσχοληθεῖ παρὰ μονάχα μὲ θέματα ποὺ ἀφοροῦσαν στὴν ὀρθοτόμηση τῆς πίστεως. Ἡ κρίσιμη φράση του, «περὶ τῆς πίστεως σπουδάσωμεν», διασώζεται σχεδὸν ἀπὸ ὅλους τοὺς ἱστορικοὺς συγγραφεῖς.

Μετὰ τὸ πέρας τῶν ἐργασιῶν τῆς Συνόδου ὁ αὐτοκράτορας ἀνέλαβε πρωτοβουλίες γιὰ τὴν ἑδραίωση τῶν ἀποφάσεών της. Ἀπέστειλε ἐγκύκλιο ἐπιστολὴ πρὸς τὴν Ἐκκλησία τῆς Αἰγύπτου, Λιβύης, Πενταπόλεως, Ἀλεξανδρείας, στὴν ὁποία γνωστοποιεῖ τὶς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ὁ ἴδιος γνωστοποιεῖ πρὸς ὅλη τὴν ἐπικράτεια τῆς αὐτοκρατορίας τὴν καταδίκη τοῦ Ἀρείου καὶ ἀπαγορεύει τὴν ἀπόκτηση καὶ τὴν ἀπόκρυψη τῶν συγγραμμάτων του. Ἡ πιὸ ἐντυπωσιακή του ὅμως ἐνέργεια εἶναι ἡ ἐπιστολή του πρὸς τὸν Ἄρειο. Ἐπιτιμᾶ τὸν αἱρεσιάρχη καὶ τὸν καταδικάζει μὲ αὐστηρότητα γιὰ τὶς κακοδοξίες του.

Ὅμως περὶ τὰ τέλη του 327 μ.Χ. ὁ Μέγας Κωνσταντίνος καλεῖ τὸν Ἄρειο στὰ ἀνάκτορα. Ὁ αἱρεσιάρχης φυσικὰ δὲν χάνει τὴν εὐκαιρία καὶ ὑποβάλλει μία ὁμολογία γεμάτη ἀπὸ ἔντεχνες θεολογικὲς ἀνακρίβειες, πείθοντας μάλιστα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο ὅτι αὐτὴ δὲν διαφέρει οὐσιαστικὰ ἀπὸ ὅσα εἶχε ἀποφασίσει ἡ Α’ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος. Τελικὰ ὁ αὐτοκράτορας συγκαλεῖ νέα Σύνοδο, τὸ Νοέμβριο τοῦ 327 μ.Χ., ἡ ὁποία ἀνακαλεῖ τὸν Ἄρειο ἀπὸ τὴν ἐξορία καὶ ἀποκαθιστᾶ τοὺς ἐξόριστους Ἐπισκόπους Νικομηδείας Εὐσέβιο καὶ Νικαίας Θεόγνιο. Ἡ ἀνάκληση τοῦ Ἀρείου καὶ ἡ ἀποκατάσταση τῶν περὶ αὐτῶν πυροδότησε νέες ἔριδες στοὺς κόλπους τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ Ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Ἀλέξανδρος καὶ στὴν συνέχεια ὁ διάδοχός του Μέγας Ἀθανάσιος ἀρνοῦνται νὰ δεχθοῦν τὸν Ἄρειο στὴν Ἀλεξάνδρεια. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀπειλεῖ μὲ καθαίρεση τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ἐνῶ σὲ Σύνοδο ποὺ συνῆλθε στὴν Ἀντιόχεια τὸ 330 μ.Χ. καθαιρεῖται καὶ ἐξορίζεται ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ὁ Ἅγιος Εὐστάθιος, Ἐπίσκοπος Ἀντιοχείας († 21 Φεβρουαρίου). Ἡ Σύνοδος τῆς Τύρου τῆς Συρίας, ποὺ συνῆλθε τὸ 335 μ.Χ., καταδικάζει ἐρήμην μὲ τὴν ποινὴ τῆς καθαιρέσεως τὸν Μέγα Ἀθανάσιο, ὁ ὁποῖος φεύγει, γιὰ νὰ συναντήσει τὸν Μέγα Κωνσταντίνο.

Εἶναι γεγονὸς πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος δὲν ἔδειξε νὰ ἀποδέχεται τὸ αἴτημα τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου γιὰ ἀκρόαση. Πείσθηκε ὅμως νὰ τὸν ἀκούσει, ὅταν ὁ Μέγας Ἀθανάσιος τοῦ ἀπηύθυνε τὴν ρήση: «Δικάσει Κύριος ἀνὰ μέσον ἐμοῦ καὶ σοῦ». Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατενόησε τὴν κατάφωρη ἀδικία καὶ τὶς ἄθλιες μεθοδεύσεις σὲ βάρος τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου καὶ ἔκανε δεκτὸ τὸ αἴτημά του νὰ προσκληθοῦν ὅλοι οἱ συνοδικοὶ τῆς Τύρου καὶ ἡ διαδικασία νὰ λάβει χώρα ἐνώπιόν του.

Ὁ Εὐσέβιος Νικομηδείας ἀγνόησε τὴν αὐτοκρατορικὴ ἐντολή. Πῆρε μόνο ἐλάχιστους ἀπὸ τοὺς συνοδικοὺς καὶ ἐμφανίσθηκε στὸν αὐτοκράτορα. Ξέχασε ὅλες τὶς ὑπόλοιπες κατηγορίες καὶ γιὰ πρώτη φορὰ ἔθεσε τὸ θέμα τῆς δῆθεν παρακωλύσεως τῆς ἀποστολῆς σιταριοῦ πρὸς τὴν Βασιλεύουσα. Ὁ αὐτοκράτορας ἐξοργίζεται καὶ ἐξορίζει τὸν Μέγα Ἀθανάσιο στὰ Τρέβιρα τῆς Γαλλίας. Παρὰ ταῦτα δὲν ἐπικυρώνει τὴν ἀπόφαση τῆς Συνόδου τῆς Τύρου γιὰ καθαίρεση καὶ οὔτε διατάσσει τὴν ἀναπλήρωση τοῦ ἐπισκοπικοῦ θρόνου τῆς Ἀλεξάνδρειας.

Ἡ τελευταία περίοδος τῆς ζωῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν καταξιώνει στὴν ἐκκλησιαστικὴ συνείδηση καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ ἀπόγειο τῆς πνευματικῆς του πορείας. Ὁ Ἅγιος, κατὰ τὸν Ἀπρίλιο τοῦ 337 μ.Χ., αἰσθάνεται τὰ πρῶτα σοβαρὰ συμπτώματα κάποιας ἀσθένειας. Οἱ πηγὲς μᾶς πληροφοροῦν πὼς ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κατέφυγε σὲ ἰαματικὰ λουτρά. Βλέποντας ὅμως τὴν ὑγεία του νὰ ἐπιδεινώνεται θεώρησε σκόπιμο νὰ μεταβεῖ στὴν πόλη Ἑλενόπολη τῆς Βιθυνίας, ποὺ εἶχε ὀνομασθεῖ ἔτσι λόγῳ τῆς Ἁγίας μητέρας του. Ἐκεῖ παρέμεινε στὸ ναὸ τῶν Μαρτύρων, ὅπου ἀνέπεμπε ἱκετήριες εὐχὲς καὶ λιτανεῖες πρὸς τὸν Θεό. Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος ἀντιλαμβάνεται πὼς ἡ ἐπίγεια ζωή του πλησιάζει στὸ τέλος της. Ἡ μνήμη τοῦ θανάτου καλλιεργεῖται στὴν καρδιά του καὶ τὸν ὁδηγεῖ στὸ μυστήριο τῆς μετάνοιας καὶ τοῦ βαπτίσματος. Μετὰ ἀπὸ αὐτὰ καταφεύγει σὲ κάποιο προάστιο τῆς Νικομήδειας, συγκαλεῖ τοὺς Ἐπισκόπους καὶ τοὺς ἀπευθύνει τὸν ἑξῆς λόγο: «Αὐτὸς ἦταν ὁ καιρὸς ποὺ προσδοκοῦσα ἀπὸ παλιὰ καὶ διψοῦσα καὶ εὐχόμουν νὰ καταξιωθῶ τῆς ἐν Θεῷ σωτηρίας. Ἦλθε ἡ ὥρα νὰ ἀπολαύσουμε καὶ ἐμεῖς τὴν ἀθανατοποιὸ σφραγίδα, ἦλθε ἡ ὥρα νὰ συμμετάσχουμε στὸ σωτήριο σφράγισμα, πρᾶγμα ποὺ κάποτε ἐπιθυμοῦσα νὰ κάνω στὰ ρεῖθρα τοῦ Ἰορδάνου, στὰ ὁποῖα, ὅπως παραδίδεται, ὁ Σωτήρας μας ἔλαβε τὸ βάπτισμα εἰς ἡμέτερον τύπον. Ὁ Θεὸς ὅμως, ποὺ γνωρίζει τὸ συμφέρον, μᾶς ἀξιώνει νὰ λάβουμε τὸ βάπτισμα ἐδῶ. Ἂς μὴν ὑπάρχει λοιπὸν καμία ἀμφιβολία. Γιατὶ καὶ ἐὰν ἀκόμη εἶναι θέλημα τοῦ Κυρίου τῆς ζωῆς καὶ τοῦ θανάτου νὰ συνεχισθεῖ ἡ ἐπίγεια ζωή μας καὶ νὰ συνυπάρχω μὲ τὸ λαὸ τοῦ Θεοῦ, θὰ πλαισιώσω τὴ ζωή μου μὲ ὅλους ἐκείνους τοὺς κανόνες ποὺ ἁρμόζουν στὸν Θεὸ».

Μετὰ τὸ βάπτισμα ὁ Ἅγιος Κωνσταντίνος δὲν ξαναφόρεσε τὸν αὐτοκρατορικὸ χιτώνα, ἀλλὰ παρέμεινε ἐνδεδυμένος μὲ τὸ λευκὸ ἔνδυμα τοῦ βαπτίσματος, μέχρι τὴν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς του τὸ 337 μ.Χ. Ἦταν ἡ ἡμέρα ἑορτασμοῦ τῆς Πεντηκοστῆς, γράφει ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος.

Εἶναι χαρακτηριστικὸς ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο περιγράφει ὁ Εὐσέβιος τὰ γεγονότα, τὰ ὁποῖα ἀκολούθησαν τὴν κοίμηση τοῦ Ἁγίου. Ὅλοι οἱ σωματοφύλακες τοῦ αὐτοκράτορα, ἀφοῦ ἔσχισαν τὰ ροῦχα τους καὶ ἔπεσαν στὸ ἔδαφος, ἔκλαιγαν καὶ φώναζαν δυνατά, σὰν νὰ μὴν ἔχαναν τὸ βασιλέα τους, ἀλλὰ τὸν πατέρα τους. Οἱ ταξίαρχοι καὶ οἱ λοχαγοὶ ἔκλαιγαν τὸν εὐεργέτη τους. Οἱ δῆμοι ἦσαν λυπημένοι καὶ κάθε κάτοικος τῆς Κωνσταντινουπόλεως πενθοῦσε, σὰν νὰ ἔχανε τὸ κοινὸ ἀγαθό.

Ἀφοῦ οἱ στρατιωτικοὶ τοποθέτησαν τὸ σκήνωμα τοῦ Ἁγίου σὲ χρυσὴ λάρνακα, τὸ μετέφεραν στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὸ ἐναπέθεσαν σὲ βάθρο στὸν βασιλικὸ οἶκο. Τὸ ἱερὸ λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων. Δίκαια ἡ ἱστορία τὸν ὀνόμασε Μέγα καὶ ἡ Ἐκκλησία Ἰσαπόστολο.

Ἁγία Ἑλένη γεννήθηκε στὸ Δρέπανο τῆς Βιθυνίας τῆς Μικρᾶς Ἀσίας περὶ τὸ 247 μ.Χ. Φαίνεται ὅτι ἦταν ταπεινῆς καταγωγῆς. Στὴν ἱστοριογραφία ὑπάρχει σχετικὴ διχογνωμία ὡς πρὸς τὸ ἂν ἡ μητέρα τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου ὑπῆρξε σύζυγος ἢ νόμιμη παλλακίδα τοῦ Κωνσταντίου τοῦ Χλωροῦ.

