τ. Διευθυντοῦ τῆς Αποστολικῆς Διακονίας.
Ὁ προφήτης Ἠλίας, αν και συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:
Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ.
Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους: Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον• κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).
Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία.
Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224).
Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις• μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει. Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.
Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους. Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Ἰσαάκ καί τοῦ Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).
Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν: Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).
Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας.
Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ. Ἡ Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).
Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ.
Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου. Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.
Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε.
Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου• μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».
Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του• οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.
Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτου Ἠλία στόν οὐρανό.
Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:
Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω. Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.
Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες. Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες• ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).
Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν Ἐλισαῖο (στίχ. 15).
Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).
Ἐπίλογος
Αὐτός εἶναι ὁ βίος καί ἡ πολίτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τοῦ «ζηλωτοῦ καί τῶν παθῶν αὐτοκράτορος», τοῦ ὑψιπέτου καί «τῶν προφητῶν τό ἐγκαλλώπισμα», τοῦ «ἐν σώματι ἀγγέλου καί τοῦ ἀσάρκου ἀνθρώπου», «τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου» πού «ἀφθαρσίαν ἐνδέδυται», τοῦ οὐρανοδρόμου, «τοῦ ἐπόπτου ἀρρήτων μυστηρίων».
Καί τίς μεσιτεῖες του ἄς ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους οἱ πιστοί, κράζοντες μαζί μέ τόν ὑμνωδό του:
Προφῆτα καί προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τά ὑδατόρρητα νέφη, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, πρός τόν μόνον Φιλάνθρωπον.
Ἀπολυτίκιον τοῦ Προφήτου Ἠλία
Ἦχος δ' - Ταχύ προκατάλαβε
Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς
παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα.