Τρίτη 29 Ιουλίου 2014

Άγιος Παντελεήμων


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στον Βίο του Αγίου και Ιαματικού Παντελεήμονος, μέσα από ένα κείμενο των εκδόσεων του Ορθοδόξου ιδρύματος, "Ο Άγιος Βαρνάβας".

Μέσα εις το νέφος των μαρτύρων και αγίων της πίστεώς μας, οι οποίοι έδωσαν την ζωήν των δια την αγάπην των προς τον Χριστόν, περιλαμβάνεται και η μορφή του Αγίου Παντελεήμονος.



Νέος, γεμάτος σφρίγος και παλμόν, δύναμιν και θάρρος, εμαρτύρησε δια την Ορθόδοξον Πίστιν του. Με αποφασιστικότητα διεκήρυξε και διελάλησε την αλήθειαν της πίστεώς του εις όλους, όσοι κατά την εποχήν εκείνην ευρίσκοντο εις το βασίλειον του σκότους και του ψεύδους, της ειδωλολατρίας.

Ηρνήθη να θυσιάση εις τα άψυχα και αναίσθητα είδωλα και παρ' όλας τας κολακείας του βασιλέως Μαξιμιανού έμεινεν ακλόνητος και επροτίμησε να θυσιασθή και να καταστή έτσι κληρονόμος της ουρανίου Βασιλείας. Είλκυσεν εις τον Χριστόν και την πίστιν του όσους είχαν πραγματικόν πόθον και δίψαν να γνωρίσουν τον αληθινόν Θεόν.

Ο Άγιος αυτός έζησε κατά τους χρόνους του βασιλέως Μαξιμιανού, ήτοι περί το 304. Κατήγετο από την πόλιν Νικομήδειαν. Ο πατέρας του Ευστόργιος ήτο ειδωλολάτρης. Η μητέρα του ωνομάζετο Ευβούλη, και ήτο χριστιανή. Όσην περιποίησιν έκανε ο πατέρας προς τα είδωλα, τόσην προθυμίαν και αγάπην προς την ορθόδοξον πίστιν εδείκνυε η μητέρα του, που με στοργή και αγάπην ανέτρεψε τον υιόν των Παντολέοντα (έτσι τον είχαν ονομάσει). Του έδινε όχι μόνον υλικήν τροφήν, αλλά και πνευματικήν. Όμως απέθανε ενωρίς η ευτυχισμένη Ευβούλη.

Ο Παντολέων αφού έμαθε τα πρώτα γράμματα, εμορφώθη και εις τα Ελληνικά. Αργότερον, αφού έμαθε αρκετά και επροχώρησεν, ο πατέρας του τον έστειλε να μαθητεύση εις τον ξακουστόν ιατρόν Ευφρόσυνον. Πράγματι ο νέος, ευφυής καθώς ήτο, εξεπέρασε τους υπολοίπους συμμαθητάς του εις την επίδοσιν, μέσα εις σύντομον χρονικόν διάστημα.

Ήτο πολύ ωραίος εις την όψιν. Εις την ομιλίαν γλυκύς και εις το παράστημα μέτριος και ταπεινός. Ήτο στολισμένος με τας αρετάς, και είχε τόσον καλήν διαγωγήν που διεκρίνετο εις τας συναναστροφάς του από τους συνομηλίκους του. Όλοι όσοι τον επλησίαζαν ευχαριστούντο και έχαιραν διότι απεκόμιζαν πολλάς ωφελείας.

Ένεκα των αρετών του ο Παντολέων έγινε ξακουστός και φημισμένος εις ολόκληρον την Νικομήδειαν.

Αλλά και αυτός ο βασιλεύς, όταν κάποια ημέρα επήγε με τον πατέρα του Ευστόργιον εις το παλάτι και τον είδε, ήρωτησε και έμαθε δια τας αρετάς του Παντολέοντος. Όταν είδε την ορθήν του σκέψιν και τον καλόν του χαρακτήρα, εκάλεσε τον Ευστόργιον και τον παροτρύνε να σπουδάση τον υιόν του όσον το δυνατόν περισσότερον, ούτως ώστε να τον κάνη τέλειον ιατρόν, και εν συνεχεία να τον τοποθέτηση μέσα εις το παλάτι του.

Βαπτίζεται Χριστιανός

Ο Άγιος Ερμόλαος ήτο ιερεύς της εκκλησίας της Νικομήδειας την εποχήν εκείνην. Όμως ήτο κρυμμένος εις μίαν οικίαν μαζί με άλλους Χριστιανούς, επειδή εφοβούντο τον βασιλέα.

Καθώς λοιπόν έβλεπε τον νέον, που επερνούσε από την οικίαν καθημερινώς δια να πάη εις τον διδάσκαλόν του, διεπίστωσε και αντελήφθη ότι ο νέος αυτός έχει σεμνότητα και ήθος και εξ αυτών έκρινε ότι και η ψυχική του κατάστασις θα ήτο αγαθή, όπως η αγαθή και καρποφόρος εκείνη γη που αναφέρει το Ευαγγέλιον.

Ενώ εσκέπτετο ο Ερμόλαος αυτά, ηθέλησε να δοκιμάση και να σαγήνευση τον Παντολέοντα και αφού ήνοιξε την θύραν της οικίας, τον εφώναξε δια να του ειπή κάτι. Ο Παντολέων εισήλθεν εις την οικίαν και ο Άγιος τότε τον ηρώτησε περί της καταγωγής του και περί του αντικειμένου της λατρείας των (δηλ. σε τι πιστεύουν). Ο νέος απήντησεν εις την ερώτησιν με όλην την αλήθειαν, ότι δηλαδή η μητέρα του ήτο Χριστιανή και ο πατέρας του Ειδωλολάτρης. Ο Ερμόλαος και πάλιν τον ηρώτησε λέγων: «Εσύ, παιδί μου, ποίαν θρησκείαν αγαπάς περισσότερον;» Και ο νέος απήντησεν ως εξής: «Όταν εζούσεν η μητέρα μου, με συνεβούλευε καθημερινώς να γίνω χριστιανός. Και εγώ αυτό εποθούσα να γίνω. Η μητέρα μου απέθανε, και έμεινα μόνος με τον πατέρα μου, ο οποίος με αναγκάζει να τον ακολουθώ εις την θρησκείαν και σκοπεύει να μου προσφέρη εις ένδειξιν τιμής θέσιν εις το παλάτι» Τον ξαναρωτά ο Ερμόλαος: «Ποίαν επιστήμην ακολουθείς, παιδί μου;» Και ο Παντολέων απεκρίθη λέγων: «Την Ιατρικήν, σεβαστέ γέροντα, ακολουθώ. Αυτήν που εδίδαξεν ο Ασκληπιός, ο Ιπποκράτης, ο Γαληνός και άλλοι σοφοί. Απ' όλα τα επαγγέλματα εις τον πατέρα μου, ήρεσε αυτό το επάγγελμα. Αλλά και ο διδάσκαλός μου με επληροφόρησε ότι εάν γίνω τέλειος ιατρός, δεν θα υπάρχη ασθένεια που να μην μπορώ να την θεραπεύσω». Τότε ο Ερμόλαος ευρών την κατάλληλον ευκαιρίαν, είπε προς τον νέον: «Πίστευσέ με, παιδί μου, ότι η επιστήμη του Ασκληπιού, του Γαληνού και των υπολοίπων σοφών που μου ανέφερες, μικρήν βοήθειαν μπορεί να προσφέρη εις αυτούς που την σπουδάζουν. Αλλά και αυτοί οι θεοί που προσκυνεί ο Μαξιμιανός, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ψευδείς μύθοι, που τους πιστεύουν οι ανόητοι. Ένας είναι ο αληθινός Θεός, ο Ιησούς Χριστός, εις τον οποίον εάν πιστεύσης εξ όλης της καρδίας σου, θα ιατρεύσης κάθε νόσον, χωρίς τα ιατρικά βότανα, με μόνην την Χάριν και δύναμιν Εκείνου. Ο Χριστός εφώτισε πολλούς τυφλούς, ανέστησε νεκρούς, εκαθάρισε λεπρούς, εθεράπευσε δαιμονιζομένους και αιμορροούντας, ιάτρευσε δυσθεραπεύτους ασθενείας και έκανε αμέτρητα θαύματα. Αλλά και σήμερον ο Χριστός ευρίσκεται μεταξύ των πιστών δούλων Του, και τους βοηθεί να τελούν έργα που προκαλούν κατάπληξιν και δέος. Και τους πιστούς Του αυτούς τους καθιστά κληρονόμους της ουρανίου βασιλείας Του».

Μόλις ήκουσε αυτά ο Παντολέων, ένοιωσε μεγάλην χαράν. Η καρδιά του εγέμισε ευφροσύνην και διεπίστωσεν, ότι όλα όσα τον έλεγεν ο ιερεύς ήσαν αληθή και δίκαια. Και απήντησεν ως εξής: «Άγιε γέροντα, όσα μου είπες τα ήκουσα και από την μητέρα μου πολλές φορές. Την έβλεπα να προσεύχεται και να επικαλήται τον Θεόν, που και εσύ κηρύττεις. Τον παρακαλούσε θερμώς να μας φωτίζη και να μας βοηθή».

Αφού ηυχαρίστησε ο Παντολέων, δια την διαφώτισιν και συμβουλήν τον Ερμόλαον έφυγε συνεχίσας τον δρόμον του. Όμως εντυπωσιάσθη από τους λόγους του Ερμολάου και δι' αυτό πολλές φορές ήρχετο και ήκουε την διδασκαλίαν του. Τοιουτοτρόπως η πίστις του εις τόν Χριστόν ολίγον κατ' ολίγον ηύξανε.

Μίαν ήμέραν ένω επέστρεφε από τόν διδάσκαλόν του, εύρεν εις τον δρόμον ένα παιδί που το εδάγκωσε φαρμακερό φίδι. Το παιδί απέθανε και η έχιδνα που το εδάγκωσε έστεκε πλησίον του. Ο Παντολέων μόλις είδε το συμβάν, ενεθυμήθη τους λόγους του Ερμολάου. Εσκέφθη λοιπόν ως εξής: «εάν ο Χριστός εκπλήρωση την απαίτησί μου ν' αναστηθή το παιδί, και να θανατωθή το φίδι δεν χρειάζομαι άλλην διαπίστωσιν ούτε άλλην απόδειξιν των όσων με εδίδαξεν ο σεβάσμιος γέρων. Μάλιστα θα γίνω αμέσως Χριστιανός». Αφού έκαμε προσευχήν, το παιδί την ίδια ώρα ανεστήθη σαν να είχε ξυπνήσει από βαθύν ύπνον. Η έχιδνα έγινε κομμάτια και εχάθη. Τότε ο Παντολέων εξ όλης της ψυχής και καρδίας του επίστευσεν εις τον Χριστόν. Και αφού έστρεψε τα μάτια του προς τον ουρανόν με πολλήν χαράν ευχαρίστησε και εδόξασε τον Κύριον, που τον ελύτρωσε από την πλάνην και από το σκοτάδι των ειδώλων, και τον ωδήγησεν εις την επίγνωσιν της αληθείας. Έπειτα τρέχων, επήγεν εις τον Ερμόλαον και του ανέφερε το γεγονός και με μεγάλην χαράν του εζήτησε να τον καταστήση τέλειον Χριστιανόν δια του Αγίου Βαπτίσματος. Ο Ερμόλαος με χαράν εδέχθη να τον βάπτιση, επειδή εγνώριζεν ότι το μύρον του Αγ. Πνεύματος θα το έβαζε εις εκλεκτόν σώμα. Αφού τον εβάπτισε τον εκοινώνησε του Δεσποτικού σώματος και αίματος και τον εδίδαξε περί των μυστηρίων της αληθούς μας πίστεως.

Πλησίον του Αγίου γέροντος έμεινεν επτά ημέρας πληρούμενος χαράς και τρεφόμενος με εκείνα τα μελίρρυτα λόγια. Την ογδόην ημέραν έφυγε και επήγε εις την οικίαν του.

Από τότε «φρόντιζε με κάθε τρόπον να επιστρέψη τον πατέρα του εις την αληθινήν πίστιν. Δια τούτο μίαν ημέραν του είπε: «Διατί πατέρα, όσα είδωλα κατεσκευάσθησαν όρθια δεν εκάθησαν ποτέ, και όσα πάλιν κατεσκευάσθησαν καθήμενα ποτέ δεν εσηκώθησαν;». Ο Ευστόργιος δεν ημπόρεσε ν' απάντηση εις τον υιόν του και μάλιστα ήρχισε ολίγον κατ' ολίγον να ψυχραίνεται η ευλάβειά του προς αυτά, και δεν εθυσίαζε εις αυτά συχνά, όπως πριν.

Ο Παντολέων ευχαριστούσε τον Θεόν, διότι έβλεπε και διεπίστωνε την αλλαγήν του πατρός του και παρακαλούσε ασταμάτητα τον θεόν να τον φωτίση και να τον λύτρωση από την πλάνην και την αγνωσίαν το συντομώτερον. Εσκέπτετο να συντρίψη τα είδωλα που ευρίσκοντο εις την οικίαν του, αλλ' όμως δεν ήθελε να λυπήση τον πατέρα του και δεν το έκαμε. Εσκέφθη ότι θα ήτο καλύτερον ο πατέρας του με τα λόγια να πιστέψη εις τον Χριστόν και αφού τον έπειθε, ο ίδιος ο πατέρας του θα συνέτριβε τα είδωλα. «Όπερ και έγινε. Ο Θεός ήκουσε την προσευχήν του δούλου Του και οικονόμησε τα πράγματα με κατάλληλον τρόπον, ώστε να φέρη εις την ευσέβειαν με ένα θαύμα τον Ευστόργιον.

Θεραπεύει τον τυφλόν

Εις την οικίαν του Ευστοργίου έφεραν ένα τυφλόν. Αφού εκτύπησαν την θύραν οι συγγενείς του τυφλού ηρώτησαν εάν ήτο μέσα ο ιατρός Παντολέων. Μόλις ήκουσε αυτός ότι τον εκάλεσαν, εβγήκε με τον πατέρα του έξω και ηρώτησαν τον τυφλόν τι εζητούσε. Εκείνος τους είπε:«Άριστε ιατρέ, επιθυμώ σφοδρώς το φως μου, διότι δεν υπάρχει εις τους ανθρώπους γλυκύτερον πράγμα. Σε παρακαλώ να λυπηθής την ταλαιπωρίαν και την συμφοράν μου και να με ελεήσης τον άθλιον. Διότι πολλοί ιατροί υπεσχέθησαν να με θεραπεύσουν, αλλά δεν ημπόρεσαν. Έχω μάλιστα εξοδεύσει όλην την περιουσίαν μου εις φάρμακα χωρίς να ιδώ καμμίαν απολύτως ωφέλειαν. Μάλιστα διεπίστωσα ότι και το ολίγον φως που είχα, το έχασα, και έμεινα όχι μόνον τυφλός αλλά και φτωχός ο άθλιος».

Ο Παντολέων του είπε τότε: «Επειδή εξώδευσες όλην την περιουσίαν σου εις τους άλλους ιατρούς και δεν είδες ωφέλειαν, εάν εγώ σε θεραπεύσω τί θα μου δώσης;» Και ο τυφλός απεκρίθη: «Σου χαρίζω μετά χαράς και προθύμως ό,τι μου απέμεινε από την περιουσίαν». Τότε του είπε: «Τους μεν οφθαλμούς σου θα θεραπεύση ο αληθής Θεός, δια μέσου μου, την δε αμοιβήν που μου υπεσχέθης θέλω να την διαμοίρασης εις τους πτωχούς». Ο Παντολέων βεβαίως εμίλησε έτσι επειδή ήλπιζε εις την Χάριν και την δύναμιν του Χριστού. Ο πατήρ του όμως, επειδή ενόμισε ότι θα τον θεραπεύση με τα βότανα της ιατρικής επιστήμης, τον ημπόδισε λέγων. «Αγαπημένε μου υιέ, μην επιχειρής κάτι ανώτερον από την δύναμίν σου, μήπως και ντροπιασθής αν αποτύχης. Τί άλλο μπορείς εσύ να προσφέρης ή επιτύχης περισσότερον από τους υπολοίπους ιατρούς πού δεν κατώρθωσαν να τον θεραπεύσουν;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ουδείς άλλος δύναται να τον θεραπεύση, πατέρα, όπως εγώ, επειδή από τον διδάσκαλόν μου μέχρις αυτούς τους ιατρούς υπάρχει μεγάλη διαφορά». Ο πατέρας του επειδή ενόμισε ότι ωμιλούσε περί του διδασκάλου του Ευφροσύνου του είπε πάλιν: «Μα εγώ, παιδί μου, ήκουσα πως αυτόν τον τυφλόν τον επήγαν και εις τον διδάσκαλόν σου και τίποτα δεν κατώρθωσε να επιτύχη». Ο Παντολέων είπε προς τον πατέρα του: «Πρόσεχε πατέρα να διαπίστωσης ολοφάνερα την άλήθειάν μου». Και μόλις ετελείωσε τα λόγια του αυτά, άπλωσε το δεξιό του χέρι και έκανε το σημείον του Σταυρού εις τα μάτια του τυφλού, επικαλούμενος συγχρόνως και το γλυκύτατον όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού. Και, ω του θαύματος!, αμέσως ήνοιξαν τα μάτια του τυφλού, και ανέβλεψαν και τα μάτια του σώματός του και της ψυχής του, διότι ήτο ειδωλολάτρης. Μόλις λοιπόν είδε το θαύμα που του έγινε με την επίκλησιν του ονόματος του Χριστού, αμέσως επίστευσεν. Και όχι μόνον ο πρώην τυφλός επίστευσεν, αλλά και ο πατέρας του Παντολέοντος, και μεγαλοφώνως διεκήρυξαν τον Χριστόν Θεόν αληθέστατον. Ο Άγιος Παντολέων εχάρη δοξάζων τον Κύριον και τους επήγε εις τον Άγιον Ερμόλαον, ο οποίος και τους εβάπτισε.

Ο Ευστόργιος μόλις επέστρεψεν εις την οικίαν του συνέτριψε όλα τα είδωλα. Ύστερα απ' ολίγον καιρόν, αφού έζησε εν μετανοία, απεδήμησε προς Κύριον.

Ο Παντολέων εμοίρασε όλην την περιουσίαν του, εις τους πτωχούς και τους φυλακισμένους. Ηλευθέρωσε τους δούλους του, εφρόντισε δια τους αδυνάτους και ασθενείς και όχι μόνον τους ιάτρευε από κάθε ασθένειαν, αλλά τους έδινε και αρκετά χρήματα δια να ζήσουν.

Εξ αιτίας των ευεργεσιών του αυτών, η φήμη του και το όνομά του διεδόθη παντού. Όσοι είχαν ασθενείς εζητούσαν, εκαλούσαν και επροτιμούσαν απ' όλους τους ιατρούς τον Παντολέοντα. Αυτός αφού τους εθεράπευε, δεν εζητούσε πληρωμήν παρά μόνον τους εκαλούσε να ομολογήσουν τον Χριστόν τον μόνον αληθή θεραπευτήν των σωματικών και των ψυχικών πόνων. Έτσι όσοι επίστευαν εις τον Χριστόν εθεραπεύοντο διπλά, λαμβάνοντες την σωτηρίαν της ψυχής και την υγείαν του σώματος.

Φθονούν και συκοφαντούν τόν Άγιον εις τον βασιλέα

Οι ιατροί της πόλεως, όταν είδαν ότι ο Παντολέων τελεί τόσα αξιοθαύμαστα πράγματα, τον εφθόνησαν.

Μίαν ημέραν ενώ εκάθοντο εις την αγοράν, είδαν τον πρώην τυφλόν που επερνούσε από εκεί. Μόλις λοιπόν τον είδαν υγιή εσυγχύσθησαν και έλεγαν μεταξύ των: «Μα δεν είναι αυτός που δοκιμάσαμε με πολλούς τρόπους να τον θεραπεύσωμεν και τίποτα δεν επετύχαμεν;» Και τον ηρώτησαν, και έμαθαν ότι τον εθεράπευσε ο Παντολέων. Και εθαύμασαν λέγοντες: «Όπως είναι ο διδάσκαλος σπουδαίος, έτσι ανέδειξε και τον μαθητήν του αξιοθαύμαστον». Πλην όμως από τότε εφθόνησαν περισσότερον τον Άγιον και εζητούσαν αιτίαν να τον συκοφαντήσουν εις τον βασιλέα.

Ευρήκαν λοιπόν ένα χριστιανόν ομολογητήν που ετιμώρησε ο ασεβής Μαξιμιανός, εξ αιτίας της πίστεώς του, και τον οποίον περιέθαλπε και εφρόντιζεν ο Παντολέων. Έτρεξαν λοιπόν χωρίς χρονοτριβήν και είπαν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, γνώριζε ότι ο Παντολέων, τον οποίον αγαπάς τόσον και έχει σπουδάσει, ώστε να γίνη τέλειος ιατρός, δια να τον έχης δια βοήθειαν εις καιρόν ανάγκης, τώρα ούτε την μεγάλην δύναμιν και εξουσίαν της βασιλείας σου φοβείται, ούτε τον ενδιαφέρει η φιλία και η αγάπη της βασιλείας σου. Περιέρχεται και ευρίσκει και θεραπεύει αυτούς που τιμωρεί τόσον δικαιολογημένα η βασιλεία σου και που είναι εχθροί των θεών σου. Αλλά δεν αρκεί μόνον ότι ηρνήθη την πατρικήν του θρησκείαν, και πιστεύει εις τον Εσταυρωμένον, αλλά διδάσκει και άλλους Έλληνας, όσους μπορεί, δια να τους κάνη χριστιανούς. Εμείς λοιπόν οι δούλοι σου, ως πιστοί που είμεθα της βασιλείας σου, σου προτείνομε να τον βγάλης από το μέσον το συντομώτερον. Διότι ύστερα θα λυπηθής όταν ιδής τους έλληνας (ειδωλολάτρας) ν' αρνούνται τους θεούς, και να γίνωνται χριστιανοί με τας ευεργεσίας του, και μάλιστα τας θεραπείας του Ασκληπιού να διαδίδουν ότι τας τελεί ο Χριστός. Αν θέλης να μάθης την αλήθειαν των όσων είπαμε, πρόσταξε να έλθη εδώ ο τυφλός που ιάτρευσε ο Παντολέων να τ' ακούσης και από τον ίδιον».

Ο βασιλεύς μόλις ήκουσε αυτάς τας πληροφορίας ελυπήθη και διέταξε να του παρουσιάσουν τον πρώην τυφλόν. Πράγματι ωδηγήθη ενώπιόν του, και ο βασιλεύς τον ηρώτησε με ποίον τρόπον τον εθεράπευσε ο Παντολέων και εκείνος ωμολόγησε την αλήθειαν χωρίς φόβον ή δειλίαν λέγων: «Με το όνομα του Χριστού με ιάτρευσεν και το εκπληκτικώτερον είναι ότι προτού τελείωση τους λόγους του, τα μάτια μου ήνοιξαν και έτσι κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθή ότι μ' εθεράπευσε με την ιατρικήν επιστήμην». Ο βασιλεύς τότε του είπε: «Εσύ λοιπόν τί παραδέχεσαι δι' αυτό το θέμα. Ο Χριστός σ' εθεράπευσε ή οι θεοί;» Και εκείνος απεκρίθη: «Ας εξετάσωμεν την υπόθεσιν καλώς και θ' αποδειχθή η αλήθεια. Βλέπεις τους ιατρούς αυτούς που προσεπάθησαν να με ιατρεύσουν; Όμως παρ' όλον ότι ευηργετήθησαν από εμέ, και εξώδευσα όλην μου την περιουσίαν εις τα φάρμακα, τίποτα δεν με ωφέλησαν, μάλλον μ' έβλαψαν, διότι μου αφήρεσαν και το ολίγον φως που είχα. Ποίον λοιπόν πρέπει να ονομάσω ιατρόν και βοηθόν μου; Τον Ασκληπιόν που επικαλούνται εις βοήθειαν αυτοί εδώ οι ιατροί και τίποτα δεν μου προσέφεραν ή τον Χριστόν που με τ' όνομά του μόνον ο Παντολέων μου εχάρισε το φως που λαχταρούσα; Την απάντησιν, βασιλεύ, την ξέρει και ένας τυφλός και αγράμματος». Ο βασιλεύς μη γνωρίζων τι ν' αποκριθή εις τον πρώην τυφλόν είπεν: «Μήπως είσαι ανόητος άνθρωπε; Ούτε καν ν' αναφέρης ότι ο Χριστός σε ιάτρευσε. Οι θεοί σου έδωσαν το φως και αυτό είναι ολοφάνερον». Τότε ο άλλοτε τυφλός, φωτισμένος εις την ψυχήν περισσότερον παρά εις το σώμα δεν εφοβήθη την βασιλικήν εξουσίαν ούτε τον θυμόν του βασιλέως. Εσκέφθη ότι θα ετιμωρείτο, αλλά με μεγάλο θάρρος είπε προς τον βασιλέα: «Συ βασιλεύ είσαι ανόητος που ισχυρίζεσαι ότι οι ψεύτικοι και αναίσθητοι θεοί σου μου έδωσαν το φως. Είσαι τόσον πολύ τυφλός όπως και αυτοί εδώ και δεν ημπορείς να διακρίνης την αλήθειαν που λάμπει περισσότερον από τον ήλιον».

Ο τύραννος βασιλεύς όταν ήκουσε αυτά εβεβαιώθη ότι όσα του είπαν οι ιατροί ήσαν αληθή. Αμέσως διέταξε και απεκεφάλισαν τον ευτυχή, άλλοτε τυφλόν που ήτο φίλος του Χριστού, συνήγορος της αληθείας, μάρτυς αψευδής, ο οποίος εθυσιάσθη δια τον Χριστόν που τον εθεράπευσε και εμαρτύρησε δια την αγάπην Του.

Ο Άγιος ηγόρασε μυστικώς το τίμιον λείψανόν του και το ενεταφίασε εκεί όπου έθαψε τον πατέρα του.

Μαρτύριον και θαύματα του Αγίου

Ο βασιλεύς ειδοποίησε τον Παντολέοντα να πάη να τον συνάντηση. Ο Άγιος ενώ επήγαινε προς αυτόν προσηύχετο λέγων: «Ο Θεός την αίνεσίν μου μη παρασιώπησης» και την συνέχειαν του ψαλμού. Όταν έφθασεν εις το παλάτι και παρουσιάσθη ενώπιον του βασιλέως, του είπε ο βασιλεύς: «Ήκουσα μερικά λόγια για σένα, Παντολέον, επιβαρυντικά. Δηλαδή ότι υβρίζεις, και περιφρονείς τον Ασκληπιόν και τους άλλους θεούς. Ήκουσα ότι πιστεύεις εις τον Χριστόν και ισχυρί­ζεσαι ότι μόνον αυτός είναι αληθινός Θεός και τρέφεις ελπίδα εις αυτόν που εύρε τόσον ατιμωτικόν θάνατον. Γνωρίζεις, Παντολέον, πόσον σε αγαπώ και έδωσα εντολάς εις τον διδάσκαλόν σου να σε διδάξη όσον το δυνατόν καλύτερον την επιστήμην σου δια να σ' εγκαταστήσω εις το παλάτι μου. Βέβαια γνωρίζαμεν ότι πολλοί εξ αιτίας του φθόνου των διαδίδουν και ψέματα. Δι' αυτό και σε προσεκάλεσα να κάμης θυσίαν εις τους θεούς, δια να μάθωμεν την αλήθειαν». Ο Άγιος απεκρίθη: «Τα έργα είναι αξιότερα, ω βασιλεύ, παρά τα λόγια όπως όλοι γνωρίζομεν. Εάν ερευνώμεν και εξετάζωμεν τα μικρά και τόσον ασήμαντα πράγματα εάν είναι αληθινά και γνήσια, πολύ περισσότερον επιβάλλεται να εξετάζωμεν με μεγάλην προσοχήν όσα αφορούν τον Θεόν, δια να μη ζημιωθώμεν. Διότι η ευσέβεια προς τον Θεόν είναι το υψηλότερον όλων των πραγμάτων. Ο Θεός λοιπόν που εγώ προσκυνώ και σέβομαι, εδημιούργησε τον ουρανόν, την θάλασσαν, την γην και όλον τον κόσμον. Αυτός ανέστησε νεκρούς, εφώτισε τυφλούς, εκαθάρισε λεπρούς, εσήκωσε παραλύτους και όλα αυτά τα θαύματα τα έκαμε μόνον με τον λόγον και την διαταγήν.

Οι θεοί που προσκυνούν οι Έλληνες (ειδωλολάτραι) δεν γνωρίζω εάν έκαμαν ποτέ τέτοια έργα ή εάν ημπορούν να κάμουν. Εάν ασφαλώς επιθυμής, βασιλεύ, ας δοκιμάσωμεν τώρα, δια να μάθης την αλήθειαν. Δώσε διαταγήν να φέρουν εδώ ένα ασθενή που να πάσχη από αθεράπευτον ασθένειαν και ας προσέλθουν οι ιερείς σας να παρακαλέσουν τους θεούς των, όσον θέλουν, δια να τον θεραπεύσουν. Έπειτα να παρακαλέσω και εγώ τον Θεόν μου, με τ' όνομα του οποίου θα ιατρευθή ο ασθενής. Αυτόν λοιπόν τον Θεόν πρέπει ν' ονομάζωμεν αληθινόν και τους υπόλοιπους θα τους περι­φρονήσουμε». Οι λόγοι του Παντολέοντος άρεσαν εις τον βασιλέα, και αφού έδωσε εντολήν, έφεραν ένα παράλυτον καθισμένον εις το κρεββάτι του, ο οποίος δεν ημπορούσε να κινηθή καθόλου. Οι ιερείς των ειδώλων έκαμαν την ανοσίαν δέησίν των, επικαλούμενοι επί πολλήν ώραν τους αναίσθητους θεούς των. Αυτοί ως κωφοί και άλαλοι δεν εισήκουσαν. Και ο Άγιος τους εχλεύασε εξ αιτίας της μεγάλης αγνοίας των. Όταν τελικώς διεπίστωσαν ότι δέν ημπόρεσαν να κατορθώσουν τίποτα, είπαν προς τον Άγιον να επικαλεσθή τον Θεόν του. Τότε ο Παντολέων εσήκωσε τα μάτια του και όλην την διάνοιάν του προς τον ουρανόν και είπε. «Κύριε, εισάκουσον της προσευχής μου και η κραυγή μου προς σε ελθέτω. Μη αποστρέψης το πρόσωπόν σου απ' εμού. Εν η αν ημέρα επικαλέσωμαί σε, ταχύ επάκουσόν με. Δείξον Δέσποτα εις αυτούς που δεν σε γνωρίζουν, ότι συ είσαι ο μόνος Θεός ο αληθής και ο παντοδύναμος». Έτσι είπε και αφού έπιασε τα χέρια του παραλύτου είπε: «Εν ονόματι του Χριστού, ο οποίος ανορθώνει τους καταπληγωμένους και κτυπημένους, σήκω και περιπάτει». Τότε αμέσως ο λόγος έγινεν έργον. Και ο ασθενής εσηκώθη και περιεπάτησε με μεγάλην προθυμίαν και αγαλλίασιν. Όταν είδαν οι ειδωλολάτραι το θαύμα αυτό εξεπλάγησαν, και πολλοί ηρνήθησαν τα είδωλα, και επίστευσαν εις τον αληθινόν Θεόν. Οι βδελυροί όμως ιερείς εξηκολούθησαν να παραμένουν άπιστοι. Και αφού προσήλθαν εις τον βασιλέα του είπαν. «Σε ορκίζομεν εις τους αθανάτους θεούς μας να μην αφήσης πλέον τον Παντολέοντα να ζήση ούτε μίαν ώραν, διότι θα εξαφάνιση την θρησκείαν μας και οι χριστιανοί θα γίνουν ισχυροί και θα στραφούν εναντίον μας. «Ο βασιλεύς όταν τους ήκουσε, εκάλεσε πάλιν τον Άγιον και εδοκίμασε να τον παραπλάνηση με κολακευτικά λόγια, μήπως τον πείση και συμφωνήση μαζί του. Αφού τίποτα όμως δεν κατόρθωσε ούτε με τας κολακείας ούτε με τας απειλάς να τον πείση, ήρχισε να τον τιμωρή με διάφορα βασανιστικά μέσα. Κατ' αρχήν τον εκρέμασαν εις ένα ξύλον και τον εξέσχισαν με σιδερένια νύχια. Έπειτα κατέκαυσαν τας πλευράς του, και τα υπόλοιπα ευαίσθητα μέλη του.

Αλλ' ενώ το σώμα του Αγίου και Μάρτυρος με αυτούς τους τρόπους ετιμωρείτο, ο νους του ήτο εστραμμένος προς εκείνον που ημπορούσε να του παράσχη βοήθειαν. Τα μάτια του ήσαν γυρισμένα προς τον ουρανόν και με θερμήν πίστιν προσηύχετο εις τον Κύριον νοερώς. Και ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν του, και έφθασε κατ' εκείνην την στιγμήν μπροστά του με την μορφήν του Ερμολάου και του είπε, καθώς είναι πατήρ γνήσιος και φιλόστοργος: «Μη φοβήσαι, διότι εγώ είμαι μαζί σου, βοηθός σου, εις όσα θα υποφέρης δι' εμέ». Και αμέσως τα χέρια των στρατιωτών παρέλυσαν, αι λαμπάδες εσβήσθησαν, και αι πληγαί του Αγίου εθεραπεύθησαν. Ο βασιλεύς εντροπιάσθη μόλις είδε τα όσα συνέβησαν και αφού διέταξε να τον κατεβάσουν από το ξύλον είπε προς τον Άγιον: «Με ποίαν τέχνην και μαγείαν έκανες τα χέρια των στρατιωτών να παραλύσουν και τας λαμπάδας να σβήσουν;» Και απεκρίθη: «Η τέχνη και η μαγεία μου είναι ο Χριστός που αγαπώ και ο οποίος ευρίσκεται πλησίον μου και τελεί τα θαύματα». Ο Μαξιμιανός τότε του είπε: «Αλλ' εάν σε βάλω σε χειρότερα και σκληρότερα βασανιστήρια τί θα γίνης;» Και ο Άγιος απήντησε: «Τότε θα λάβω και εγώ μεγαλυτέραν βοήθειαν από τον Χριστόν μου».

Διέταξε λοιπόν ο Μαξιμιανός και εγέμισαν με μολύβι ένα δοχείον μεγάλο και αφού το έβρασαν πολύ έβαλαν μέσα τον Άγιον. Και πάλιν προσηύχετο και επεκαλείτο την βοήθειαν του Κυρίου λέγων. «Εισάκουσον ο Θεός της φωνής μου. Εν τω δέεσθαί με προς σε από φόβου εχθρού εξελού την ψυχήν μου» και εσυνέχιζε τον ψαλμόν.

Και πάλιν παρουσιάσθη ο Κύριος με την μορφήν του Ερμολάου και εισήλθε εις το μεγάλο δοχείον και αμέσως η φωτιά που το έβραζε έσβησε και ο μόλυβδος εκρύωσε. Ο Άγιος συνέχισε να ψάλλη το «Εγώ προς Θεόν εκέκραξα και εισήκουσέ μου».

Όσοι ευρέθησαν εκεί εξεπλάγησαν και απόρησαν δια το παράξενον γεγονός.

Ο βασιλεύς πωρωμένος και αναίσθητος καθώς ήτο, δεν αντελήφθη ότι τα θαύματα αυτά ετελούντο από τον ισχυρόν και αληθινόν Θεόν. Αλλά τα εθεωρούσε ως μαντικάς επιτυχίας. Εσυλλογίζετο λοιπόν με ποίον άλλο βασανιστήριον θα ημπορούσε να καταβάλη τον αήττητον Μάρτυρα. Αφού μάλιστα συνεβουλεύθη τους άρχοντάς του, διέταξε να δέσουν εις τον λαιμόν του Αγίου ένα μεγάλο λίθον και να τον ρίψουν εις την θάλασσαν. Οι στρατιώται έτρεξαν να εκτελέσουν την διαταγήν. Και ο Θεός πάλιν εφρόντισε να διαφύλαξη και βοηθήση τον δούλον Του που εκινδύνευε χάριν Αυτού. Μόλις τον έρριψαν εις την θάλασσαν επενέβη ο Χριστός καθώς φαίνεται και έκαμε την βαρειάν εκείνην πέτρα που είχε εις τον λαιμόν του ελαφροτέραν και από το φύλλον του δένδρου και έπλεε εις την θάλασσαν. Ο Άγιος περιεπάτησε επάνω εις το νερό της θαλάσσης, όπως άλλοτε ο πρωτόθρονος Πέτρος, και εβγήκε εις τον αιγιαλόν σώος και αβλαβής. Ο βασιλεύς όταν τον είδεν εις την ξηράν εθαύμασε και του είπε: «Τί είναι αυτό που βλέπω, Παντολέον; Εξουσιάζεις δια της μαγείας σου και την θάλασσαν;» Και ό Άγιος απεκρίθη: «Η διαταγή Εκείνου που την εξουσιάζει έκανε αυτό που βλέπεις. Πρέπει να ξέρης ότι η γη, η θάλασσα και όλα τα δημιουργήματα υπακούουν και υποτάσσονται εις τον Θεόν περισσότερον απ' ό,τι υπακούσουν εις σε οι υπηρέται σου».

Η σκληρή και πωρωμένη καρδιά του βασιλέως δεν άλλαξε καθόλου. Παρ' όλον ότι είδε τόσα και τόσα θαύματα ο ασυνείδητος, διέταξε να συγκεντρώσουν όλα τα άγρια θηρία της γης. Έπειτα θέλων να δείξη ότι λυπάται δήθεν τον Άγιον, και δια να τον φοβίση του είπε: «Βλέπεις αυτά τα θηρία; Δια τον χαμόν σου τα έφεραν. Λυπήσου λοιπόν τον εαυτόν σου. Εγώ λυπάμαι την νεότητα και ωραιότητά σου, μάρτυρές μου οι θεοί. Σε συμβουλεύω όπως ο πατέρας, να προτίμησης ως λογικός το συμφέρον σου, δια να μην αποθάνης πρόωρα με τέτοιον πικρόν θάνατον και να στερηθής την γλυκυτάτην και τόσον ποθητήν ζωήν».

Ο Άγιος απεκρίθη τότε: «Εάν δεν σε υπήκουσα προηγουμένως, πώς ελπίζεις να σε ακούσω τώρα που είδα τόσην βοήθειαν από τον Θεόν μου; Ούτε καν να το σκεφθής λοιπόν ότι θα κάμω ποτέ θυσίαν εις τους δαίμονας. Διατί με απειλείς με τα θηρία σου; Εκείνος που παρέλυσε τα χέρια των στρατιωτών σου, και επάγωσε τον βραστόν μόλυβδον και εξήρανεν την θάλασσαν, θα κάμη και τα φοβερά σου θηρία ημερώτερα από τα πρόβατα».

Ο Άγιος δεν επείσθη από τον βασιλέα να προσκυνήση τα είδωλα και προτίμησε να ριφθή εις τα άγρια θηρία. Ο βασιλεύς όμως επέμενε και μάλιστα του έδωσε προθεσμίαν τρεις ημέρας δια να σκεφθή και να θυσιάση εις τα είδωλα. Διαφορετικά θα εκτελείτο η διαταγή του και ο Άγιος θα ερρίπτετο εις τα θηρία, δια να τον κατασπαράξουν. Το γεγονός αυτό διεδόθη εις ολόκληρον την πόλιν. Όλοι έτρεξαν δια να ιδούν τον ωραιότατον και ευγενή νέον που προετίμησε να ριφθή εις τα θηρία παρά να θυσιάση εις τα αναίσθητα είδωλα.

Συνεκεντρώθη λοιπόν μεγάλο πλήθος εις το θέατρον και ο βασιλεύς εκάθισε εις υψηλήν εξέδραν. Έδωσε την διαταγήν, και αμέσως οι υπηρέται έσυραν τον Άγιον δια να τον ρίξουν εις τα άγρια θηρία. Ο Άγιος με τόλμην και θάρρος επροχώρησε, επειδή είχε προστάτην και βοηθόν τον Χριστόν.

Οι υπηρέται έρριξαν τον Άγιον εις τον τόπον που τους ώρισαν, και απελευθέρωσαν όλα τα θηρία. Όλοι επερίμεναν να ίδουν τον Παντολέοντα να κατασπαράσσεται και να καταβροχθίζεται από τα πεινασμένα και άγρια θηρία. Η κακία των ανθρώπων εκείνων είχε ξεπεράσει και την αγνωσίαν των αλόγων ζώων, διότι δεν επροσκυνούσαν τον αληθινόν Θεόν και ετιμωρούσαν, όσους επίστευαν εις Αυτόν, με αγριότητες και ωμότητες. Και ο Θεός που μετατρέπει τα πάντα όπως θέλει, οικονόμησε και εδώ ούτως ώστε να φάνουν τα θηρία ήρεμα, και να γίνουν όπως τα λογικά όντα, και μιμηθούν την ημερότητα των ανθρώπων και να γίνουν ακόμη φανεροί μάρτυρες της κακίας των ανθρώπων και της αγαθότητος του Θεού.

Τα θηρία επλησίασαν τον Άγιον ωσάν λογικά δημιουργήματα με πολλήν ευλάβειαν, εκινούσαν την ουράν των και έγλειφαν τα πόδια του, συναγωνιζόμενα ποίον θα επήγαινε μπροστά του να τον κολακεύση και να τον προσκύνηση. Και το κάθε θηρίον δεν έφευγε από κοντά του εάν δεν άπλωνε το χέρι του δια να το ευλόγηση.

Το πλήθος σαν είδε αυτό το θαύμα εξεπλάγη. Όλοι μ' ένα στόμα εφώναζαν «Μέγας και αψευδής ο Θεός των Χριστιανών, και ας αφεθή ο δίκαιος».

Όταν ο ασύνετος βασιλεύς είδε ότι τα θηρία ηρνήθησαν να εκτελέσουν την προσταγήν του ωργίσθη τόσον πολύ, ώστε διέταξε να τα σκοτώσουν. Επί πολλάς ημέρας εκοίτοντο σκοτωμένα, χωρίς να πλησίαση κανένα πτηνόν από τα σαρκοφάγα δια να τα φάνε. Και αυτό συνέβαινε από τον Θεόν εις ένδειξιν τιμής προς τον Άγιον, δια να επιστρέψουν και άλλοι εις την ευσέβειαν. Κατόπιν ο βασιλεύς έστειλε ανθρώπους και τα έθαψαν. Ύστερα διέταξε να κατασκευασθή ένας τροχός και αφού τον τοποθετήσουν εις χώρον υψηλόν να δέσουν τον Άγιον και μετά να κυλήσουν τον τροχόν προς τον κατήφορον, δια να λειώση τον Μάρτυρα. Αυτό βέβαια το εισηγήθησαν εις τον βασιλέα μερικοί τεχνίται εφευρέται της κακίας και ειδικοί εις το να βλάπτουν τους άλλους.

Αλλ' ο φιλάνθρωπος Κύριος προστάτης των πιστών δούλων Του, επενέβη πάλιν εις την κατάλληλον στιγμήν, κατά την οποίαν θα άφηναν τον φοβερόν εκείνον τροχόν να κυλήση μαζί με τον Μάρτυρα που ήτο δεμένος εις αυτόν. Το φρικτό θέαμα έτρεξαν να το ίδουν όλοι οι κάτοικοι της πόλεως.

Άφησαν λοιπόν τον τροχόν να κυλήση οι υπεύθυνοι. Τότε προς έκπληξιν όλων, τα δεσμά ελύθησαν και ο τροχός έφυγε μόνος του και επλήγωσε και εθανάτωσε πολλούς από τους απίστους. Ο Άγιος έστεκε σώος δοξάζων και ευλογών τον Θεόν. Ο βασιλεύς που εξεπλάγη βλέπων τα όσα συνέβησαν εκάλεσε τον Παντολέοντα και του είπε: «Έως πότε θα κάνης τέτοια υπερφυσικά πράγματα και άλλους μεν ανθρώπους της βασιλείας μου να θανατώνης και άλλους να τους κάνης εχθρούς των θεών και της βασιλείας μου; Ειπέ μας από πού εδιδάχθης τον Χριστιανισμόν;» Και ο Άγιος ωμολόγησε την αλήθειαν και έφανέρωσε τον Άγιον Ερμόλαον, επειδή εκρινεν ότι ένας τέτοιος θησαυρός δεν έπρεπε να μείνη κρυμμένος, αλλά έπρεπε να φανερωθή, δια να ωφελήση πολλούς.

Έδωσε διαταγήν ο Μαξιμιανός να τους δείξη ο Παντολέων τον τόπον όπου διέμενε ο Ερμόλαος. Και ο Άγιος υπήκουσε μετά χαράς, επειδή εγνώριζεν ότι ο Ερμόλαος θα έφερνε με το μέρος του και άλλους εις την ευσέβειαν. Ήξερε πολύ καλά ότι ο Άγιος Ερμόλαος διέθετε ωραίον λόγον και σύνεσιν και ήτο ικανός να ελκύση και να διδάξη τους βαρβάρους, όπως πιστεύσουν εις τον αληθινόν Θεόν.

Συνοδευόμενος λοιπόν ο Άγιος Παντολέων από τρεις στρατιώτας που τον εφρουρούσαν, έφθασε εις την οικίαν όπου εκρύπτετο ο Ερμόλαος. Εκτύπησε την θύραν, και εβγήκεν έξω ο Άγιος Ερμόλαος, ο οποίος είπε εις τον Παντολέοντα. «Πώς ήλθες μέχρις εδώ τέκνον μου;» Και εκείνος απήντησε: «Σε καλεί ο βασιλεύς, Κύριέ μου, και θέλει να πας προς αυτόν». Και ο Ερμόλαος πάλιν είπε: «Εγώ το ξέρω, ότι επλησίασεν η ώρα μου ν' αποθάνω, δια το όνομα του Χριστού μου, επειδή μου το εφανέρωσε και μου το απεκάλυψε με όραμα που είδα αυτήν την νύκτα».

Οι στρατιώται συνέλαβαν τον Ερμόλαον και άλλους δύο χριστιανούς που ευρίσκοντο μαζί του. Όταν ωδηγήθη ενώπιον του βασιλέως και ηρωτήθη πώς ωνομάζετο και εάν είχε μαζί του και άλλους χριστιανούς, ο Άγιος Ερμόλαος απήντησε, με την αλήθειαν που τον διέκρινε, ως εξής: «Το όνομά μου είναι Ερμόλαος. Έχω μαζί μου και άλλους δυο χριστιανούς τον Ερμοκράτην και τον Έρμιππον». Τότε διέταξε να τους οδηγήσουν και αυτούς ενώπιόν του. Αφού παρουσιάσθησαν τους ηρώτησε: «Εσείς είσθε που παρεπλανήσατε τον Παντολέοντα και ηρνήθη τους θεούς;» Και εκείνοι γεμάτοι τόλμην και θάρρος απήντησαν: Ο Χριστός καλεί κοντά Του τους αξίους». Ο βασιλεύς τότε τους είπε: «Να αφήσετε τους ανόητους και ανωφελείς λόγους σας κατά μέρος, και να με ακούσετε. Συμβουλεύσατε τον Παντολέοντα να θυσιάση εις τους αθανάτους θεούς, εάν θέλετε βέβαια να σας έχω φίλους, και υπόσχομαι να σας δώσω αμέτρητα δώρα και αξιώματα». Και εκείνοι απήντησαν. «Μη γένοιτο να συμβουλεύσωμεν κάποιον να χάση την ψυχήν του. Όλοι εμείς οι Χριστιανοί έχομεν μίαν ασάλευτον γνώμην. Και καλύτερον ν' αποθάνωμεν με χίλιους θανάτους και με διάφορα βασανιστήρια, παρά να προσκυνήσουμε τα κωφά και αναίσθητα είδωλα». Και όταν ετελείωσαν τα λόγια των αυτά έστρεψαν τα μάτια προς τον ουρανόν και προσηυχήθησαν εις τον Κύριον να τους προστατεύση από τας παγίδας του δαίμονος. Ο Κύριος εισήκουσε την προσευχήν των, και τους εφανερώθη και τους ενδυνάμωσε. Αμέσως έγινε μεγάλος σεισμός εις εκείνον τον τόπον. Ο δε Μαξιμιανός έχων ταραγμένον νουν είπε: «Βλέπετε οι θεοί ωργίσθησαν εξ αιτίας σας και έκαμαν σεισμόν». Και του απεκρίθη ο Άγιος Ερμόλαος. «Αλλ' εάν συμβή να πέσουν κάτω οι θεοί σου τι θα είπης;» Προτού τελείωση τον λόγον του, έφθασεν ένας υπηρέτης του παλατιού και είπεν εις τον βασιλέα: «Μεγαλειότατε, ήλθα να σου αναφέρω ότι οι θεοί έπεσαν κάτω και συνετρίβησαν». Οι τρεις Χριστιανοί εγέλασαν και εχλεύασαν τους φοβερούς θεούς που έσεισαν την γην και μετά συνετρίβησαν! Ο ασεβής τύραννος έγινε περισσότερον σκοτεινός όπως εκείνοι που τους πονούν τα μάτια και δεν ημπορούν να ίδουν τον ήλιον.

Ετιμώρησε τους τρεις μάρτυρες με διάφορα βασανιστήρια. Αφού διεπίστωσεν ότι δεν επρόκειτο να τους πείση και να υποχωρήσουν, έδωσε εντολήν και τους απεκεφάλισαν. Τα λείψανά των τα επήραν Χριστιανοί μυστικά, και τα έθαψαν με πολλήν τιμήν και ευλάβειαν.

Τον Παντολέοντα τον ωδήγησαν και πάλιν, κατόπιν διαταγής, εις τον βασιλέα. Όταν παρουσιάσθη, ο βασιλεύς του είπε: «Μάθε ότι ο διδάσκαλός σου Ερμόλαος και η συνοδεία του αντελήφθησαν το συμφέρον των και εθυσίασαν εις τους θεούς. Και εγώ ως ανταμοιβήν των τους ετίμησα όπως έπρεπε και τους έκανα πρώτους εις το παλάτι.

Εάν τους μιμηθής και εσύ, θα διαπίστωσης πόσον πάλιν τιμώ και επιβραβεύω εκείνους που υπακούουν. Ει δ' άλλως αν επιμένης να μην θυσιάσης εις τα είδωλα, θα εξακρίβωσης πόσο σκληρά τιμωρώ τους παρηκόους και τους υπερόπτας. Λοιπόν εάν παρακούσης δεν θα γλυτώσης από τα χέρια μου, και μάλιστα εντός της σήμερον θα θανατωθής με φοβερόν θάνατον. Ο Μάρτυς του Χριστού, μόλις ετελείωσε ο βασιλεύς τους λόγους του αυτούς, φωτισθείς υπό του Αγίου Πνεύματος αντελήφθη την δολιότητα και πανουργίαν του βασιλέως και τον ηρώτησε πού ευρίσκοντο οι τρεις που εθυσίασαν εις τα είδωλα! Και ο μιαρός βασιλεύς είπε προς τον Παντολέοντα. «Δεν είναι εδώ τώρα. Τους έστειλα δια κάποιαν υπηρεσίαν εις την πόλιν». Και ο Άγι­ος τότε του είπεν. «Αν και είσαι φίλος του ψεύδους, τώρα είπες την αλήθειαν, διότι τώρα αυτοί ευρίσκονται εις τους ουρανούς, εις την πόλιν της άνω Ιερουσαλήμ και χαίρονται».

Όταν λοιπόν είδε ο ανόητος βασιλεύς ότι δεν ημπορούσε να πείση τον Παντολέοντα ούτε με κολακείας ούτε με δωρεάς, ούτε με απειλάς ούτε με άλλας τιμωρίας, διέταξε, επειδή έγινε έξω φρενών, να δείρουν τον Άγιον δια να ικανοποιηθή η μοχθηρία του και ο θυμός του. Εν συνεχεία εξέδωσε απόφασιν να τον αποκεφαλίσουν και το λείψανόν του να το ρίξουν εις την φωτιάν να το κάψουν.

Το τέλος του Αγίου

Οι στρατιώται οδήγησαν τον Άγιον εις τον τόπον της εκτελέσεως. Καθ' οδόν επειδή εγνώριζε ότι επρόκειτο να ησυχάση από την ταλαιπωρίαν και την θλίψιν, έψαλλε χαίρων. «Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου. Και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι» και εσυνέχισε τον ψαλμόν αυτόν. Και πάλιν συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Ενώ έδεσαν τον Άγιον εις μίαν ελαίαν και ο δήμιος κατέβασε το ξίφος να τον αποκεφαλίση ω του θαύματος! Η κόψις του ξίφους εγύρισε και ελύγισε όπως το κερί. Οι στρατιώται ετρόμαξαν πολύ από το γεγονός αυτό και έπεσαν εις την γην λέγοντες: «Πιστεύομεν ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός και σε παρακαλούμεν να μην μας εναντιωθής. Συγχώρησέ μας και κάνε δέησιν προς τον Θεόν δια να δεχθή την μετάνοιάν μας».

Ο Άγιος τότε τους ήκουσε και προσηυχήθη θερμώς εις τον Κύριον και δι' αυτούς. Αμέσως μετά την προσευχήν ηκούσθη φωνή από τον ουρανόν, η οποία έλεγε: «Εισηκούσθη ήδη η προσευχή σου και όλα όσα εζήτησες θα γίνουν. Από τώρα δεν θα ονομάζεσαι Παντολέων αλλά Παντελεήμων, διότι όσοι θα επικαλούνται τ' όνομά σου δια των πρεσβειών σου θα ευρίσκουν ευσπλαγχνίαν και έλεος». Μόλις ήκουσε την φωνήν ο Άγιος αντελήφθη ποίων χαρισμάτων ηξιώθη και ετιμήθη παρά του Κυρίου.

Τότε ενεθάρρυνε τους στρατιώτας να μην φοβηθούν και να εκτελέσουν την διαταγήν. Εκείνοι πάλιν δεν ετολμούσαν, επειδή εξηκρίβωσαν την δύναμιν του Χριστού. Ο Άγιος Παντελεήμων τους εξηνάγκασε να εκτελέσουν την απόφασιν του τυράννου. Εκείνοι, επειδή δεν ήθελαν να παρακούσουν τον Άγιον, αφού τον κατεφίλησαν, και έδειξαν την αγάπην και την ευλάβειάν των, του έκοψαν την τιμίαν κεφαλήν την 27ην Ιουλίου του έτους 304.

Ο Θεός επειδή ήθελε να δοξάση τον Άγιον Παντελεήμονα, έκανε και άλλα πολλά θαύματα. Το δένδρον της ελαίας εις το οποίον «εδέθη ο Άγιος ήτο ξηρόν. Αμέσως όμως εβλάστησε και εκαρποφόρησε. Ο βασιλεύς μάλιστα σαν έμαθε αυτό το γεγονός διέταξε να κόψουν την ελαίαν. Διέταξε ωσαύτως να κατακαύσουν το σώμα του Αγίου.

Οι στρατιώται όμως εμιμήθησαν τους Μάγους που δεν επέστρεψαν εις τον Ηρώδην. Αυτοί λοιπόν διέφυγαν και διεκήρυτταν παντού τον Χριστόν και όλα τα θαύματα του Θεού.

Το δε λείψανον του Αγίου μερικοί Χριστιανοί το επήραν και μ' ευλάβειαν το έθαψαν με μύρα και θυμιάματα εις ένα τόπον έξω της πόλεως που ωνομάζετο του Σχολαστικού Αδαμαντίνου.

Αυτό είναι το μαρτύριον του ιαματικού Παντε­λεήμονος. Η μνήμη του εορτάζεται την 27ην Ιουλίου.

Απολυτίκιον. Ήχος γ'

Αθλοφόρε άγιε, και ιαματικέ Παντελεήμον, πρέσβευε τω ελεήμονι Θεώ, ίνα πταισμάτων άφεσιν, παράσχη ταις ψυχαίς ημών.

Έτερον. Ήχος γ'. Θείας Πίστεως.

Θείων τρόπων σου, τη επιστήμη, νέμεις άμισθον, την θεραπείαν, των ψυχών και των σωμάτων εν Πνεύματι. όθεν ημάς πάσης νόσου απάλλαξον, Παντελεήμον ελέους θησαύρισμα. Μάρτυς ένδοξε, Χριστόν τον Θεόν ικέτευε, δωρήσασθαι ημίν το μέγα έλεος.


Κοντάκιον. Ήχος πλ. α'. Αυτόμελον.

Μιμητής υπάρχων του ελεήμονος και ιαμάτων την χάριν παρ' αυτού κομισάμενος, αθλοφόρε και μάρτυς Χριστού του Θεού, ταις ευχαίς σου τας ψυχικάς ημών νόσους θεράπευσον, απελαύνων του αεί πολεμίου τα σκάνδαλα, εκ των βοώντων απαύστως. σώσον ημάς Κύριε.
Περισσότερα...

Παρασκευή 25 Ιουλίου 2014

Αγία Παρασκευή


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στην Αγία Παρασκευή, τη μνήμη της οποίας η Εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 26 Ιουλίου.

H Αγία Παρασκευή γεννήθηκε σε ένα προάστιο της Ρώμης επί Αυτοκρατορίας Αδριανού. Γονείς της ήταν ο Αγαθό- νικος και η Πολιτεία, που ήσαν θεοσεβούμενοι Χριστιανοί και οικονομικά εύποροι. Για πολλά χρόνια δεν μπορούσαν να αποκτήσουν παιδί και τελικά απέκτησαν την Παρα- σκευή, μετά από πολλά χρόνια θερμής προσευχής.


Η Αγία Παρασκευή μάλιστα γεννήθηκε ημέρα Παρασκευή και έτσι αποφάσισαν να της δώσουν το όνομα της ημέρας που γεννήθηκε. Η ανατροφή της από μικρή ηλικία έγινε με βάση Χριστιανικά πρότυπα. Έτσι από μικρή ηλικία έδειξε ιδιαίτερη κλίση προς το λόγο του ευαγγελίου και ξεχώριζε για τον ενάρετο βίο της. Παρότι το παρουσιαστικό της ήταν ιδιαίτερα θελκτικό και πολλοί εύποροι της εποχής είχαν ζητήσει την όμορφη Παρασκευή σε γάμο, αυτή αρνείτο, προτιμούσε την διακονία των γονιών της και των γειτόνων της, την προσήλωση στην προσευχή και τη μελέτη των Γραφών. Με το πέρασμα μάλιστα των ετών απέκτησε και σημαντική βιβλική κατάρτιση.


Σε ηλικία 20 ετών, η Αγία Παρασκευή έχασε τον πατέρα της. Αυτό στάθηκε σημαντικός παράγοντας στην εξέλιξη της πορείας της διότι πλέον ήταν μόνη και με αρκετά χρήματα ώστε να πραγματοποιήσει φιλανθρωπικό και ιεραποστολικό έργο που ποθούσε. Έτσι εκποιεί όλη της την περιουσία σε φτωχούς και αφιερώνει το χρόνο της στην ανακούφιση των ασθενών. Δίνεται ολοκληρωτικά στην ιεραποστολή, διδάσκει σε σπίτια γυναίκες, μικρά παιδιά, διακονεί αδυνάτους, σπεύδει για τις ανάγκες τις εκκλησίας της Ρώμης. Μάλιστα με τον καιρό επέκτεινε τη δράση και σε γειτονικά χωρία και εκκλησίες. Πλησίαζε ιδίως νέες γυναίκες, προκαλούσε συζητήσεις, ομιλούσε για το Χριστό, το παράδειγμά Του. Γρήγορα όμως έφτασε στα αυτιά του Αυτοκράτορα Αντωνίνου οι δραστηριότητες της Παρασκευής, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί ενώπιόν του. Η σεμνή και όμορφη εμφάνιση της στον Αυτοκράτορα μάλιστα λέγεται πως τον εντυπωσίασε. Αλλά και η σύνεσή της, το θάρρος της και η διαύγεια πνεύματος έγιναν αντιληπτά από τον Αντωνίνο, ο οποίος δεν ήθελε να εφαρμόσει τα μέτρα του Ρωμαϊκού νόμου σε βάρος της, όπως ορίζονταν για τους Χριστιανούς. Δοκίμασε πολλές μεθόδους ιδιαίτερα κολακευτικές για γυναίκα, αλλά τελικά έμεινε αμετακίνητη στη θέση της.

Η Παρασκευή τελικά συνελήφθη και οδηγήθηκε σε τιμωρία βασανισμού μέχρι να ομολογήσει την αποστροφή της από το χριστιανισμό. Αρχικά της έθεσαν μια πυρακτωμένη περικεφαλαία στην κεφαλή της. Εν συνεχεία και αφού δε λύγισε, ρίχτηκε στην απομόνωση. Μια οπισθοχώρηση άλλωστε θα σήμαινε μεγάλη νίκη του Αυτοκράτορος και πλήγμα ιδιαίτερα στο γυναικείο Χριστιανικό πληθυσμό που θα έβλεπε τη θερμότερη εκπρόσωπό της να αλλαξοπιστεί. Αυτή όμως αντί να λυγίσει, θεώρησε εξαιρετικό χρόνο την απομόνωση για προσευχή. Μάλιστα το βράδυ άγγελος Κυρίου ενεφανίσθη ενώπιόν της και την ελευθέρωσε από τα δεσμά της. Η Παρασκευή ενώπιον του Αυτοκράτορα πλέον πάλι, έμεινε σταθερή, ο Αντωνίνος κατάλαβε πλέον το μάταιο της προσπάθειάς του και διέταξε σε βασανισμό μέχρι θανάτου. Έτσι την οδήγησαν ενώπιον ενός καζανιού που περιείχε καυτό λάδι. Όμως εδώ αναφέρεται από τον βιογράφο της μέγα σημείο. Πως ενώ εισήχθη στο θερμό λάδι, παρέμενε ανέπαφη. Όταν το άκουσε ο Αντωνίνος δεν πίστεψε σε κάτι τέτοιο και θέλησε ο ίδιος να διαπιστώσει το αληθές, όμως πλησιάζοντας το λέβητα τα μάτια του βλάφτηκαν, όταν η Παρασκευή του έριξε λίγο λάδι στα μάτια, με αποτέλεσμα να τυφλωθεί. Η Παρασκευή όμως με θαυματουργικό τρόπο θεράπευσε τα μάτια του. Έτσι μέχρι και σήμερα θεωρείται προστάτης των ματιών. Μετά το γεγονός ο Αντωνίνος άφησε ελεύθερη την Παρασκευή. Μάλιστα από το γεγονός αυτό και έπειτα ο Αντωνίνος διατήρησε θετική για τη εποχή στάση για τους χριστιανούς και για αυτό του δόθηκε το προσωνύμιο «Ευσεβής». Έτσι η Παρασκευή επέστρεψε στο έργο της κάτι που έδωσε πολύ δύναμη στη χριστιανική κοινότητα, ιδίως δε στις γυναίκες που στο πρόσωπό της έβλεπαν ένα σπουδαίο στήριγμα.

Η Αγία Παρασκευή συνέχισε μετά την βάπτιση του Αντωνίνου, να κηρύττει τον Λόγο του Θεού ταξιδεύοντας και σε άλλες χώρες εκτός από την Ιταλία. Κηρύττοντας τον Χριστιανισμό και βαπτίζοντας νέους χριστιανούς έφτασε και στην Ελλάδα. Όταν βρέθηκε στα Τέμπη, εκεί που βρίσκεται σήμερα ο ναός της, συννελήφθηκε από τους ειδωλολάτρες και οδηγήθηκε στον άρχοντα της περιοχής που ονομαζόταν Ταράσιος. Στην προσπάθεια του αυτός, να πείσει την Αγία Παρασκευή να εγκαταλείψει την δράση και την πίστη της, άρχισε να την υποβάλει σε φρικτά βασανιστήρια. Με θάρρος και δύναμη τα υπέμενε η Αγία, ενώ κάθε πρωί την έβρισκαν θεραπευμένη από τις πληγές των βασανιστηρίων της προηγούμενης ημέρας. Τελικά ο Ταράσιος διέταξε τον αποκεφαλισμό της και έτσι η Αγία Παρασκευή παρέδωσε την ψυχή της στον Ιησού Χριστό, τον οποίο πίστεψε και κήρυξε σε όλη της την ζωή. Το σώμα της έθαψαν κρυφά κάποιοι χριστιανοί. Στον τάφο της έγιναν πολλά θαύματα, αλλά και στα χρόνια που ακολούθησαν πολλοί βοηθήθηκαν από την Αγία Παρασκευή και κυρίως άνθρωποι με παθήσεις στα μάτια.
Περισσότερα...

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Προφήτης Ηλίας

Σέ αὐτή τήν ἀνάρτηση θά ἀναφερθούμε στόν Προφήτη Ἠλία, μέσα ἀπό τό θεολογικό σχόλιο τοῦ Εὐαγγέλου Λέκκου, τ. Διευθυντοῦ τῆς Αποστολικῆς Διακονίας.

Καταγωγή τοῦ προφήτου Ἠλία

Ὁ προφήτης Ἠλίας, αν και συγκαταλέγεται μεταξύ τῶν σπουδαιότερων προφητῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπειδή ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα δέν ἄφησε γραπτά κείμενα. Ὅμως τά σχετικά μέ τήν καταγωγή καί τή δράση του μᾶς εἶναι γνωστά, ἔχουν δέ ὡς ἑξῆς:


Πατέρας του ἦταν ὁ Σωβάκ ἀπό τήν κωμόπολη Θέσβη (σημερινή El  Istib) τῆς Γαλαάδ στήν Ὑπεριορδανία. Ὅταν γεννήθηκε, ὁ πατέρας του εἶδε σέ ὀπτασία ἄντρες λευκοφορεμένους νά δίνουν στό βρέφος τό ὄνομα Ἠλιού (πού σημαίνει θεός ἤ θεῖος καί παράγεται ἀπό τό Ἠλί, τό ὁποῖο στά ἑβραϊκά ἔχει τή σημασία τοῦ Θεοῦ), νά τό σπαργανώνουν μέ φωτιά καί νά τοῦ δίνουν νά φάει ἐπίσης φωτιά. Ἡ ὀπτασία, ὅπως τοῦ ἐξήγησαν οἱ ἱερεῖς, σήμαινε ὅτι «ἡ κατοίκησις τοῦ τέκνου θά εἶναι φῶς, ὁ λόγος του ἀπόφασις, ἡ ζωή του κατά Κύριον καί ὁ ζῆλος του θά φανῇ εὐάρεστος εἰς τόν Θεόν καί θέλει κρίνῃ τόν Ἰσραήλ διά πυρός καί μαχαίρας». Ἀπό τήν ἰδιαίτερη πατρίδα του ἔλαβε –κατά τή μετάφραση τῶν Ο΄– καί τήν προσωνυμία Θεσβίτης.

Οἱ ἁγιογραφικές πληροφορίες γιά τόν προφήτη Ἠλία ἀναφέρουν ὅτι φοροῦσε ροῦχο ἀπό προβιά καί στή μέση του εἶχε δερμάτινη ζώνη (Δ΄ Βασ. 1,8). Ζοῦσε αὐστηρή καί ἀσκητική ζωή, καί ἦταν ἀνυποχώρητος σέ θέματα γνήσιας λατρείας τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ δέν συμβιβαζόταν μέ τή τάση τῆς υἱοθέτησης ἀπό τούς Ἑβραίους εἰδωλολατρικῶν στοιχείων, πού ἦταν πολύ ἔντονη, ὅπως θά ἀναφερθεῖ στίς ἑπόμενες σελίδες.

Ὁ ἱερός Χρυσόστομος, σκιαγραφώντας τήν προσωπικότητα τοῦ προφήτη Ἠλία, ἐπισημαίνει ὅτι στόν ἅγιο συνυπῆρχαν ἀντίθετες ἰδιότητες: Ἦταν φτωχός ἀλλά ταυτόχρονα καί πλούσιος ἀπαίδευτος καί σοφός• ἐνῶ ἦταν ἀκτήμων, μποροῦσε νά φέρει βροχή ἤ ἀνομβρία, ἀφοῦ ὁ Θεός εἰσήκουε τήν προσευχή του.

Βίος καί δράση του

Η προφητική ἀποστολή τοῦ Ἠλία ἀναπτύχθηκε στά χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Ἀχαάβ (873 - 854 π.Χ.) καί τοῦ διαδόχου του Ὀχοζία. Πρόκειται γιά μία περίοδο πολύ ταραχώδη γιά τό μονοθεϊσμό στό Ἰσραήλ, ὅταν εἶναι γνωστό ὅτι οἱ Ἑβραῖοι δοκιμάζονταν κατά καιρούς στήν πίστη τους ἀπό τούς εἰδωλολατρικούς γειτονικούς λαούς, ἐξαιτίας τῶν ἐπιδράσεων στή θρησκεία τους.

Ὁ Ἀχαάβ ἔλαβε ὡς γυναίκα του τήν   Ἰεζάβελ, κόρη τοῦ Εὐβάαλ, βασιλιᾶ τῆς Τύρου (Φοινίκης).   Ἐκείνη, ἐπηρεάζοντας τό σύζυγό της, καθιέρωσε ἐπίσημα τή λατρεία τοῦ θεοῦ ΒάαλMelgart, προσπαθοῦσε μάλιστα νά τήν ἐπιβάλει καί ὡς κρατική. Γιά νά πετύχει στό στόχο της δέν δίστασε νά διατάξει τό φόνο προφητῶν καί τή δίωξη ὅσων πίστευαν στόν ἕνα καί μόνο ἀληθινό Θεό. Ἐπέβαλε τήν καταστροφή τῶν βωμῶν, ἐνῶ διέθετε τά ἀπαιτούμενα γιά νά διαδοθεῖ ἡ λατρεία τῶν εἰδωλολατρικῶν φοινικικῶν θεοτήτων. Στό βιβλίο Βασιλειῶν Γ΄ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης περιγράφεται μέ ζωηρά χρώματα τό μέγεθος τῆς ἀσέβειας τοῦ Ἀχαάβ καί τῆς  Ἰεζάβελ: Ὁ Ἀχαάβ ἔπραξε ὅ,τι δυσαρεστεῖ τόν Κύριο, ξεπερνώντας ὅλους τούς προκατόχους του… Πῆρε γιά γυναίκα του τήν Ἰεζάβελ.. καί πῆγε καί λάτρεψε τόν Βάαλ καί τόν προσκύνησε.  Ἔχτισε θυσιαστήριο στόν Βάαλ, στό ναό τοῦ Βάαλ, πού εἶχε ἀνεγείρει στή Σαμάρεια. Ὁ Ἀχαάβ κατασκεύασε ἐπίσης ξύλινη λατρευτική στήλη καί ἔκανε περισσότερες ἁμαρτίες ἀπ’ ὅλους τούς προκατόχους του βασιλιάδες τοῦ Ἰσραήλ, ἐξοργίζοντας ἔτσι τόν Κύριο, τόν Θεό του (Γ΄ Βασ. 16, 3133).

Εἶχε φτάσει πλέον ἡ στιγμή νά δράσει ὁ προφήτης  Ἠλίας.  Ἐμφανίζεται στό βασιλιά Ἀχαάβ καί τοῦ λέει: Ὁρκίζομαι στόν Κύριο πού ὑπηρετῶ, τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ, ὅτι τά ἑπόμενα χρόνια δέν θά πέσει στή γῆ δροσιά οὔτε βροχή, παρά μόνο μέ προσταγή δική μου (Γ΄ Βασ. 17,1). Ἡ κατηγορηματική αὐτή προαγγελία τοῦ προφήτη, τόν ὁποῖο σεβόταν ὁ λαός καί ἑπομένως ὑπολόγιζε ὁ βασιλιάς, ἦταν ἑπόμενο νά ἐξαγριώσει τή βασιλική αὐλή καί ἰδιαίτερα τήν  Ἰεζάβελ. Γιά νά μή κινδυνέψει λοιπόν ὁ Ἠλίας, ὁ Θεός ἔλαβε πρόνοια γι’ αὐτόν.

Ἡ τριετής ἀνομβρία. Ὁ Κύριος εἶπε στόν Ἠλία: Φύγε ἀπό ἐδῶ καί πήγαινε πρός τά ἀνατολικά, νά κρυφτεῖς κοντά στό χείμαρρο Χοράθ (Χερίθ), ἀνατολικά τοῦ  Ἰορδάνη. Θά πίνεις νερό ἀπό τό χείμαρρο κι ἐγώ θά δώσω προσταγή στούς κόρακες νά φροντίζουν γιά τήν τροφή σου ἐκεῖ (Γ΄ Βασ. 17, 24). Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε. Ἡ τριετής ξηρασία (τήν ὁποία μνημονεύει καί ὁ ἱστορικός Ἰώσηπος στήν «Ἰουδαϊκή Ἀρχαιολογία» VII, 13,2) ἄρχισε. Ὁ προφήτης κρυβόταν στό μέρος πού τοῦ εἶχε ὑποδειχθεῖ ἀπό τόν Θεό. Ἐκεῖ, οἱ κόρακες τοῦ ἔφερναν ψωμί καί κρέας πρωί καί βράδυ, κι ἔπινε νερό ἀπό τό χείμαρρο. Μετά ὅμως ἀπό μερικές μέρες ξεράθηκε ὁ χείμαρρος, γιατί ὑπῆρχε ἀνομβρία στή χώρα (Γ΄ Βασ. 17, 67).

Φιλοξενούμενος στή Σαρεπτά. Τότε παίρνει καί πάλι νέα ἐντολή ἀπό τόν Κύριο πού τοῦ εἶπε: Σήκω, πήγαινε στή Σαρεπτά, στήν περιοχή τῆς Σιδώνας καί μεῖνε ἐκεῖ. Ἐγώ διέταξα μία χήρα νά φροντίζει γιά τήν τροφή σου. Ξεκίνησε ὁ Ἠλίας καί ὅταν ἔφτασε στήν πύλη τῆς πόλης εἶδε μία γυναίκα πού μάζευε ξύλα. Τῆς φώναξε καί τῆς εἶπε: Φέρε μου, σέ παρακαλῶ, λίγο νερό σ’ ἕνα κύπελο γιά νά πιῶ… καί φέρε μου ἐπίσης ἕνα κομμάτι ψωμί. Ἡ ἀπάντηση τῆς γυναίκας, πού ἦταν χήρα, εἶναι συγκλονιστική: Μά τόν ἀληθινό Θεό, τόν Θεό σου, δέν ἔχω καθόλου ψωμί, παρά μόνο μία χούφτα ἀλεύρι στό πιθάρι καί λίγο λάδι στό δοχεῖο. Ἦρθα ἐδῶ γιά νά μαζέψω λίγα ξύλα, νά πάω νά ἑτοιμάσω γιά μένα καί τό γιό μου ὅ,τι ἔχει ἀπομείνει, νά τό φᾶμε καί μετά νά πεθάνουμε.

Ὁ προφήτης  Ἠλίας ἐπέμεινε. Τῆς εἶπε λοιπόν νά μήν ἀνησυχεῖ. Νά πάει σπίτι της καί νά κάνει αὐτό πού εἶχε στό μυαλό της. Τῆς ζήτησε ὅμως νά φτιάξει πρῶτα μία μικρή λαγάνα γιά κεῖνον ἀπό τό λίγο ἀλεύρι της καί νά τοῦ τή φέρει, ἔπειτα νά φτιάξει γιά τήν ἴδια καί τό γιό της. Γιατί ὁ Κύριος, ὁ Θεός τοῦ  Ἰσραήλ, λέει: τό πιθάρι μέ τό ἀλεύρι δέν θ’ ἀδειάσει καί τό λάδι στό δοχεῖο δέν θά λιγοστέψει, ὥς τή μέρα πού ὁ Κύριος θά στείλει βροχή. Ἡ γυναίκα ἔκανε ὅπως τῆς εἶπε ὁ προφήτης, μέ ἀποτέλεσμα οὔτε τό ἀλεύρι οὔτε τό λάδι νά τελειώνουν γιά πολλές ἡμέρες (Γ΄ Βασ. 17, 816).

Σχολιάζοντας ὁ ἅγιος  Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τήν ἀνομβρία καί τή φιλοξενία τῆς χήρας τῆς Σαρεπτά λέει τά ἑπόμενα (στόν Λόγο του «εἰς τόν Πέτρον τόν ἀπόστολον καί  Ἠλίαν τόν προφήτην», Migne, P.G. 50, § B΄Δ΄, 728735):

«Ὁ προφήτης Ἠλίας ἦταν τόσο αὐστηρός μέ τούς ἁμαρτάνοντες, ὥστε προσευχήθηκε κάποτε νά μή πέσει βροχή… Κι αὐτό τό ἔκανε κινούμενος ἀπό πολύ μεγάλο ζῆλο. Διότι ἔβλεπε νά γίνονται πολλά ἄτοπα… καί ἡ παρεκτροπή ἦταν γενική… Μόνο ὁ Ἠλίας εἶχε ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ἀρετῆς… Τά πάντα ἐρημώνονταν καί ἐξαφανίζονταν…, ὅλοι πέθαιναν ἐξαιτίας τῆς ἀβροχίας…, ἀλλά γιά τίποτα δέν τόν ἔνοιαζε τόν Ἠλία, που ἦταν μεθυσμένος ἀπό τόν ἱερό ζῆλο… Τί κάνεις, Ἠλία;   Ἔστω, οἱ νέοι ἁμάρτησαν· γιατί τιμωροῦνται τά παιδιά;  Ἔστω, ἁμάρτησαν οἱ ἄνθρωποι· γιατί μαζί τους πεθαίνουν καί τά ζῶα; Τόσο μεγάλη ἀσπλαχνία ἔχεις; Καθόλου δέν σέ μέλει γιά τούς ἀνθρώπους; Γυναίκα καί παιδί δέν ἔχεις· ἀδιαφορεῖς γι’ αὐτούς πού χάνονται.»

Τί τοῦ λέει λοιπόν ὁ Θεός; Πήγαινε στό χείμαρρο Χοράθ καί θά διατάξω κόρακα νά σοῦ φέρνει τροφή… Πῶς τρεφόταν ἀπό κόρακα; Ἀφοῦ ὁ κόρακας κατά τό (μωσαϊκό) νόμο εἶναι ἀκάθαρτος… Κι ὅμως ὁ Ἠλίας τρεφόταν ἀπό κόρακα, πιστεύοντας ὅτι τίποτα δέν εἶναι ἀκάθαρτο ἀφοῦ δημιουργήθηκε ἀπό τόν Κύριο… Ἔπειτα, ἐπειδή ὁ χείμαρρος ξεράθηκε…, πήγαινε, τοῦ εἶπε, στή Σαρεπτά καί θά διατάξω γυναίκα χήρα νά σέ διατρέφει ἐκεῖ. Αὐτό τό ἔκανε ὁ Θεός κατ’ οἰκονομίαν. Ἐπειδή δηλαδή ὁ Ἠλίας δέν ἤξερε τά ὅσα εἶχαν συμβεῖ… καί τή γενική συμφορά…, τόν στέλνει ὁ Θεός…, ὥστε ἀφοῦ δεῖ καί ὁ Ἠλίας τί εἶχε συμβεῖ, νά ζητήσει ἐπίμονα ἀπό τόν Κύριο νά δώσει βροχή.»… Ὁ Ἠλίας δέν εἶπε στόν Θεό· σέ ποιόν μέ στέλνεις;… μήπως δέν ὑπάρχουν ἄλλοι ἄνθρωποι πλουσιότεροι πού μποροῦν νά παρηγορήσουν τήν πείνα μου;»Δέν ξέρω πῶς νά ἐπαινέσω τή χήρα• πῶς περιφρόνησε τό γιό της καί ἄνοιξε τό σπίτι της νά φιλοξενήσει… Ἔσπειρε φιλοξενία ἡ χήρα καί ἀμέσως θέρισε τό καρπερό στάχυ τῆς φιλοξενίας. Διότι, τί τῆς εἶπε ὁ Ἠλίας; Ζεῖ ὁ Κύριος, τό πιθάρι μέ τ’ ἀλεύρι δέν θά ἀδειάσει καί τό δοχεῖο μέ τό λάδι δέν θά μειωθεῖ».

Ἡ ἀνάσταση τοῦ γιοῦ τῆς χήρας.

Ὕστερα ἀπό τά γεγογονότα αὐτά ἀρρώστησε βαριά καί πέθανε ὁ γιός τῆς χήρας πού φιλοξενοῦσε τόν προφήτη. Τότε ἡ γυναίκα, καθώς μᾶς πληροφορεῖ τό βιβλίο «Βασιλειῶν Γ΄» (κεφ. 17, 1824), εἶπε στόν προφήτη Ἠλία: Τί σοῦ χρωστοῦσα, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ;  Ἦρθες στό σπίτι μου γιά νά μοῦ ὑπενθυμίσεις τήν ἁμαρτία μου καί νά κάνεις νά πεθάνει ὁ γιός μου; Ἐκεῖνος ὅμως τό πῆρε ἀπό τήν ἀγκαλιά της, τό ἀνέβασε στό ἀνώγι ὅπου ἔμενε ὁ ἴδιος καί προσευχήθηκε στόν Κύριο, λέγοντας: Κύριε, Θεέ μου, γιατί ἔκανες κακό στή χήρα πού μέ φιλοξενεῖ, ἀφήνοντας νά πεθάνει ὁ γιός της; Καί συνέχισε, παρακαλώντας νά ἐπιστρέψει ἡ ψυχή τοῦ παιδιοῦ αὐτοῦ μέσα του. Ὁ Κύριος ἄκουσε τήν προσευχή του καί ἀνέστησε τό παιδί. Τό πῆρε ὁ προφήτης Ἠλίας καί τό κατέβασε ἀπό τό ἀνώγι. Τό παρέδωσε στή μητέρα του λέγοντας: Νά ὁ γιός σου, εἶναι ζωντανός. Κι ἐκείνη τοῦ ἀπάντησε: Τώρα κατάλαβα ὅτι ἐσύ εἶσαι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ καί ὅ,τι προφητεύει τό στόμα σου εἶναι πραγματικά λόγος Κυρίου.

Ἡ παρρησία τοῦ Ἠλία ἐνώπιον τοῦ βασιλιᾶ.

Ἦταν ἤδη ὁ τρίτος χρόνος τῆς φοβερῆς ξηρασίας, ὅταν ὁ Θεός μίλησε στόν προφήτη καί τοῦ εἶπε: Πήγαινε νά παρουσιαστεῖς στόν Ἀχαάβ, κι ἐγώ θά στείλω βροχή στή γῆ (Γ΄ Βασ. 18,1). Στό μεταξύ ἡ πείνα εἶχε ἐπιδεινωθεῖ στή Σαμάρεια. Ὅταν ἔγινε ἡ συνάντηση τοῦ Ἠλία μέ τό βασιλιά Ἀχαάβ ἐκεῖνος εἶπε στόν προφήτη: Ἐσύ εἶσαι πού ἀναστατώνεις τόν Ἰσραήλ; γιά νά πάρει τή γεμάτη παρρησία ἀπάντηση: Δέν ἀναστατώνω ἐγώ τόν Ἰσραήλ, ἀλλά ἐσύ καί ἡ οἰκογένειά σου, ἐπειδή ἀρνηθήκατε νά ὑπακούσετε στίς ἐντολές τοῦ Κυρίου καί λατρέψατε τίς θεότητες τοῦ Βάαλ (Γ΄ Βασ. 18, 1718). Τόν προκάλεσε μάλιστα νά δώσει ἐντολή νά συγκεντρωθοῦν ὅλοι οἱ Ἰσραηλίτες στό ὄρος Κάρμηλος, μαζί μέ τούς 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ καί τούς 400 «προφῆτες» τῆς Ἀστάρτης, πού ἦταν προστατευόμενοι τῆς βασίλισσας Ἰεζάβελ.

Ὅταν ἔγινε αὐτή ἡ συγκέντρωση λαοῦ καί «προφητῶν», ὁ Ἠλίας ἀπευθύνθηκε στούς Ἰσραηλίτες καί μέ πύρινο λόγο τούς ἔλεγξε γιά τήν πίστη τους:  Ὥς πότε θά ἀμφιταλαντεύεστε; Ἄν ὁ Κύριος εἶναι Θεός, ἀκολουθῆστε τον• κι ἄν εἶναι ὁ Βάαλ, ἀκολουθῆστε ἐκεῖνον… (Γ΄ Βασ. 18,21).

Φωτιά ἀπό τόν οὐρανό στό βωμό τοῦ Ἠλία.

Κι ἐνῶ ὁ λαός ἔμενε σιωπηλός, ὁ προφήτης τοῦ Θεοῦ συνέχισε: Ἐγώ ἀπέμεινα μόνος προφήτης τοῦ Κυρίου, ἐνῶ οἱ προφῆτες τοῦ Βάαλ εἶναι 450. Ἄς μᾶς φέρουν δύο μοσχάρια κι ἄς διαλέξουν τό ἕνα γιά τόν ἑαυτό τους· ἄς τό κομματιάσουν κι ἄς τό βάλουν πάνω στά ξύλα· φωτιά ὅμως νά μή βάλουν. Ἐγώ θά πάρω τό ἄλλο μοσχάρι καί θά τό βάλω πάνω στά ξύλα καί δέν θά βάλω φωτιά. Ἄς ἐπικαλεστοῦν αὐτοί τό ὄνομα τοῦ θεοῦ τους καί θά ἐπικαλεστῶ κι ἐγώ τό ὄνομα τοῦ Κυρίου. Ὅποιος θεός ἀπαντήσει μέ φωτιά, αὐτός θά εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός. Καί ὁ λαός ἀπάντησε: Σωστά μίλησες (Γ΄ Βασ. 18, 2224).

Ἡ συνέχεια εἶναι λίγο πολύ σέ ὅλους τούς χριστιανούς γνωστή: Οἱ 450 «προφῆτες» τοῦ Βάαλ προσεύχονταν στό θεό τους ἀπό τό πρωί ὥς τό μεσημέρι: «Βάαλ, ἄκουσέ μας», φώναζαν καί χοροπηδοῦσαν γύρω ἀπό τό θυσιαστήριο πού εἶχαν ἑτοιμάσει. Ἀλλά καμία φωνή καί καμία ἀπάντηση δέν ἔπαιρναν ἀπό τό θεό τους. Πρός τό μεσημέρι ὁ Ἠλίας ἄρχισε νά τούς περιπαίζει, λέγοντάς τους: Φωνάξτε πιό δυνατά, θεός εἶν’ αὐτός καί μπορεῖ νά ’ναι βυθισμένος σέ σκέψεις• μπορεῖ νά εἶναι κάπου ἀπασχολημένος ἤ νά ταξιδεύει. Ἴσως κοιμᾶται καί πρέπει νά ξυπνήσει (Γ΄ Βασ. 18,27). Εἰς μάτην ὅμως! Καμία φωνή, κανένα σημάδι ὅτι ὁ θεός τους εἶχε ἀκούσει τίς ἱκεσίες τους.

Νωρίς τό ἀπόγευμα ὁ προφήτης κάλεσε κοντά του τό λαό, πού πλησίασε στό θυσιαστήριο τοῦ Κυρίου τό ὁποῖο εἶχε καταστραφεῖ ἀπό τήν Ἰεζάβελ καί ξαναστήσει ὁ Ἠλίας μέ 12 πέτρες, ὅσοι καί οἱ γιοί τοῦ  Ἰακώβ καί οἱ 12 φυλές τοῦ Ἰσραήλ. Ἔβαλε πάνω στό θυσιαστήριο ξύλα, κομμάτιασε τό μοσχάρι καί τό τοποθέτησε πάνω τους. Ἔπειτα ζήτησε τέσσερις κάδους νερό κι ἔδωσε ἐντολή νά τό χύσουν πάνω στό ὁλοκαύτωμα καί τά ξύλα. Τό ἴδιο εἶπε καί ἔκαναν δεύτερη καί τρίτη φορά. Στή συνέχεια πλησίασε τό θυσιαστήριο καί προσευχήθηκε σέ ἐπήκοο ὅλων: Κύριε, Θεέ τοῦ  Ἀβραάμ, τοῦ  Ἰσαάκ καί τοῦ  Ἰακώβ, ἄς μάθουν ὅλοι σήμερα ὅτι ἐσύ εἶσαι Θεός στόν Ἰσραήλ κι ἐγώ δοῦλος σου, καί ὅτι ἐγώ ἔκανα ὅλα αὐτά τά πράγματα σύμφωνα μέ τό λόγο σου. Ἀπάντησέ μου, Κύριε, ὥστε νά μάθει ὁ λαός σου αὐτός ὅτι ἐσύ εἶσαι ὁ Κύριος, ὁ Θεός, κι ὅτι ἐσύ θά ξαναφέρεις τήν καρδιά τους κοντά σου (Γ΄ Βασ. 18, 3637).

Τότε λοιπόν ἔπεσε φωτιά ἀπό τόν οὐρανό καί ἔκαψε ἐντελῶς τά κομμάτια τοῦ μοσχαριοῦ, τά ξύλα, ἀκόμα καί τίς πέτρες καί τό χῶμα. Ἔκπληκτοι ὅλοι ἔσκυψαν τό κεφάλι καί εἶπαν: Ὁ Κύριος! Αὐτός εἶναι ὁ Θεός! Καί ὁ Ἠλίας: Πιάστε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ, νά μή σᾶς ξεφύγει κανείς. Τούς συνέλαβαν, τούς κατέβασαν στό χείμαρρο Κισών κι ἐκεῖ τούς ἐξολόθρευσε (Γ΄ Βασ. 18, 3840).

Τό τέλος τῆς τριετοῦς ξηρασίας. 

Μετά τό γεγονός αὐτό τά σύννεφα σκοτείνιασαν τόν οὐρανό καί ξέσπασε θύελλα καί δυνατή βροχή (Γ΄ Βασ. 18, 45). Ὁ βασιλιάς ἐπιστρέφοντας στό παλάτι διηγήθηκε στή γυναίκα του Ἰεζάβελ ὅλα ὅσα ἔκανε ὁ προφήτης Ἠλίας καί πώς ἐξολόθρευσε τούς «προφῆτες» τοῦ Βάαλ. Ἡ Ἰεζάβελ ὀργισμένη ἔστειλε μέ ἀγγελιοφόρο μήνυμα στόν Ἠλία: Νά μέ τιμωρήσουν οἱ θεοί, ἄν αὔριο τέτοια ὥρα δέν σοῦ κάνω ὅ,τι ἔκανες ἐσύ στούς προφῆτες (Γ΄ Βασ. 19,2).

Ὁ Ἠλίας κρύβεται στό ὄρος Χωρήβ.

Ὅταν ὁ προφήτης πῆρε τό μήνυμα φοβήθηκε καί σηκώθηκε κι ἔφυγε γιά νά σώσει τή ζωή του. Στό Γ΄ Βασιλειῶν (19, 310) περιγράφεται μέ ἐνάργεια τό περιστατικό: Φεύγοντας πῆγε στή ΒέερΣεβά, πού ἀνῆκε στό βασίλειο τοῦ Ἰούδα. Ἄφησε ἐκεῖ τόν ὑπηρέτη του κι ὁ ἴδιος προχώρησε μιᾶς ἡμέρας δρόμο μέσα στήν ἔρημο. Ἦρθε καί κάθισε στή σκιά ἑνός σπαρτόδενδρου. Παρακαλοῦσε νά πεθάνει: Ἀρκετά ὥς ἐδῶ, Κύριε, ἔλεγε. Πάρε τή ζωή μου, γιατί ἐγώ δέν εἶμαι καλύτερος ἀπό τούς προγόνους μου.   Ὕστερα ξάπλωσε καί τόν πῆρε ὁ ὕπνος. Ἄγγελος Κυρίου ὅμως τόν ἄγγιξε καί τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε. Γυρίζοντας ὁ  Ἠλίας τό κεφάλι του εἶδε μία λαγάνα ψητή σέ καυτές πέτρες καί μία κανάτα νερό. Ἀφοῦ ἔφαγε καί ἤπιε, ξάπλωσε καί πάλι. Ἀλλά ὁ ἄγγελος τοῦ εἶπε: Σήκω καί φάγε, γιατί ἔχεις ἀκόμα πολύ δρόμο μπροστά σου.

Ὁ προφήτης συμμορφώθηκε.

Καί μέ τή δύναμη ἐκείνης τῆς τροφῆς βάδισε 40 μερόνυχτα ὥς τό Χωρήβ, τό βουνό τοῦ Θεοῦ. Μπῆκε σέ μία σπηλιά, ὅπου πέρασε τή νύχτα. Τότε ὁ Κύριος τόν ρώτησε: Τί ζητᾶς ἐδῶ, Ἠλία; Καί ὁ προφήτης ἀπάντησε: «Ἐγώ ἀγωνίστηκα μέ μεγάλο ζῆλο γιά σένα, Κύριε, Θεέ τοῦ σύμπαντος. Ἀλλά οἱ Ἰσραηλίτες ἀθέτησαν τή διαθήκη σου, γκρέμισαν τά θυσιαστήριά σου καί κατέσφαξαν τούς προφῆτες σου• μόνον ἐγώ ἀπέμεινα καί ζητοῦν κι ἐμένα νά θανατώσουν».

Ὁ Κύριος στή συνέχεια ἐμφανίστηκε στόν Ἠλία ὄχι ὡς μεγάλος καί δυνατός ἄνεμος πού ἔσχιζε τά βουνά καί σύντριβε τούς βράχους στό πέρασμά του• οὔτε σάν σεισμός ἤ φωτιά, ἀλλά ὡς ἕνας ἦχος ἀπό ἐλαφρό ἀεράκι (Γ΄ Βασ. 19, 1112). Καί ἔδωσε ἐντολή στόν προφήτη του νά πάει στή Δαμασκό γιά νά χρίσει τό νέο βασιλιά τῶν Συρίων, ὕστερα τό νέο βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ καί στή συνέχεια νά χρίσει διάδοχό του προφήτη τόν Ἐλισαῖο. Πράγμα πού ἔκανε ὁ Ἠλίας.

Ἡ ἁρπαγή τοῦ προφήτου Ἠλία στόν οὐρανό.

Αφοῦ ὁ προφήτης Ἠλίας ἔζησε καί ἔδρασε κατά τό θέλημα τοῦ Κυρίου, ἔφτασε ὁ καιρός νά τόν πάρει ὁ Θεός στούς οὐρανούς μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο (Δ΄Βασ. 2,1). Τό θαυμαστό γεγονός περιγράφεται πολύ παραστατικά στό 2ο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου «Βασιλειῶν Δ΄» ὡς ἑξῆς:

Μία φορά πού ὁ Ἠλίας καί ὁ (μαθητής του) Ἐλισαῖος ἐπέστρεφαν μαζί ἀπό τά Γάλγαλα, εἶπε κάποια στιγμή ὁ πρῶτος στό δεύτερο: Μεῖνε ἐδῶ, γιατί ὁ Κύριος μέ στέλνει στή Βαιθήλ. Ὁ Ἐλισαῖος ἀπάντησε: Ὁρκίζομαι στόν ἀληθινό Θεό καί σ’ ἐσένα, ὅτι δέν θά σ’ ἀφήσω. Ἔτσι πῆγαν μαζί στή Βαιθήλ, πού εἶναι ἱερός τόπος βόρεια τῆς Ἰερουσαλήμ. Ἐκεῖ βρισκόταν μία ὁμάδα προφητῶν πού εἶπαν στόν Ἐλισαῖο: Τό ξέρεις ὅτι σήμερα ὁ Θεός θά πάρει ἀπό κοντά σου τόν κύριό σου; Αὐτός ἀπάντησε πώς τό ξέρει, ἀλλά τούς παρεκάλεσε νά μή μιλᾶνε γι’ αὐτό.

Ὕστερα ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἐλισαῖος πῆγαν στήν Ἰεριχώ. Τήν ἴδια ἐρώτηση ἔκαναν στόν Ἐλισαῖο καί οἱ ἐκεῖ προφῆτες, πῆραν ὅμως τήν αὐτή ἀπάντηση. Κατόπιν οἱ δυό τους, κατά τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου, βάδισαν πρός τόν Ἰορδάνη ποταμό, ἐνῶ τούς ἀκολουθοῦσαν 50 προφῆτες πού στάθηκαν σέ κάποια ἀπόσταση ἀπ’ αὐτούς. Τότε ὁ Ἠλίας πῆρε τό μανδύα του [τή μηλωτή], τόν δίπλωσε καί χτύπησε μ’ αὐτόν τά νερά. Ἐκεῖνα ἄνοιξαν στά δύο καί πέρασαν ἀνάμεσα οἱ δυό ἄντρες πατώντας σέ ξηρά (Δ΄ Βασ. 2,8). Ὁ Ἠλίας εἶπε στό μαθητή του: Ζήτησέ μου τί θέλεις νά κάνω γιά σένα, πρίν μέ πάρει ὁ Κύριος ἀπό κοντά σου. Κι ὁ  Ἐλισαῖος ζήτησε νά τοῦ δώσει διπλάσιο τό προφητικό του πνεῦμα. Ὁ Ἠλίας τοῦ εἶπε: Δύσκολο πράγμα ζήτησες.  Ὡστόσο ἄν μέ δεῖς τή στιγμή πού θά φεύγω ἀπό κοντά σου, τότε θά γίνει αὐτό πού ζήτησες• ἄν ὅμως δέν μέ δεῖς, δέν θά γίνει (Δ΄Βασ. 2,10).

Ξαφνικά, καθώς προχωροῦσαν συζητώντας, φάνηκε ἕνα ἅρμα ἀπό φωτιά, κι ἄλογα πύρινα τούς χώρισαν τόν ἕναν ἀπό τόν ἄλλον. Κι ἀνέβαινε ὁ Ἠλίας μέσα σέ ἀνεμοστρόβιλο στόν οὐρανό (στίχ. 11), ἐνῶ ἄφησε νά πέσει ἀπό πάνω του ὁ μανδύας (μηλωτή) πού τόν μάζεψε ὁ  Ἐλισαῖος. Οἱ προφῆτες πού παρακολουθοῦσαν τά γινόμενα ἀπό μακριά, εἶπαν: Τό πνεῦμα τοῦ Ἠλία ἔμεινε στόν  Ἐλισαῖο (στίχ. 15).

Ὁ προφήτης Ἠλίας ἔδειξε ἔνθερμο ζῆλο γιά τό νόμο τοῦ Θεοῦ καί γι’ αὐτό ἀναλήφθηκε στόν οὐρανό (Α΄Μακκ. 2,58).

Ἐπίλογος

Αὐτός εἶναι ὁ βίος καί ἡ πολίτεία τοῦ ἁγίου ἐνδόξου προφήτου Ἠλιού τοῦ Θεσβίτου, τοῦ «ζηλωτοῦ καί τῶν παθῶν αὐτοκράτορος», τοῦ ὑψιπέτου καί «τῶν προφητῶν τό ἐγκαλλώπισμα», τοῦ «ἐν σώματι ἀγγέλου καί τοῦ ἀσάρκου ἀνθρώπου», «τοῦ φθαρτοῦ ἀνθρώπου» πού «ἀφθαρσίαν ἐνδέδυται», τοῦ οὐρανοδρόμου, «τοῦ ἐπόπτου ἀρρήτων μυστηρίων».

Καί τίς μεσιτεῖες του ἄς ἐπικαλοῦνται στίς προσευχές τους οἱ πιστοί, κράζοντες μαζί μέ τόν ὑμνωδό του:

Προφῆτα καί προόπτα τῶν μεγαλουργιῶν τοῦ Θεοῦ, Ἠλία μεγαλώνυμε, ὁ τῷ φθέγματί σου στήσας τά ὑδατόρρητα νέφη, πρέσβευε ὑπέρ ἡμῶν, πρός τόν μόνον Φιλάνθρωπον.


Ἀπολυτίκιον τοῦ Προφήτου Ἠλία
Ἦχος δ' - Ταχύ προκατάλαβε

Ὁ ἔνσαρκος ἄγγελος, τῶν Προφητῶν ἡ κρηπίς, ὁ δεύτερος Πρόδρομος τῆς
παρουσίας Χριστοῦ, Ἠλίας ὁ ἔνδοξος, ἄνωθεν καταπέμψας, Ἐλισσαίῳ τὴν χάριν,
νόσους ἀποδιώκει, καὶ λεπροὺς καθαρίζει· διὸ καὶ τοῖς τιμῶσιν αὐτὸν βρύει ἰάματα.
Περισσότερα...

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Αγία Μαρίνα

Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε στην Αγία Μαρίνα, τη μνήμη της οποίας η Εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 17 Ιουλίου.

Η Αγία Μαρίνα καταγόταν από την Αντιόχεια της Πισιδίας και έδρασε την εποχή του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Ήταν μοναχοκόρη και μάλιστα ο πατέρας της ήταν ιερέας των ειδώλων. Δεν είχε συμπληρώσει το δωδέκατο έτος της ηλικίας της όταν πέθανε η μητέρα της και ο πατέρας της ανέθεσε την ανατροφή της σε κάποια χριστιανή γυναίκα. Η Αγία Μαρίνα τότε διδάχθηκε το Χριστιανισμό και άνοιξε την ψυχή της για να δεχτεί το Σωτήρα της Χριστό.

Όταν ο έπαρχος Ολύμβριος πληροφορήθηκε τα σχετικά με αυτή, διέταξε να την οδηγήσουν μπροστά του και προσπάθησε με κάθε μέσο να τη μεταπείσει. Μάλιστα, θαμπωμένος από την ομορφιά της, της ζήτησε να γίνει γυναίκα του. Εκείνη αρνήθηκε και συνέχισε να ομολογεί την πίστη της. Γι΄ αυτό και υπέστη φρικτά βασανιστήρια.

Αφού της καταξέσκισαν τις σάρκες με σιδερένια νύχια, την έριξαν στη φυλακή. Όταν την ανέκρινε για δεύτερη φορά και διαπίστωσε ότι παρέμενε ακλόνητη την έκαψε με αναμμένες λαμπάδες. Τότε όμως συνέβη μέγα θαύμα: Οι πληγές της έκλεισαν και όσοι βρίσκονταν εκεί έγιναν αμέσως χριστιανοί. Ο έπαρχος εξοργισμένος διέταξε να την αποκεφαλίσουν και έτσι η Αγία έλαβε το αμάραντο στεφάνι του μαρτυρίου.


Θαύμα της Αγίας Μαρίνας

Πολλές φορές στην ζωή μας, σαν συνειδητοί Χριστιανοί, επικαλούμεθα τον Θεό και τους Αγίους Του.

Αυτό λοιπόν έκανε και μια οικογένεια από την Κύπρο, γνωστή από τις τηλεοπτικές εκκλήσεις της πριν δύο χρόνια, για την εξεύρεση δότη προκειμένου να βρεθεί μόσχευμα για εγχείρηση στο μικρό παιδί τους, τον Ανδρέα που έπασχε από λευχαιμία.

Μόσχευμα βρέθηκε και οι γονείς ετοιμάσθηκαν για να ταξιδεύσουν στις ΗΠΑ, όπου θα γινόταν η λεπτή χειρουργική επέμβαση μεταμόσχευσης μυελού.

Όλοι θυμόμαστε τότε την αγωνία της οικογένειας του Βάσου Βασιλείου από τη Λεμεσό και τις καθημερινές εκκλήσεις τους στον Χριστό μας για να σώσει το παιδί τους.

Πριν λοιπόν ξεκινήσουν για την εγχείρηση, οι γονείς, άκουσαν για τα θαύματα της Αγίας Μαρίνας και πήραν την πρωτοβουλία να τηλεφωνήσουν στο μοναστήρι τής Αγίας Μαρίνας στην Άνδρο και να ζητήσουν την ευλογία Της.

Στο τηλέφωνο ο ηγούμενος της Μονής αρχιμανδρίτης Κυπριανός υποσχέθηκε πως θα προσευχηθεί στην Αγία και ευχήθηκε στους γονείς να έχει το παιδί την Αγία Μαρίνα στο χειρουργείο για βοήθεια. Πράγματι με την ευχή του ηγουμένου Κυπριανού στις αποσκευές τους και με ακράδαντη την πίστη για τη βοήθεια της Αγίας Μαρίνας οι δύο γονείς και ο μικρός Ανδρέας μετέβησαν στις ΗΠΑ.

Μετά τις καθιερωμένες προκαταρκτικές εξετάσεις προετοιμασίας ο μικρός Ανδρέας εισήλθε για την πραγματικά πολύ σοβαρή και λεπτή εγχείρηση.

Λίγη ώρα πριν το χειρουργείο παρουσιάστηκε στον ιατρό που θα χειρουργούσε τον μικρό Ανδρέα μία γυναίκα.

Είπε πως είναι γιατρός και παρακάλεσε να παρακολουθήσει την εγχείρηση, επειδή ήταν προσωπική ιατρός του μικρού Ανδρέα. Η συζήτηση της γυναίκας με τον χειρούργο έδειχνε πως κατείχε την ιατρική επιστήμη και δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στο χειρούργο να σκεφτεί πως δεν είναι ιατρός.

Εκείνος πάντως της είπε πως δεν επιτρέπεται να βρίσκεται στο χειρουργείο ξένος ιατρός και πως αποτελούσε πρακτική της ιατρικής του ομάδας να μην μετέχουν άλλοι στις λεπτές αυτές εγχειρήσεις.

Η επιμονή όμως της γυναίκας έκαμψε την αρχική αδιαλλαξία του χειρούργου. Της ζήτησε να αφήσει τα στοιχεία της στη γραμματεία και να εισέλθει στη συνέχεια στο χειρουργείο μαζί του.

Έτσι και έγινε. Η άγνωστη ιατρός εισήλθε στο χειρουργείο και όχι απλώς παρακολουθούσε αλλά συμμετείχε ενεργά στην εγχείρηση του μικρού Ανδρέα. Αρκετές φορές μάλιστα έδωσε τις κατευθύνσεις για το πώς έπρεπε να προχωρήσει η επέμβαση.

Όλα πήγαν καλά και ο γιατρός αφού την ευχαρίστησε εξήλθε του χειρουργείου.

Το ζεύγος Βασιλείου έτρεξε να πληροφορηθεί για το πώς πήγε η εγχείρηση.

«Όλα πήγαν πολύ καλά» τους είπε. Και πρόσθεσε:

«Δεν μπορώ όμως να καταλάβω πώς είχατε μια τέτοια γιατρό για το παιδί σας και ήλθατε σε μένα;»

Οι γονείς έκπληκτοι του απάντησαν ότι δεν είχαν φέρει κάποια γιατρό και δεν γνωρίζουν κάτι σχετικό. Ο χειρούργος όμως επέμενε και τους είπε πως όταν εξήλθε από το χειρουργείο η γιατρός του μικρού Ανδρέα, παρέμεινε για λίγο μέσα με την υπόλοιπη ιατρική ομάδα.

Ως εκ τούτου κάπου εκεί γύρω έπρεπε να είναι και τους προέτρεψε να τη συναντήσουν.

Μάταια όμως έψαχναν να τη βρουν. Η γιατρός είχε εξαφανισθεί...

Σκέφθηκαν πως θα έφυγε και πήγαν μετά την προτροπή του χειρούργου στη γραμματεία να ζητήσουν τα στοιχεία της προκειμένου να την ευχαριστήσουν. Πίστευαν πως ίσως κάποια γιατρός από την Ελλάδα, ή την Κύπρο ευαισθητοποιήθηκε και ταξίδευσε στις ΗΠΑ για να συμβάλλει στην λεπτή χειρουργική επέμβαση.

Με έκπληξη διαπίστωσαν πως η άγνωστη γυναίκα ιατρός είχε υπογράψει με το όνομα Μαρίνα από την Άνδρο (Marina from Andros).

Δεν πίστευαν αυτό που έβλεπαν.

Στέκονταν επί αρκετή ώρα αμήχανοι μπροστά στο θαύμα της Αγίας Μαρίνας.

Τα δάκρυα ευγνωμοσύνης και χαράς πλημμύρισαν τα μάτια τους.

Θυμήθηκαν αυτό που τους είχε πει ο σεβαστός γέροντας και ηγούμενος της ομώνυμης Ιεράς Μονής.

"Πηγαίνετε στην Αμερική και εύχομαι η Αγία Μαρίνα να είναι μέσα στο χειρουργείο"

Την απερίγραπτη χαρά τους για την επιτυχή έκβαση της εγχείρησης και την επαναφορά της υγείας του μικρού Ανδρέα τη μετέφεραν στα ΜΜΕ μιλώντας για το αληθινό θαύμα.

Από τότε έβαλαν ως τάμα να βρίσκονται πάντοτε οικογενειακώς στην Άνδρο την ημέρα της μνήμης της Αγίας Μαρίνας.

Έτσι και πράττουν, ενώ όπως ανέφερε μοναχός της Μονής με τον οποίο συνομιλήσαμε δύο φορές, στα χρόνια που μεσολάβησαν από τότε, η οικογένεια Βασιλείου μεταβαίνει τακτικά από τη Λεμεσό κάθε καλοκαίρι στην Άνδρο για να ευχαριστήσει την Αγία Μαρίνα, που έσωσε τον μικρό Ανδρέα.

Ουδέποτε λοιπόν απουσίασαν τα θαύματα των Αγίων από τη ζωή τής Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, και είθε ο Πανάγαθος Θεός, ό Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός, να μας ενισχύει την πίστη μας με τα θαύματα των Αγίων μας.

Ευχαριστούμε θερμώς την κ. Κυριακοπούλου Σπυριδούλα, συνταξιούχο ιατρό, που είχε την ευγενή καλοσύνη να μας ενημερώσει για το ανωτέρω θαύμα. Θερμές ευχαριστίες στον ηγούμενο της Ιεράς Μονής και στην αδελφότητα για τις διευκρινίσεις και τις απαντήσεις στα ερωτήματα που τους θέσαμε.

Το τηλέφωνο της Ιεράς Μονής, Αγίας Μαρίνης Άνδρου είναι: 2282024074.


Απολυτίκιον - Ήχος πλ. α' - Τον συνάναρχον Λόγον

Μνηστευθείσα τω Λόγω Μαρίνα ένδοξε, των επίγειων την σχέσιν πάσαν κατέλιπες, και ενήθλησας λαμπρώς ως καλλιπάρθενος· τον γαρ αόρατον εχθρόν, κατεπάτησας στερρώς, οφθέντα σοι Αθληφόρε. Και νυν πηγάζεις τω κόσμω, των ιαμάτων τα χαρίσματα.


Αναδημοσίευση κειμένου από: gonia.gr
Περισσότερα...

Τρίτη 15 Ιουλίου 2014

Εμφάνιση της Αγ. Ευφημίας στον Γέροντα Παΐσιο


Στην ανάρτηση αυτή θα δούμε πώς η Αγία Ευφημία εμφανίστηκε στον Γέροντα Παΐσιο, μέσα από το βιβλίο «Βίος Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου», του Ιερομο- νάχου Ισαάκ, των εκδόσεων Καλύβης Αναστάσεως, Καψάλας Αγίου Όρους.

Ήταν στην αυλή της Καλύβης του ο Γέροντας (Παΐσιος), όταν τον επισκέφθηκε κάποιο πνευματικό του τέκνο. Επανελάμ- βανε συνεχώς από την καρδιά του: «Δόξα σοι ο Θεός», πάλιν και πολλάκις.


Σε μια στιγμή ο Γέροντας του είπε: «Αχρηστεύεται κανείς με την καλή έννοια»;

-Ποιος, Γέροντα;

-Ήσυχα καθόμουν στο Κελλί μου, ήρθε και με παλάβωσε. Ωραία περνούν επάνω.

-Τι συμβαίνει, Γέροντα;

-Θα σου πω, αλλά μην το πεις σε κανέναν.

Του διηγήθηκε τότε το έξης: «Είχα γυρίσει από τον κόσμο, όπου είχα βγει για ένα εκκλησιαστικό θέμα. Την Τρίτη, κατά η ώρα 10 το πρωί, ήμουν μέσα στο Κελί μου και έκανα τις Ώρες.

Ακούω χτύπημα στην πόρτα και μια γυναικεία φωνή να λέει: «Δι' ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Σκέφθηκα: «Πώς βρέθηκε γυναίκα μέσα στο Όρος;». Εν τούτοις ένιωσα μια θεία γλυκύτητα μέσα μου και ρώτησα:

- Ποιος είναι;

- Η Ευφημία! (απαντά).

Σκεφτόμουν, «ποια Ευφημία; Μήπως καμιά γυναίκα έκανε καμιά τρέλα και ήρθε με ανδρικά στο Όρος; Τώρα τι να κάνω;». Ξαναχτυπά. Ρωτάω:

- «Ποιος είναι»;

- «Η Ευφημία», απαντά και πάλι.

Σκέφτομαι και δεν ανοίγω. Στην τρίτη φορά που χτύπησε, άνοιξε μόνη της η πόρτα, που είχε σύρτη από μέσα. Άκουσα βήματα στον διάδρομο. Πετάχτηκα από το Κελί μου και βλέπω μια γυναίκα με μανδήλα. Την συνόδευε κάποιος, που έμοιαζε με τον Ευαγγελιστή Λουκά, ο οποίος εξαφανίσθηκε. Παρ’ όλο πού ήμουν σίγουρος ότι δεν είναι του πειρασμού, γιατί λαμποκοπούσε, την ρώτησα ποια είναι.

- Η μάρτυς Ευφημία, (απαντά).

- Αν είσαι η μάρτυς Ευφημία, έλα να προσκυνήσουμε την Αγία Τριάδα. Ό,τι κάνω εγώ να κάνεις και συ.

Μπήκα στην Εκκλησία, κάνω μια μετάνοια λέγοντας: «Εις το όνομα του Πατρός». Το επανέλαβε με μετάνοια. «Και του Υιού».

- «Και του Υιού», είπε με ψιλή φωνή.

- Πιο δυνατά, ν’ ακούω, είπα και επανέλαβε δυνατότερα.

- Ενώ ήταν ακόμα στο διάδρομο έκανε μετάνοιες, όχι προς την Εκκλησία, αλλά προς το Κελί μου. Στην αρχή παραξενεύτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα ότι είχα μια μικρή χάρτινη εικονίτσα της Αγίας Τριάδος, κολλημένη σε ξύλο, πάνω από την πόρτα του Κελιού μου. Αφού προσκυνήσαμε και για τρίτη φορά.

- «Και του Αγίου Πνεύματος».

Μετά είπα: «Τώρα, να σε προσκυνήσω και εγώ». Την προσκύνησα και ασπάστηκα τα πόδια της και την άκρη της μύτης της. Στο πρόσωπο το θεώρησα αναίδεια να την ασπασθώ.

- Ύστερα κάθισε η Αγία στο σκαμνάκι και εγώ στο μπαουλάκι και μου έλυσε την απορία που είχα (στο εκκλησιαστικό θέμα).

- Μετά μου διηγήθηκε την ζωή της. Ήξερα ότι υπάρχει μια Αγία Ευφημία, αλλά τον βίο της δεν τον ήξερα. Όταν μου διηγείτο τα μαρτύρια της, όχι απλώς τα άκουγα, αλλά σαν να τα έβλεπα· τα ζούσα. Έφριξα! Πα, πα, πα!

- Πώς άντεξες τέτοια μαρτύρια; ρώτησα.

- Αν ήξερα τι δόξα έχουν οι Άγιοι, θα έκανα ό,τι μπορούσα να περάσω πιο μεγάλα μαρτύρια.

- Μετά απ’ αυτό το γεγονός για τρεις μέρες δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Σκιρτούσα και συνεχώς δόξαζα τον Θεό. Ούτε να φάω, ούτε τίποτα… συνεχώς δοξολογία».

Σε επιστολή του αναφέρει: «Σ’ όλη μου τη ζωή δεν θα μπορέσω να εξοφλήσω την μεγάλη μου υποχρέωση στην Αγία Ευφημία, η οποία ενώ ήταν άγνωστή μου και χωρίς να είχε καμιά υποχρέωση, μου έκανε αυτή την μεγάλη τιμή…».

Διηγούμενος το γεγονός πρόσθεσε με ταπείνωση ότι παρουσιάστηκε η Αγία Ευφημία, «όχι γιατί το αξίζω, αλλά επειδή με απασχολούσε εκείνο τον καιρό ένα θέμα που είχε σχέση με την κατάσταση της Εκκλησίας γενικά, και για δύο άλλους λόγους».

Εντύπωση έκανε στον Γέροντα «πώς αυτή η μικροκαμωμένη και αδύνατη άντεξε τόσα μαρτύρια. Να πεις ήταν καμία… (εννοούσε σωματώδης και δυνατή). Μια σταλιά ήταν».

Μέσα σε αυτήν την παραδεισένια κατάσταση συνέθεσε προς τιμήν της Αγίας ένα στιχηρό προσόμοιο: «Ποίοις ευφημιών άσμασιν ευφημήσωμεν την Ευφημίαν, την καταδεχθείσαν από άνωθεν και επισκεφθείσασαν κάτοικον μοναχόν ελεεινόν εν τη Καψάλα. Εκ τρίτου την θύραν πάλιν του έκρουσε τετάρτη ηνοίχθη μόνη εκ θαύματος και εισελθούσα με ουράνιον δόξαν, του Χριστού η Μάρτυς, προσκυνούντες ομού Τριάδα την Αγίαν».

Και ένα εξαποστειλάριο κατά το «Τοις μαθηταίς συνέλθωμεν…», που άρχιζε: «Μεγαλομάρτυς ένδοξε του Χρίστου Ευφημία, σ’ αγαπώ πολύ - πολύ μετά την Παναγία…». (Φυσικά αυτά δεν τα είχε για λειτουργική χρήση, ούτε τα έψαλλε δημοσίως).

Παρά την συνήθειά του βγήκε πάλι στην Σουρωτή και έκανε τις αδελφές μετόχους αυτής της ουράνιας χαράς. Με την βοήθειά του και τις οδηγίες του αγιογράφησαν την Αγία, όπως του εμφανίσθηκε.

Ο Γέροντας φιλοτέχνησε το αρνητικό της εικόνος της Αγίας σε μήτρα ατσάλινη με την οποία έκανε πρεσσαριστά εικονάκια και τα μοίραζε ευλογία στους προσκυνητές εις τιμήν της αγίας Ευφημίας. Κατά το σκάλισμα δυσκολεύτηκε να κάνει τα δάχτυλα του αριστερού της χεριού. Είπε: «Παιδεύτηκα να κάνω το χέρι της, αλλά μετά έβαλα έναν καλό λογισμό: «Ίσως επειδή και εγώ την παίδεψα την καημένη».
Περισσότερα...

Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

Αγία Ευφημία

Στην ανάρτηση αυτή θα δούμε το Βίο και την πολιτεία της Αγίας και Μεγαλομάρτυρος Ευφημίας, μέσα από ένα κείμενο του ιεροκήρυκα Αρχιμ. Νικοδήμου Γ. Αεράκη.

Η Αγία Ευφημία έζησε κατά τους χρόνους του Διοκλη- τιανού και ήθλησε το έτος 303. Κατήγετο από την Χαλ- κηδόνα. Ήτο θυγάτηρ του περιφανούς και πλουσίου Συγκλητικού Φιλόφρονος και της ευσεβούς και φιλο-πτώχου Θεοδοσιανής. Η Αγία επαιδαγωγήθη «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου» διό ηγάπησε τον Χριστό, την παρθενίαν και την μετά ζήλου ομολογίαν του Χριστού.


O ανθύπατος της Ανατολής Πρίσκος εχων συγκάθεδρον τον φιλόσοφον και ιερέα του Άρεως Απελιανόν, εκήρυξε, κατά την απόφασιν και εντολήν του Διοκλητιανού, διωγμόν κατά των Χριστιανών εις την Ανατολήν. Κατά την εορτήν του ψευδωνύμου Θεού Άρεως εζήτησε άπαντες οι κάτοικοι να προσέλθουν εις την εορτήν. Όσoι δεν θα προσήρχοντο θα ετιμωρούντο με φοβερά κολαστήρια. Οι χριστιανοί καθ' ομάδας εκρύπτοντο άλλοι εις οικίας και άλλοι εις ερημικάς περιοχάς. Η Αγία Ευφημία ηγείτο μιας τοιαύτης ομάδος στηρίζουσα τούς πιστούς διά του φλογερού λόγου της.

Συνελήφθη η Αγία μετά των τεσσαράκοντα εννέα μελών της ομάδος της. Εις την πρόσκλησιν του Πρίσκου να θυσιάσουν εις το είδωλον του Άρεως η Αγία και η ομάδα της ηρνήθησαν με τόλμην και παρρησίαν, από την απάντησίν των εθυμώθη ο Πρίσκος και έδωκεν εντολήν να δέρουν επί είκοσι ημέρας τους Αγίους και να τους φυλακίσουν. Μετά τας είκοσι ημέρας εδοκίμασε και πάλιν να πείσει τούς μάρτυρας να θυσιάσουν. Μετά την αρνησίν των, τους έδειραν τόσον, ώστε κατεπονήθησαν οι δέροντες στρατιώται. Τότε τούς λοιπούς μάρτυρας ο Πρίσκος έκλεισεν εις την φυλακήν, την δε Αγίαν προσεπάθησε να την πείσει να θυσιάσει. Μετά την άρνησίν της και την ομολογίαν της πίστεώς της εις τον Χριστόν την έβαλον εις τον τροχόν και έτσι κατεκόπτετο όλον το σώμα της Αγίας. Κατά το μαρτύριόν της η Αγία προσηύχετο διαρκώς. Μετά το πέρας της προσευχής της θαυματουργικώς ελύθη από τον τροχόν και αποκατεστάθη τέλειον και υγιές το σώμα της. Εν συνεχεία ερρίφθη η Αγία εις πυρακτωμένην κάμινον. Οι προεστώτες των υπηρετών Σωσθένης και Βίκτωρ ηρνήθησαν να ρίψουν την Αγίαν εις την κάμινον, διότι έβλεπον να ίστανται παρά το πλευρόν της Αγίας δύο φοβεροί άνδρες, οι οποίοι απειλούσαν ότι θα διασκορπίσουν το πυρ. Ο Σωσθένης και ο Βίκτωρ ομολόγησαν τον Χριστόν και εμαρτύρησαν. Προσευχηθείσα η Αγία ερρίφθη εις την κάμινον. Η φλόξ δεν ήγγισε την Αγίαν, αλλά διεσκορπίσθη έξω της καμίνου και έκαυσε πολλούς.

Ο Πρίσκος υπέβαλε την Αγίαν εις νέον μαρτύριον. Εκτύπωv την Μάρτυρα με οξείς λίθους και σίδηρα αιχμηρά και έτσι κατεκόπη και κατεξεσχίσθη το σώμα της. Και πάλιv θαυματουργικώς αποκατεστάθη υγιής. Ακολούθως ερρίφθη η Αγία εις μεγάλην δεξαμενήv, όπου ύπηρχον σαρκοβόρα θηρία της θαλάσσης. Τα θηρία όχι μόνον δεv έβλαψαv την Αγίαν, αλ­λά και τηv εβάσταζοv επάνω των. Έπειτα έβαλοv την Μάρτυρα εις λάκκον με σουβλιά. Και εκείθεν εξήλθεν αβλαβής. Επεχείρησεv ο Πρίσκος να πριονίσει και να καύσει την Αγίαν. Οι οδόντες εστράβωσαν και το πυρ εσβέσθη και ουδέν αύτη έπαθεν. Τέλος ερρίφθη η Μάρτυς εις θηρία, τα οποία ήλθον πλησίον της προσκυvούντα αυτήv. Επειδή η Αγία προ του μαρτυρίου αυτού ικέτευσε τον Χριστόν vα την αναπαύση πλησίον Του, μία άρκτος τηv εδάγκωσε και ούτω παρέδωκε την αγίαv της ψυχήv εις χείρας του Νυμφίου της.