Μεταξὺ τῶν ἐτῶν 274 – 288 μ.Χ. γέννησε στὴ Ναϊσὸ τῆς Μοισίας τὸν Κωνσταντίνο. Ὅταν, πέντε ἔτη ἀργότερα, ὁ Κωνσταντίνος Χλωρὸς ἔγινε Καίσαρας ἀπὸ τὸν Διοκλητιανό, ἀναγκάσθηκε νὰ τὴν ἀπομακρύνει, γιὰ νὰ συζευχθεῖ τὴ Θεοδώρα, θετὴ κόρη τοῦ αὐτοκράτορος Μαξιμιανοῦ, καὶ νὰ ἔχει ἔτσι τὸ συγγενικὸ ἐκεῖνο δεσμὸ, ὁ ὁποῖος θὰ ἐξασφάλιζε τὴ στερεότητα τοῦ διοκλητιανοῦ τετραρχικοῦ συστήματος. Παρὰ τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὁ Μέγας Κωνσταντίνος τιμοῦσε ἰδιαίτερα τὴ μητέρα του. Τῆς ἀπένειμε τὸν τίτλο τῆς αὐγούστης, ἔθεσε τὴ μορφή της ἐπὶ νομισμάτων καὶ ἔδωσε τὸ ὄνομά της σὲ μία πόλη τῆς Βιθυνίας.

Ἡ Ἁγία ἔδειξε τὴν εὐσέβειά της μὲ πολλὲς εὐεργεσίες καὶ τὴν ἀνοικοδόμηση νέων Ἐκκλησιῶν στὴ Ρώμη (Τιμίου Σταυροῦ), στὴν Κωνσταντινούπολη (Ἁγίων Ἀποστόλων), στὴ Βηθλεὲμ (βασιλικὴ τῆς Γεννήσεως) καὶ ἐπὶ τοῦ Ὄρους τῶν Ἐλαιῶν (βασιλικὴ τῆς Γεθσημανῆ). Ἡ Ἁγία Ἑλένη πῆγε τὸ 326 μ.Χ. στὴν Ἱερουσαλὴμ, ὅπου «μὲ μέγαν κόπον καὶ πολλὴν ἔξοδον καὶ φοβερίσματα ηὗρεν τὸν τίμιον σταυρὸν καὶ τοὺς ἄλλους δύο σταυροὺς τῶν ληστῶν», ὅπως γράφει ὁ Κύπριος Χρονογράφος Λεόντιος Μαχαιρᾶς. Ἐπιστρέφοντας στὴν Κωνσταντινούπολη, ἕνα χρόνο μετὰ τὴν εὕρεση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ τοῦ Κυρίου, ἡ Ἁγία Ἑλένη πέρασε καὶ ἀπὸ τὴν Κύπρο.

Ἡ Ἑγία Ἑλένη κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη μᾶλλον τὸ 327 μ.Χ. σὲ ἡλικία ὀγδόντα ἐτῶν. Ὁ ἱστορικὸς Εὐσέβιος γράφει ὅτι ἡ Ἁγία προαισθάνθηκε τὸ θάνατό της καὶ μὲ διαθήκη ἄφησε τὴν περιουσία της στὸν υἱό της καὶ τοὺς ἐγγονούς της.

Ὅπως ἦταν φυσικὸ ὁ υἱός της μετέφερε τὸ τίμιο λείψανό της στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ τὴν ἐνταφίασε στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.

Ἡ Σύναξη αὐτῶν ἐτελεῖτο στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία, στὸ ναὸ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων καὶ στὸν ἱερὸ ναὸ αὐτῶν στὴν κινστέρνα τοῦ Βώνου.

Οἱ Βυζαντινοὶ τιμοῦσαν ἰδιαίτερα τὸν Μέγα Κωνσταντίνο καὶ τὴν Ἑγία Ἑλένη. Ἀπόδειξη τούτου ἀποτελεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι κατὰ τὸ Μεσαίωνα ἦταν πολύ δημοφιλὴς στοὺς Βυζαντινοὺς ἡ ἀπεικόνιση τοῦ πρώτου Χριστιανοῦ βασιλέως μὲ τὴ μητέρα του, ποὺ κρατοῦσαν στὸ μέσον Σταυρὸ.

Ἡ παράδοση αὐτὴ διατηρεῖται μέχρι καὶ σήμερα μὲ τὰ κωνσταντινάτα.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τοῦ Σταυροῦ σου τὸν τύπον ἐν οὐρανῷ θεασάμενος, καὶ ὡς ὁ Παῦλος τὴν κλῆσιν οὐκ ἐξ ἀνθρώπων δεξάμενος, ὁ ἐν Βασιλεῦσιν Ἀπόστολός σου Κύριε, Βασιλεύουσαν πόλιν τῇ χειρί σου παρέθετο· ἣν περίσωζε διὰ παντὸς ἐν εἰρήνῃ, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, μόνε Φιλάνθρωπε.

Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Πρῶτος πέφηνας, ἐν Βασιλεῦσι, θεῖον ἕδρασμα, τῆς εὐσεβείας, ἀπ’ οὐρανοῦ δεδεγμένος τὸ χάρισμα· ὅθεν Χριστοῦ τὸν Σταυρὸν ἐφανέρωσας, καὶ τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν ἐφήπλωσας. Κωνσταντῖνε Ἰσαπόστολε, σὺν Μητρὶ Ἑλένῃ τῇ θεόφρονι, πρεσβεύσατε ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν.

Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Κωνσταντῖνος σήμερον, σὺν τῇ μητρὶ τῇ Ἑλένῃ, τὸν Σταυρὸν ἐκφαίνουσι, τὸ πανσεβάσμιον ξύλον, πάντων μὲν, τῶν Ἰουδαίων αἰσχύνην ὄντα, ὅπλον δέ, πιστῶν ἀνάκτων κατ’ ἐναντίων· δι’ ἡμᾶς γὰρ ἀνεδείχθη, σημεῖον μέγα, καὶ ἐν πολέμοις φρικτόν.

Μεγαλυνάριον.
Τοὺς τῆς εὐσεβείας θείους πυρσούς, καὶ τῶν Ἀποστόλων, θιασώτας καὶ μιμητάς, σὺν τῷ Κωνσταντίνῳ, Ἑλένην τὴν Ἁγίαν, ὡς Βασιλέων δόξαν, ἀνευφημήσωμεν.


Αναδημοσίευση κειμένου από: synaxarion.gr
Περισσότερα...

Παρασκευή 17 Μαΐου 2013

Οι Μυροφόρες Γυναίκες


Σε αυτή την ανάρτηση θα κάνουμε λόγο για τις Μυροφόρες Γυναίκες, τις οποίες η Αγία μας Εκκλησία τιμά την Τρίτη Κυριακή του Πάσχα, μέσα από το βιβλίο των Εκδόσεων Ακρίτας, "Εορτολόγιο - Ετήσιος Εκκλησιαστικός Κύκλος" του Αλεξάνδρου Σμέμαν.

Ακούγωντας τη διήγηση για τη Σταύρωση και το Θάνατο του Χριστού, κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Εβδομάδας, με εντυπωσιάζει συνεχώς μια λεπτομέρεια της Ιστορίας...



Η μέχρι τέλους αφοσίωση μιας χούφτας ανθρώπων, κυρίως γυναικών, για τις οποίες το ευαγγέλιο δεν λέει σχεδόν τίποτε άλλο.Αυτό που γνωρίζουμε είναι πως οι μαθητές του Χριστού, όλοι τους, έφυγαν και τον άφησαν μόνο. Ο Πέτρος Τον αρνήθηκε τρεις φορές. Ο Ιούδας Τον πρόδωσε. Τα πλήθη ακολουθούσαν το Χριστό ενώ κήρυττε, και όλοι περίμεναν να πάρουν κάτι απ’ Αυτόν: προσδοκούσαν βοήθεια, θαύματα και θεραπείες, περίμεναν την απελευθέρωσή τους από τη μισητή Ρωμαϊκή κατοχή, περίμεναν απ’ Αυτόν να ασχοληθεί με τις επίγειες μέριμνές τους. [...]

Δεν είναι δε το οδυνηρότερο μέρος αυτών των τελευταίων ημερών η προδοσία των στενών φίλων και μαθητών, στους οποίους ο Χριστός είχε αληθινά και ολοκληρωτικά δοθεί; Στον κήπο της Γεσθημανή, ακόμη και οι τρεις στενότεροι μαθητές Του δεν άντεξαν, αλλά αποκοιμήθηκαν ενώ ο Χριστός βρισκόταν στην τελική αγωνία, με τον ιδρώτα Του «ωσεί θρόμβοι αίματος» και προετοιμαζόταν για ένα φοβερό θάνατο. Γνωρίζουμε πως ακόμη κι ο Πέτρος, που τόσο ηχηρά είχε υποσχεθεί να πεθάνει για το Χριστό, κλονίστηκε την τελευταία στιγμή και Τον αρνήθηκε, Τον απέρριψε και Τον πρόδωσε. Και «τότε», γράφει ο ευαγγελιστής, «οι μαθηταί πάντες αφέντες αυτόν έφυγον» (Ματθ. 26, 56).

Όχι όμως όλοι, όπως αποδείχθηκε. Ο Σταυρός έφερε την ώρα της απλής ανθρώπινης αφοσίωσης και αγάπης. Αυτοί που την ώρα της «επιτυχίας» φαίνονταν τόσο απόμακροι, που δεν τους βρίσκουμε σχεδόν ποτέ στις σελίδες των ευαγγελίων, στους οποίους ο Χριστός ποτέ δεν προανήγγειλε την ανάστασή Του, και για τους οποίους τα πάντα τέλειωσαν και χάθηκαν τη νύχτα του Σταυρού, αυτοί ήταν παρέμειναν στο Σταυρό με ακλόνητη ανθρώπινη αγάπη. Ο ευαγγελιστής Ιωάννης γράφει, «εισήκεισαν δε παρά τω σταυρώ του Ιησού η μήτηρ αυτού και η αδελφή της μητρός αυτού, Μαρία η του Κλωπά και Μαρία η Μαγδαληνή» (Ιωάν. 19, 25). Αργότερα, μετά το θάνατο του Ιησού,

Οψίας δε γενομένης ήλθεν άνθρωπος πλούσιος από Αριμαθαίας, τούνομα Ιωσήφ, ος και αυτός εμαθήτευσε τω Ιησού, ούτος προσελθών τω Πιλάτω ηττήσατο το σώμα του Ιησού, τότε ο Πιλάτος εκέλευσεν αποδοθήναι το σώμα, και λαβών το σώμα ο Ιωσήφ ενετύλιξεν αυτό σινδόνι καθαρά, και έθηκεν αυτό εν τω καινώ αυτού μνημείω ο ελατόμησεν εν τη πέτρα, και προσκυλίσας λίθον μέγαν τη θύρα του μνημείου απήλθεν. (Ματθ. 27, 57- 60).

Μια μέρα αργότερα, μετά το Σάββατο, την αυγή της τρίτης ημέρας, οι ίδιες γυναίκες ήρθαν στον τάφο, όπου σύμφωνα με το έθιμο της εποχής θα άλειβαν το νεκρό με μύρα. Ακριβώς σ’ αυτές ο αναστημένος Χριστός εμφανίστηκε για πρώτη φορά. Ήταν οι πρώτες που άκουσαν απ’ αυτόν το «Χαίρετε», το οποίο πλέον έγινε για πάντα η ουσία της Χριστιανικής δύναμης. Ο Χριστός δεν είχε αποκαλύψει σ’ αυτές τις γυναίκες τα μυστήρια του μέλλοντος όπως τα είχε αποκαλύψει στους δώδεκα αποστόλους. Δε γνώριζαν ούτε το νόημα του θανάτου Του, ούτε το μυστήριο της προσεγγίζουσας νίκης Του με την ανάσταση. Γι’ αυτές ο θάνατος του δασκάλου και φίλου τους ήταν ένας απλός θάνατος, ένα τέλος, ακόμη χειρότερα, ήταν ένας τρομακτικός και επαίσχυντος θάνατος, ένα τρομερό και παράλογο τέλος. Στάθηκαν στο Σταυρό μόνο επειδή αγαπούσαν το Χριστό, και λόγω αυτής της αγάπης υπέφεραν μαζί Του. Δεν άφησαν το φτωχό, βασανισμένο σώμα Του, αλλά έκαναν όλα όσα η αγάπη κάνει πάντοτε κατά τον τελικό χωρισμό. [...]

Αυτό είναι το νόημα της Κυριακής των Μυροφόρων. Μάς υπενθυμίζει πως η αγάπη και η αφοσίωση λίγων ατόμων έλαμψε φωτεινά στο μέσο του απελπιστικού σκοταδιού. Μάς καλεί να εξασφαλίσουμε πώς σ’ αυτόν τον κόσμο η αγάπη και η αφοσίωση δε θα εξαφανισθούν, ούτε θα πεθάνουν. Κρίνει την έλλειψη θάρρους, το φόβο μας, τον ατέλειωτο και δουλοπρεπή ορθολογισμό μας. Οι μυστηριώδεις Ιωσήφ και Νικόδημος, και αυτές οι γυναίκες που πάνε στον τάφο την αυγή, καταλαμβάνουν τόσο λίγο χώρο στα ευαγγέλια. Ακριβώς εδώ όμως είναι που αποφασίζεται η αιώνια μοίρα του καθενός μας.

Νομίζω πως σήμερα έχουμε ιδιαίτερη ανάγκη να ξαναβρούμε αυτή την αγάπη και τη βασική ανθρώπινη αφοσίωση. Επειδή έχουμε εισέλθει σε μια εποχή όπου ακόμη κι αυτά δυσφημούνται από επιβλαβείς ιδέες σχετικά με το πρόσωπο και την ανθρώπινη ζωή, που επικρατούν τώρα σ’ αυτόν τον κόσμο. Για αιώνες ο κόσμος διέθετε ακόμη εκείνη την αδύνατη, αλλά τρεμάμενη και φεγγοβόλα φλόγα της αφοσίωσης, της αγάπης και της συμπόνιας που ήταν σιωπηλά παρούσα στα βάσανα του Ανθρώπου που είχε απορριφθεί από όλους. Πρέπει δε να πιαστούμε, σαν από τελευταία κλωστή, από το καθετί που στον κόσμο μας διαθέτει ακόμη αυτό το ζεστό φως της απλής, γήινης, ανθρώπινης αγάπης. Η αγάπη δεν εξετάζει θεωρίες και ιδεολογίες, αλλά μιλά στην καρδιά και στην ψυχή. Η ανθρώπινη ιστορία πέρασε με βοή, βασίλεια υψώθηκαν και έπεσαν, πολιτισμοί φτιάχθηκαν και αιματηροί πόλεμοι έγιναν, αλλά αυτό που έμεινε αμετάβλητο πάνω στη γη και σ’ αυτή την ταραγμένη και τραγική ιστορία είναι η φωτεινή εικόνα της γυναίκας.

Μια εικόνα φροντίδας, αυτοπροσφοράς, αγάπης και συμπόνιας. Δίχως αυτή την παρουσία, χωρίς αυτό το φως, ο κόσμος μας, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες και τα κατορθώματά του, θα ήταν ένας κόσμος τρόμου. Μπορεί να ειπωθεί χωρίς υπερβολή πως η ανθρωπιά του ανθρωπίνου γένους διασώζεται και συντηρείται από τη γυναίκα, συντηρείται όχι με λόγια και ιδέες, αλλά με τη σιωπηλή παρουσία της που φροντίζει και αγαπά, και αν συνεχίζεται ακόμη η μυστηριώδης γιορτή της ζωής, παρά το κακό που επικρατεί στον κόσμο, αν ακόμη αυτή η γιορτή εορτάζεται σε κάποιο πάμφτωχο δωμάτιο, σ’ ένα γυμνό τραπέζι, τόσο χαρούμενα όσο και σ’ ένα παλάτι, τότε η χαρά και το φως αυτής της γιορτής ανήκει σ’ αυτή, στη γυναίκα, στην αγάπη και την αφοσίωσή της που ποτέ δε σβήνει. «Και υστερήσαντος οίνου...» (Ιωάν. 2, 3), αλλά όσο είναι αυτή εδώ, - η μητέρα, η σύζυγος, η νύφη – υπάρχει αρκετό κρασί, αρκετή αγάπη, αρκετό φως για τον καθένα...
Αναδημοσίευση κειμένου από: enoriaka.gr
Περισσότερα...

Τρίτη 14 Μαΐου 2013

Άγιος Αχίλλιος


Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε στον Άγιο Αχίλλιο, πολιούχο Λαρίσης, τη μνήμη του οποίου η Εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 15 Μαΐου.

Ο Άγιος γεννήθηκε το 270 μ.Χ. στην Καππαδοκία και έλαβε μεγάλη χριστιανική και «θύραθεν» μόρφωση.

Μετά το θάνατο των ευσεβών γονέων του, μοίρασε τη μεγάλη περιουσία τους στους φτωχούς και πήγε στους Αγίους Τόπους. Εκεί έζησε κοντά στον Πανάγιο Τάφο.


Κατόπιν επισκέφτηκε διάφορα ασκητήρια και ασκήθηκε στη νηστεία, στην προσευχή, την αγρυπνία και στις άλλες χριστιανικές αρετές.

Ύστερα πήγε στη Ρώμη και στη Θεσσαλία, όπου κήρυξε το Χριστό και έκανε πολλά θαύματα. Έτσι διαδόθηκε πολύ η φήμη του και όταν χήρευσε ο θρόνος της Λαρίσης, αναδείχτηκε Αρχιεπίσκοπός της.

Η φήμη του προέτρεξε και έφτασε στη Νίκαια της Βιθυνίας, πριν ακόμη πάει εκει ο Αγιος, για να λάβει μέρος στην Πρώτη Οικουμενική Σύνοδο (325). Γι’ αυτό ο Μέγας Κωνσταντίνος και οι Πατέρες τον υποδέχτηκαν με μεγάλες τιμές. Τέλεσε μάλιστα στη Σύνοδο και θαύμα. Έκανε να αναβλύσει λάδι από μια πέτρα. Όπως αναφέρεται σε χειρόγραφο που βρίσκεται στη Μονή Βαρλαάμ Μετεώρων ο Άγιος «Τον Θεόν επικαλεσάμενος και έλαιον δι’ ευχής βλύσαι ποιεί». Με πολλή χαρά τότε ο αυτοκράτορας ζήτησε την ευλογία του Αγίου και τον προέπεμψε στη Λάρισα με πλούσια δώρα για ανεγέρσεις ναών και φιλανθρωπίες. Πιθανόν από την εποχή αυτή να ήταν και το Ευαγγέλιο της Κομνηνείου Μονής, που σωζόταν ως το 1853. Ήταν γραμμένο με χρυσά γράμματα σε περγαμηνή και είχε σημειώσεις του Αρχιεπισκόπου Λαρίσης Αχιλλίου Α’.

Το 355 μ.Χ., ύστερα από 35 χρόνια αρχιερατείας του Αγίου στη Λάρισα, ο Θεός του φανέρωσε πως ήρθε η ώρα της εξόδου του από το μάταιο αυτό κόσμο. Κάλεσε τότε όλο τον κλήρο και το λαό, τους το ανακοίνωσε και τους έδωσε παραινέσεις και συμβουλές.

Τον θρήνησαν πολύ και τον κήδεψαν με μεγαλοπρέπεια. Τοποθέτησαν δε το ιερό του λείψανο στη λάρνακα που ο ίδιος είχε κατασκευάσει.

Το χαριτόβρυτο λείψανο του ανέβλυζε μύρο κι έκανε πολλά θαύματα. Αλλά δεν έμεινε για πάντα στη Λάρισα. Το σύλησε το 985/6 ο αποστάτης από τους Βυζαντινούς τσάρος των Βουλγάρων Σαμουήλ και το μετέφερε στα ανάκτορά του, στο μικρό νησάκι των Πρεσπών, που σήμερα φέρει το όνομα του Αγίου Αχιλλίου. Εκεί ανήγειρε προς τιμήν του Αγίου μεγαλοπρεπή ναό ρυθμού Βασιλικής, του οποίου σώζονται τα ερείπια. Ήθελε με την ενέργεια του αυτή ο Σαμουήλ να στερεώσει την κυριαρχία του. Γιατί η κατοχή ιερών λειψάνων ονομαστών Αγίων ήταν ιδιαίτερη τιμή και ευλογία και αποτελούσε πόλο έλξης των χριστιανικών πληθυσμών. Σκόπευε μάλιστα ο Σαμουήλ να μεταφέρει εκεί την Αρχιεπισκοπή Οχρίδος και να την αναδείξει σε Πατριαρχείο. Είχε μεγαλεπήβολα σχέδια, που, αν πετύχαιναν, θα άλλαζαν τον ρουν της ιστορίας, στην περιοχή.

Οι Βυζαντινοί χρονογράφοι του 11ου αιώνα Ιωάννης Σκυλίτσης και Γεώργιος Κεδρηνός εξιστορούν τα σχετικά με την αρπαγή από το Σαμουήλ του ιερού λειψάνου του Αχίου Αχιλλίου. Ο δεύτερος αναφέρει συγκεκριμμένως: «Μετήγαγε δε ( ο Σαμουήλ) και το λείψανον του Αγίου Αχιλλίου επισκόπου Λαρίσης χρηματίσαντος επί Κωνσταντίνου του μεγάλου καν τη μεγάλη και πρώτη Συνόδω παρόντος συν Ρηγίνω Σκοπέλων και Διοδώρω Τρίκκης, και εις Πρέσπαν απέθετο, ένθα ήσαν αυτώ τα βασίλεια, οίκον κάλλιστον και μέγιστον επί τω ονόματι αυτού δομησάμενος».

Αλλά και μετά την αρπαγή του ιερού λειψάνου του Αγίου Αχιλλίου από το Σαμουήλ, ο χριστιανικός λαός της Λαρίσης δεν έπαψε να τιμά τον Πολιούχο του. Τον προστάτη του Άγιο. Και να διαλαλεί τις αριστείες του, τις υψηλές πνευματικές του επιδόσεις, όπως λέει το σχετικό επίγραμμα: «Λαλεί Λάρισα σας αριστείας ξένας, μνήμην έχουσα και θανόντος σου, Πάτερ».

Και είχε ως τόπο αγιάσματος και κέντρο της λατρείας του, ως σημείο αναφοράς του, τον τάφο του Αγίου και τον περικαλλή ναό του. Τον ναό, τον τόσο αγαπητό σε όλους, στον οποίο συναθροίζονταν συνήθως οι επίσκοποι, προκειμένου να εκλέξουν ιεράρχες για τις κενούμενες επισκοπές Θεσσαλίας, όπως αναφέρει ο Κώδικας 1472.

Ο Μητροπολιτικός αυτός ναός ήταν το ιδιαίτερο σέβασμα των Λαρισαίων. Το ιερό τους καθίδρυμα. Το κέντρο της θρησκευτικής τους ζωής, που επηρέαζε και την κοινωνική τους. Σ’ αυτόν συνέρχονταν για να λατρεύσουν το Σωτήρα Χριστό και να ζητήσουν τις πρεσβείες του Αγίου σε κάθε δυσκολία και ανάγκη τους. Στις πλημμύρες, στους πολέμους, στους συχνούς σεισμούς που τους ανάγκαζαν να μην υψώνουν μεγάλα οικοδομήματα, στις επιδημίες. Ήταν ιδιαίτερα απειλητική η πανούκλα του 1813 και του 1848, που είχε αναρίθμητα θύματα.

Ακολούθησε δε Ο ναός αυτός την πορεία της πόλης στην ιστορία. Γνώρισε δηλαδή λαμπρές μέρες δόξας και μεγαλείου, αλλά και λεηλασίες και καταστροφές. Και αποτελεί και σήμερα ο ναός αυτός με την τοξότη γέφυρα του «αργυροδίνη» Πηνειού ποταμού από κάτω του το χαρακτηριστικό έμβλημα της πόλης των Λαρισαίων με τη μακριά ιστορία των τεσσάρων χιλιετηρίδων.

Θα μάκραινε πολύ ο λόγος, αν επιχειρούσαμε λεπτομερή εξιστόρηση των περιπετειών του ναού τού Αγίου Αχιλλίου. Γι’ αυτό περιορίζομαι στα εξής: Την εποχή της Φραγκοκρατίας και συγκεκριμένως το 1204, επί Αλεξίου Γ’, εξαιτίας της συγκρούσεως των Φράγκων μεταξύ τους, η Λάρισα ερημώθηκε και μεταβλήθηκε σε ακατοίκητο χωριό, ο δε ναός του Αγίου Αχίλλειου μετατράπηκε σε ορμητήριο ληστών!

Την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας (τουρκοκρατίας) και συγκεκριμένως στις 12 Ιουνίου 1769 ο φανατισμένος τουρκικός όχλος έκαψε και γκρέμισε το Μητροπολιτικό ναό και οι Λαρισαίοι εκκλησιάζονταν επί 25 ολόκληρα χρόνια, ως το 1794, στα γύρω χωριά! Μάλιστα οι Τούρκοι είχαν αποφασίσει να μην ξανακτιστεί ο ναός. Αλλά ύστερα από ενέργειες του Μητροπολίτη Λαρίσης Διονυσίου Καλλιάρχου προς την Πύλη και με εισφορές μεγάλες των Λαρισαίων (40 πουγγιά, δηλ. 18 χιλιάδες γρόσια) εκδόθηκε, στις 26 Φεβρουαρίου 1794, φιρμάνι του Σουλτάνου Σελίμ, που έδινε την άδεια ν’ ανοικοδομηθεί ο ναός. Είναι ενδεικτική του θέματος η ενθύμηση (=σημείωμα), που υπάρχει στην περιήγηση η τοπογραφία της Θετταλίας και Θετταλομαγνησίας του Νικολάου Μάγνητος και έχει ληφθεί από τα χειρόγραφα του Αρχιμανδρίτου Ιακώβου Γυναϊτιδος Βαλβαμά: «1794 Φεβρουαρίου 4 ευγήκε φερμάνι διά την εκκλησίαν της Λαρίσης του Αγίου Αχιλλίου μέσα εις την ΚΠολιν. Και ήλθεν ο Τάταρης μέσα εις την Λάρισαν Φεβρουαρίου 26 ημέρα Δευτέρα και εδιαβάσθη την Πέμπτην εις τας 2 του Μαρτίου». Έτσι ξανακτίστηκε ο ναός. Και μάλιστα σε χρόνο ρεκόρ. Σε 36 ημέρες! Θεμελιώθηκε στις 5 Μαρτίου 1794 και τελείωσε στις 6 Απριλίου (ώρα 9.00 το βράδυ της Μεγ. Παρασκευής). Και το επόμενο βράδυ, του Μεγ. Σαββάτου τελέστηκε εντός του ναού η Λειτουργία της Αναστάσεως προεξάρχοντος του Μητροπολίτου Διονυσίου Καλλιάρχου. Αξίζει να σημειωθεί, πως για να τελειώσει τόσο γρήγορα ο ναός, εργάστηκαν περισσότεροι από διακόσιοι τεχνίτες βοηθούμενοι αφιλοκοκερδώς από όλους τους Λαρισαίους χριστιανούς. Είχε δε ο ναός και παρεκκλήσιο του Αγίου Βησσαρίωνος.

Στις 12 Ιουνίου 1822 οι Τούρκοι μετέτρεψαν το ναό σε οπλοστάσιο και οι Λαρισαίοι εκκλησιάζονταν στο εκκλησάκι της Αγίας Μαρίνας μέχρις ότου τους αποδόθηκε και πάλι ο ναός επί Μητροπολίτου Μελετίου Ε! Τότε μάλιστα ορίστηκε ημέρα εβδομαδιαίας αγοράς η Δευτέρα, αντί της Κυριακής. Έτσι ανανεώθηκε και ισχυροποιήθηκε η από του 1730 απόφαση των Λαρισαίων εμπόρων που όριζε η απόφαση «να φυλάττουν όλας τας Κυριακάς και τας δεσποτικάς εορτάς». Καθιέρωνε δηλαδή την αργία της Κυριακής. Στους μη συμμορφούμενους δε με το συμφωνητικό αυτό, επιβαλλόταν η ποινή να καταβάλλουν στο Ταμείο του ναού του Αγίου Αχιλλίου 50 ασλάνια. Έτσι έγινε πράξη ο λόγος του Απόστολου του σκλαβωμένου Γένους μας Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, για τον οποίο μάλιστα λόγο μαρτύρησε: Να μη γίνονται παζάρια την Κυριακή.

Τον Απρίλιο του 1827 οι Τούρκοι μετέβαλαν πάλι το ναό σε οπλοστάσιο. Αλλά γρήγορα οι χριστιανοί κατόρθωσαν να τους αποδοθεί για τη λατρεία τους, δίνοντας μεγάλες χρηματικές εισφορές στο δικαστή, στους πασάδες και στους μπέηδες.

Όλα αυτά μαρτυρούν την ευσέβεια των Λαρισαίων, οι οποίοι ευλαβούνταν και τιμούσαν ιδιαιτέρως τον Πολιούχο τους Άγιο Αχίλλιο και φρόντιζαν πολύ το ναό του. Και στα χρόνια που υπήρχε ο τάφος με το ιερό λείψανο του Αγίου μέσα του, αλλά και στα κατοπινά. Και διόριζαν ως επιτρόπους του εκπροσώπους των σύντεχνων (γουναράδων, μπακάληδων, ψωμάδων, ραπτάδων και άλλων), όπως συνέβη επί των ημερών του Μητροπολίτου Λαρίσης Μελετίου Ε’.

Το 1965 ανεσκάφη ο δασώδης χώρος πάνω από το ναό από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ. Νικ. Μουτσόπουλο. Στο διακονικό (τμήμα Ιερού Βήματος), σε συνηθισμένο για ιερά λείψανα χώρο, βρέθηκε τάφος ο οποίος, όπως και ο ναός, κατασκευάσθηκε από Έλληνες τεχνίτες, ίσως τους Λαρισαίους αιχμαλώτους. Το απόγευμα της 14 Μαΐου του 1981, με ελικόπτερο του Στρατού επανακομίσθηκαν τα λείψανα του Αγίου στη λαρισαϊκή γη. Τα υποδέχθηκαν στο χώρο του σταδίου ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Σεραφείμ, πολλοί Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Ελλάδος, όλο το ιερατείο της Μητροπόλεως, πλήθος Λαρισαίων και Θεσσαλών προσκυνητών και οι τοπικές αρχές.

Από τότε τα λείψανα του θαυματουργού Αγίου Αχιλλίου βρίσκονται στον ομώνυμο Μητροπολιτικό Ναό της πόλεως της Λάρισας και η μνήμη του γιορτάζεται με τη μεγαλύτερη επισημότητα κάθε χρόνο στις 15 Μαΐου.

Ἀπολυτίκιον - Ἦχος δ’ - Ταχὺ προκατάλαβε.

Λαρίσης σε πρόεδρον, καὶ πολιοῦχον λαμπρόν, ἡ χάρις ἀνέδειξεν, ὡς Ἱεράρχην σοφόν, παμμάκαρ Ἀχίλλιε• σὺ γὰρ τὸ τῆς Τριάδος, ὁμοούσιον κράτος, θαύμασί τε καὶ λόγοις, κατετράνωσας κόσμῳ. Ἣν Πάτερ ἐξευμενίζου, τοῖς σὲ γεραίρουσι.

Αναδημοσίευση κειμένου από: papaioannou.wordpress.com
Περισσότερα...

Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Η Ζωοδόχος Πηγή


Η εορτή της Ζωοδόχου Πηγής που γιορτάζουμε την Παρασκευή της Διακαινησίμου είναι γιορτή της Παναγίας μας. Γράφει το συναξάρι της ημέρας: «Την Παρασκευή της Διακαινησίμου εορτάζουμε τα εγκαίνια του ναού της Υπεραγίας Δεσποίνης ημών και Θεομήτορος, της Ζωηφόρου Πηγής· ακόμη ενθυμούμαστε και τα υπερφυή θαύματα που έγιναν στον Ναό αυτό από την Μητέρα του Θεού».




Η Παναγία ονομάζεται Ζωοδόχος Πηγή, αφού γέννησε την Ζωή, που είναι ο Χριστός. Για πρώτη φορά το επίθετο Ζωοδόχος Πηγή το έδωσε στην Παναγία ο Ιωσήφ ο Υμνογράφος τον 9ο αιώνα, συνθέτοντας έναν ύμνο του προς την Παναγία.

Η γιορτή, όπως προαναφέρθηκε, αναφέρεται στα εγκαίνια του Ιερού Ναού της Παναγίας, γνωστού ως «Η Ζωοδόχος Πηγή στο Μπαλουκλί», έξω από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, όπου υπήρχε πηγή αγιάσματος που επιτελούσε και επιτελεί πολλά θαύματα.

Ο Ιερός Ναός της Ζωοδόχου Πηγής στην Πόλη ανεγέρθηκε κατ’ αρχάς από τον αυτοκράτορα Λέοντα τον Θράκα, που ήταν χρηστός και επιεικής, και πριν ακόμη γίνει αυτοκράτορας ως απλός στρατιώτης συνάντησε έναν τυφλό έξω από την Χρυσή Πύλη της Κωνσταντινούπολης. Ο τυφλός του ζήτησε νερό να πιεί και ο Λέων αναζήτησε την πηγή του νερού στην περιοχή, η οποία ήταν κατάφυτη από δένδρα, αλλά δεν μπόρεσε να την ανακαλύψει. Λυπήθηκε πολύ που δεν βρήκε νερό να δώση στον τυφλό. Άκουσε τότε φωνή να του λέγει: «Βασιλιά Λέοντα» – δηλαδή τον απεκάλεσε βασιλιά, ενώ ακόμη ήταν στρατιώτης, κάτι που επαληθεύθηκε – «…να εισέλθεις βαθύτερα στο δάσος, και αφού λάβεις με τις χούφτες σου το θολερό αυτό νερό, να ξεδιψάσεις τον τυφλό και να πλύνεις τα μάτια του, και τότε θα γνωρίσεις ποιά είμαι εγώ που κατοικώ στο μέρος αυτό». Ο Λέων έκανε αμέσως όπως τον διέταξε η φωνή και ο τυφλός είδε το φως του. Η φωνή εκείνη ήταν της Παναγίας.

Και ο Λέων, όταν έγινε αυτοκράτορας, με ευγνωμοσύνη και φιλότιμο έκτισε στο μέρος εκείνο του αγιάσματος Ιερό Ναό προς τιμήν της Παναγίας, της Ζωοδόχου Πηγής. Όταν κατέρρευσε ο Ιερός αυτός Ναός από τον χρόνο, άλλοι αυτοκράτορες – ο Ιουστινιανός, ο Βασίλειος ο Μακεδών – ανέλαβαν και έκτισαν εκ νέου τον Ναό, πιο μεγαλοπρεπή από τον παλαιότερο.

Μία δεύτερη παράδοση αναφέρει ότι τον πρώτο Ναό τον έκτισε ο Ιουστινιανός, βλέποντας εκεί που κυνηγούσε σε όραμα ένα μικρό παρεκκλήσι και έναν Ιερέα μπροστά σε μια πηγή, λέγοντάς του ότι είναι η πηγή των θαυμάτων. Στον τόπο εκείνο έκτισε μοναστήρι με τα υλικά που περίσσεψαν από την Αγία Σοφία.

Ο Ναός αυτός στην Βασιλεύουσα κατέρρευσε τον 15ο αιώνα. Σύμφωνα με μαρτυρίες το 1547 ο Ναός δεν υπήρχε πια. Υπήρχε μόνον το αγίασμα. Το 1833 ο Πατριάρχης Κωνστάντιος Α με άδεια του Σουλτάνου ξαναέκτισε τον Ναό πάνω στα ερείπια του παλαιού. Έτσι, στις 2 Φεβρουαρίου του 1835, ο Πατριάρχης Κωνστάντιος, με 12 ακόμη Αρχιερείς εγκαινίασαν τον νέο Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, στο Μπαλουκλί. Μπαλουκλί σημαίνει τόπος με ψάρια, αφού στην δεξαμενή της Πηγής υπάρχουν ψάρια.

Στον ναό αυτό επιτελούνταν πολλά θαύματα και μάλιστα και σε οικογένειες ευγενών της αυτοκρατορίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό της λύσεως της στειρώσεως της αυτοκράτειρας Ζωής, η οποία μετά από θαύμα της Ζωοδόχου Πηγής γέννησε τον Κωνσταντίνο τον Πορφυρογέννητο, που έγινε αυτοκράτορας του Βυζαντίου. Στον ναό αυτό θεραπεύθηκαν επίσης οι αυτοκράτορες Ιουστινιανός, Λέοντας ο Σοφός, Ρωμανός Λεκαπηνός, ο Ανδρόνικος Γ, ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Στέφανος, ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων Ιωάννης, πολλές βασίλισσες και πολλοί ανώτατοι αξιωματούχοι της αυτοκρατορίας, αλλά και κληρικοί και μοναχοί και πολλοί απλοί Χριστιανοί. Τον 14ο αιώνα ο Νικηφόρος Κάλλιστος γράφοντας για το αγίασμα της Πηγής, παραθέτει έναν κατάλογο 63 θαυμάτων.

Η εικόνα της Παναγίας της Ζωοδόχου Πηγής παρουσιάζει την Παναγία μέσα σε ένα συντριβάνι από το οποίο χύνεται άφθονο νερό, να βαστάει στην αγκαλιά της τον Χριστό που ευλογεί. Δύο άγγελοι την στεφανώνουν κρατώντας ειλητάριο που γράφει: «Χαίρε ότι υπάρχεις βασιλέως καθέδρα, χαίρε ότι βαστάζεις τον Βαστάζοντα πάντα». Γύρω από το συντριβάνι εικονίζονται ο αυτοκράτορας και πολλοί ασθενείς με ποικίλες ασθένειες. Δέχονται το αγίασμα με το οποίο τους ραντίζουν οι υγιείς. Στην άκρη ζωγραφίζεται μια δεξαμενή με ψάρια, αφού όπως είπαμε Μπαλουκλί σημαίνει τόπος ψαριών.

Η ευλάβεια και η αγάπη του λαού της Κωνσταντινούπολης προς την Ζωοδόχο Πηγή μεταδόθηκε σε όλους τους Ορθοδόξους και έτσι σε πολλά μέρη, όπως και εδώ στην Ναύπακτο, και απέναντι στο Αίγιο, την Παναγία την Τρυπητή, ανηγέρθησαν Ναοί προς την τιμή της Παναγίας, της Ζωοδόχου Πηγής, όπου και εκεί επιτελούνται θαύματα, που στηρίζουν τους ανθρώπους στην καθημερινή τους ζωή και στην πίστη τους στον Θεό.

Αναδημοσίευση κειμένου από: blogs.sch.gr/kantonopou
Περισσότερα...