Χαίροvτες οι γονείς της έθαψαv μετά πάσης τιμής το πάνσεπτόν της λείψανον εις την Χαλκηδόνα και εδόξαζαν τοv Κύριον, διότι ηξιώθησαν της τιμής να έχουν τηv θυγατέρα των Μεγαλομάρτυρα της Εκκλησίας και πρέσβειραν των πλησίον Του.

O Κύριος ετίμησε την καλλίνικον παρθένον και μάρτυρα Ευφημίαν με την δωρεάν της αφθαρσίας του πολυάθλου και παρθενικού της σώματος. Εις την Χαλκηδόνα συνήλθαν οι 630 θεοφόροι Πατέρες το έτος 451 συγκροτήσαντες την Αγίαν Τετάρτην Οικουμενικήν Σύνοδον, επί των ευσεβεστάτων Βασιλέων Μαρκιανού και Πουλχερίας. Ή Σύνοδος αυτή κατεδίκασε τον αιρετικόν Ευτυχή, όστις εκήρυττε την πλάνην, ότι ο Χριστός έχει μόνον μίαν φύσιν και μίαν ενέργειαν, αυτήv της Θεότητος. Οι Άγιοι Πατέρες εδογμάτισαν την πίστιv της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός έχει δύο τελείας φύσεις, θελήσεις και ενεργείας, την θείαν και την ανθρωπίνην, εις μίαν Yπόστασιν. Είναι δε ηνωμέναι αι δύο φύσεις ατρέπτως, ασυγχύτως,. αναλλοιώτως και αδιαιρέτως. Κατά την ανωτέρω Σύνοδον οι Όρθόδοξοι Πατέρες συνέταξαν Τόμον, ο οποίος περιείχε την πίστιν την αληθή, την οποίαν πάντοτε επίστευε και εκήρυττεν η Έκκλησία του Χριστού. Επίσης οι αιρετικοί Μονοφυσίται συνέταξαν ίδιον τόμον, που περιείχε τας πλάνας των. Τότε ομοφώνως ορθόδοξοι και αιρετικοί απεφάσισαν να τεθούν και τα δύο κείμενα επί του στήθους της Αγίας Ευφημίας και ανοίξαντες την λειψανοθήκην έπραξαν ούτως και εσφράγισαν πάλιν ταύτην. Ότε δε ήνοιξαν την θήκην, εύρον τον Τόμον των Ορθοδόξωv εις τας χείρας αυτής και των αιρετικών Μονοφυσιτών το κείμενον εις τους πόδας αυτής. Έτσι η Μεγαλομάρτυς Ευφημία με το εξαίσιον αυτό θαύμα επεκύρωσε και υπέγραψε τον ορθόδοξον Τόμον και διεσάλπισε το Χριστολογικόν δόγμα περί των δύο φύσεων του Χριστού μας εις τα πέρατα της οικουμένης και απέδειξε την διδασκαλίαν του Ευτυχούς και των οπαδών του Μονοφυσιτών ως σατανικήν πλάνην.

Η μνήμη της τιμάται την 11ην Ιουλίου.
Περισσότερα...

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

Άγιος Προκόπιος


Μέσα από το χορό των Μαρτύρων της Εκκλησίας μας, ξεπροβάλλει αγγελοπρεπώς ο Άγιος Μεγαλομάρτυρας Προκόπιος. Άνδρας πoλέμιoς αρχικά της Εκκλησίας, νικάται από την αγάπη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και «Θείω ζήλω πυρπολούμενος, κατά τον υμνογράφο, κατακολουθεί, ώσπερ ο Παύλος τον Χριστόν».

Σκεύος θειότατο του Αγίου Πνεύματος και πηγή ζωής αιωνίου ο Άγιος, έλκυε και ελκύει στο φως τους διψασμένους χριστιανούς.


Πολλά πρόβατα έφερε στη λογική μάντρα του Χριστού με τη θερμή προσευχή του. Ακόμα και τούς κατηγόρους του δικαστές και τους μέλλοντες να τον θανατώσουν στρατιώτες.

Υπέμεινε καρτερικά φρικώδη βασανιστήρια αναψυχόμενος από την ακατάπαυστη προσευχή και τη γλυκύτητα της χάριτος και όταν έφτασε η ορισμένη ώρα, παρέδωσε την ψυχή του στο Χριστό και πήρε το στεφάνι της ουράνιας δόξας.


ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ

1. Εποχή διωγμών

Είναι η επoχή των διωγμών. Αυτοκράτορας στη Ρώμη ο Διοκλητιανός. Νούς διοικητικός και άνδρας ικανός επέφερε στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος σοβαρές μεταρρυθμίσεις, ώστε παρά την πολλαπλότητα των εθνών, να επιτευχθεί η περίφημη ενότητα των Pωμαίων. Αλλά η ιστορική προσωπικότητα του Διοκλητιανού είναι γνωστή κυρίως για τη σκληρότητα του απέναντι στούς χριστιανούς. Φοβερά ήταν τα βασανιστήρια που υπέφεραν οι χριστιανοί .

Δεν ήταν δυνατόν όμως να διαλυθεί η Εκκλησία, γιατί τη διατήρηση της ανά τους αιώνες υποσχέθηκε ο ίδιος ο Κύριος: «Πύλαι Άδου ού κατισχύσουσιν αυτής». Η Εκκλησία απλώς ακολουθεί το δρόμο που της χάραξε ο Θεάνθρωπος ιδρυτής της: Το δρόμο του Σταυρού που οδηγεί στην Ανάσταση.

2. Ειδωλολατρική ανατροφή

Στην εποχή του Διοκλητιανού στην Αντιόχεια ζούσε μια πλούσια χήρα ευγενικής καταγωγής, η Θεοδοσία. που πίστευε στα είδωλα. Ο άνδρας της, που ήταν χριστιανός και ονομαζόταν Χριστόφορος, πέθανε αφήνοντας της ένα γιό τον Νεανία, ο οποίος ανατράφηκε από τη μητέρα του και διδάχτηκε την ειδωλολατρεία.

Ενώ ο αυτοκράτορας ήταν στη Αντιόχεια, επιστρέφοντας από καταστολή επαναστάσεως κάποιου Αχιλλέα στην Αίγυπτο, η Θεοδοσία, καθώς ήταν από τις πρώτες αρχόντισσες της πόλης, θέλησε να του ζητήσει να τιμήσει το γιό της με μεγάλο αξίωμα. Την άκουσε ο Διοκλητιανός, και προσέχοντας τη σωφροσύνη και την εξαιρετική μόρφωση του Νεανία, τον διόρισε Δούκα σ' όλη την Αλεξάνδρεια..

Ο Νεανίας τότε ανεχώρησε για την επαρχία του, συνοδευόμενος από δύο τάγματα στρατιώτες και πήρε από το Διοκλητιανό τη διαταγή, όσους χριστιανούς βρίσκει, που δεν αρνούνται το Χριστό, να τους εξολοθρεύει, αρπάζοντας πρώτα όλα τα υπάρχοντά τους και μετά από φρικτά βασανιστήρια να τους δίνει επώδυνο Θάνατο.

3. Αποκάλυψη του Χριστού

Η πορεία από την Αντιόχεια στην Αλεξάνδρεια ήταν πολύ κουραστική. Την ημέρα ο ήλιος ήταν τόσο καυτερός, ώστε τα άλογα κινδύνευαν να ψοφήσουν από τη δίψα. Αναγκάζονταν έτσι, Δούκας και στρατιώτες να πεζοπορούν τη νύχτα.

Στην Απάμεια της Συρίας, βγήκε η πόλη ολόκληρη να τους υποδεχτεί. Έμειναν εκεί ώσπου νύχτωσε και μετά συνέχισαν την πορεία τους. Την τρίτη ώρα της νύχτας, σεισμός μεγάλος τράνταξε τη γη. 'Ενας φοβερός κεραυνός έσκισε το ουράνιο στερέωμα. Μέσα από το φως της αστραπής ακούστηκε φωνή μεγάλη που έλεγε: «Νεανία, που πας; και ποιόν καταδιώκεις;» Ο Νεανίας με απορία απάντησε στην άγνωστη φωνή: «O αυτοκράτορας με διόρισε Δούκα στην Αλεξάνδρεια, όπου και με αποστέλλει να θανατώσω όλους τους χριστιανούς» και παρατηρούσε γύρω και τριγύρω με αμηχανία. Τότε φάνηκε στον κατόμαυρο ουρανό ένας ολόλαμπρος Σταυρός, που έμοιαζε σαν από κρύσταλλο. Mέσα από το άπλετο και υπερκόσμιο φώς του Σταυρού εξήλθε φωνή που έλεγε: « Είμαι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού, αυτός που καταδιώκεις».

4. Κατασκευή χρυσού Σταυρού

Η εμφάνιση του Θεανθρώπου Ιησού στο νεαρό ειδωλολάτρη, άρχισε να γκρεμίζει μέσα του τον παλαιό ανθρωπο. Μια νέα ζωή ανέτειλλε: το Φως της Αλήθειας εξαφάνισε το σκότος της πλάνης. Ο Θεός των χριστιανών άρχισε να γίνεται πια και δικός του προβληματισμός. Η οπτασία του άφησε μια ανείπωτη χαρά, μαζί με μια αίσθηση ασφάλειας και προστατευτικότητας από το σημείο του Τιμίου Σταυρού που είδε.

Συνεχίζοντας την πορεία του ο Νεανίας έφτασε στη Σκυθόπολη. Εκεί μάζεψε τους χρυσοχόους τής πόλης και τους είπε: «Θέλω να μου υποδείξετε τον καλύτερο τεχνίτη, για να μου κατασκευάσει ένα σκεύος πολύτιμο».

Οι χρυσοχόοι του υπέδειξαν έναν που ονομαζόταν Μάρκος που όπως είπαν ήξερε καλά την τέχνη. Τότε ο Νεανίας κάλεσε το Μάρκο ιδιαίτερα στο δωμάτιο του και του παράγγειλε να του κατασκευάσει ένα σταυρό, όπως τον είδε στη Θεία οπτασία. Ο Μάρκος αντέδρασε και του είπε: «Φοβούμαι να τον κατασκευάσω, γιατί αν το μάθει ο βασιλιάς θα με θανατώσει». Ο Νεανίας όμως του υποσχέθηκε ότι θα το κρατήσει μυστικό και δε θα το ομολογήσει σε κανένα.

Πείσθηκε ο Μάρκος και κλειδωμένος μέσα στο σπίτι του Νεανία κατασκεύαζε κρυφά το σταυρό. Όταν τον τελείωσε είδε ένα παρόδοξο θέαμα: φάνηκαν στο σταυρό τρεις εικόνες και γράμματα εβραϊκά. Στο πάνω μέρος έγραφε: «Η μορφή τού Δεσπότη». Στο δεξί μέρος φαινόταν ένας άγγελος και γραφόταν «Μιχαήλ» και στο αριστερό το ίδιο, με το όνομα «Γαβριήλ». Ο χρυσοχόος προσπάθησε με επιμoνή να εξαλείψει τις εικόνες, αλλά δεν τα κατάφερε.

Τη νύχτα έφτασε στο σπίτι ο Νεανίας για να δει αν τελείωσε. Μόλις τον είδε τελειωμένο, χάρηκε πολύ και τον προσκύνησε. Ρώτησε τον Μάρκο για τις εικόνες, τι σημαίνουν. Αυτός τού απάντησε ότι δεν γνώριζε, γιατί δεν το κατασκεύασε ο ίδιος, αλλά τυπώθηκαν μόνες τους. Ο Νεανίας τότε κατάλαβε ότι έγιναν με Θεία ενέργεια και γονατιστός το προσκύνησε με πολλή ευλάβεια.

Έδωσε στο χρυσοχόο πολλά χρήματα όπως υποσχέθηκε και τον ευχαρίστησε. Ύστερα αφού τύλιξε με πολύτιμη πορφύρα το σταυρό, αναχώρησε με τους στρατιώτες του για την Αλεξάνδρεια.

5. Με το σταυρό νικητής

Στην Αλεξάνδρεια εκείνο τον καιρό έκαναν επιδρομές Αγαρηνοί. Άρπαζαν με τη βία τις θυγατέρες των επισήμων ανδρών και τις έκαμαν συζύγους τους. Μη μπορώντας οι γονείς τους να αντισταθούν, έκλαιαν για τη συμφορά τους και βρισκόταν σε αμηχανία.

Η εμφάνιση στην πόλη του νέου Δούκα ήταν για τους ανθρώπους της Αλεξάνδρειας μια ελπίδα. Μια ομάδα τον επισκέφτηκε και με δάκρυα στα μάτια ζητούσαν προστασία από τους βαρβάρους. Ο νεαρός άρχοντας τους συμπόνεσε για τη συμφορά τους κι έδωσε εντoλή να ετοιμαστούν οι στρατιώτες για τη συμπλοκή. Όταν μαζεύτηκαν και παρατάχτηκαν μπροστά του, τους έδωσε τις πολεμικές οδηγίες και τελειώνοντας τους είπε: «Με τη δύναμη του Eσταυpωμένoυ Χριστού Θα νικήσουμε». Και ο λόγος του έγινε πραγματικότητα: Με τόση δύναμη πολεμούσαν τους Αγαρηνούς, ώστε νικημένοι κατά κράτος έφευγαν οι βάρβαροι αφήνοντας στο πεδίο της μάχης περισσότερους από έξη χιλιάδες νεκρούς. Από τους στρατιώτες τού Νεανία, με τη χάρη τού Θεού, δε σκοτώθηκε κανένας.

6. Αντίδραση της μητέρας του

Μετά τη νίκη του ο Nεανίας ειδοποίησε τη μητέρα του να έλθει στην Αλεξάνδρεια. Όταν έφτασε η μητέρα του και άκουσε τα ανδραγαθήματα του χάρηκε πολύ. Με πολλή αγαλλίαση τού είπε: «Πρέπει να ευχαριστήσεις τους Θεούς, παιδί μου, που παρακάλεσα όταν άρχισες τον αγώνα. Γιατί αυτοί σου έδωσαν τη νίκη». Τότε ο Νεανίας είπε: «Ευλογημένος να’ναι ο αληθινός Θεός που με βοήθησε». Και η μητέρα του: «Mη λέγεις, παιδί μου αγαπημένο, ότι σε βοήθησε ένας Θεός, για να μην οργισθούν οι άλλοι». Βρήκε τότε ο Νεανίας την εύκαιρία να μιλήσει στη μητέρα του, για τη γνωριμία του με τον Χριστό, της εξιστόρησε πως ο αληθινός Θεός τον επισκέφθηκε και τον απάλλαξε από το σκοτάδι της πλάνης των ειδώλων.

Η ευλάβεια της Θεοδοσίας στα είδωλα της προκάλεσε μεγάλη αντίδραση για την αλλαγή του γιού της. Ο θυμός της ξεπέρασε και αυτή τη μητρική αγάπη για το μονάκριβο παιδί της. Έτρεξε στον αυτοκράτορα και του ανάγγειλε το γεγονός: «Έχασε τα μυαλά του ο γιός μου, βασιλιά, πιστεύει και αυτός στον Εσταυρωμένο»!

Την άκουσε ο βασιλιάς και σάστισε, οργισμένος έγραψε στον Ουλκίωνα, τον ηγεμόνα της Παλαιστίνης. Τον πρόσταξε να επισκεφθεί τον Νεανία, το Δούκα της Αλεξάνδρειας, και να του ζητήσει λόγο για την πίστη του στο Χριστό. Αν δεν πεισθεί να εγκαταλείψει την πλάνη του, να τον σκοτώσει για να παραδειγματιστούν και οι άλλοι.

Σαν πήρε το γράμμα ο Ουλκίωνας, ενήργησε όπως τον πρόσταζε ο αυτοκράτορας: με άλλους άρχοντες συγκλητικούς, έφτασε στο ανάκτορο του Δούκα. Τον χαιρέτησε και του έδωσε τα βασιλικά γράμματα. Όταν διάβασε ο Άγιος τα γράμματα, είπε άφοβα: «χριστιανός είμαι ! Κάμε ό,τι σε προστάζουνε. Ο Ουλκίωνας μπροστά στο θάρρος του νεαρού Δούκα είπε: «Εγώ Δούκα, σε εκτιμώ, αλλά φοβούμαι το βασιλιά και δεν ξέρω, τι να κάνω. Σε συμβουλεύουμε, τόσο εγώ όσο και οι άρχοντες που βρίσκονται εδώ, να προσποιηθείς ότι θυσιάζεις. Έτσι θα φανεί ότι εκτελείς την εντολή του βασιλιά και θα γλυτώσεις τη ζωή σου. Ο Άγιος απάντησε: «θα θυσιάσω Ουλκίωνα, καλά είπες. Όχι όμως στα είδωλα, αλλά τον εαυτό μου θα θυσιάσω στο Χριστό, που αγάπησα με όλη μου την ψυχή.

7. Βασανιστήρια και φυλάκιση

Ήταν αμετάπειστος ο Νεανίας. Η αγάπη του στο Χριστό τον είχε κυριεύσει. Ο Ουλκίωνας πρόσταξε να τον δέσουν και να τον οδηγήσουν στην Καισάρεια. Σαν έφτασαν, έδωσε ο Ουλκίωνας διαταγή να μαζευτεί ο λαός. Κρέμασαν το μακάριο Νεανία μπροστά στο πλήθος και άρχισαν τα βασανιστήρια ξεσκίζοντας τις σάρκες του. Ήταν πολλοί που τον συμπονούσαν και έκλαιαν. Ο Νεανίας όμως, που υπέφερε με γενναιότητα τα σκληρά βασανιστήρια, τους έλεγε: «Μην κλαίτε για μένα, γιατί μου παραστέκεται τώρα ο Κύριος και Θεός μου και ευφραίνομαι, τον βασάνιζαν μ' αυτό τον τρόπο, ώσπου νύχτωσε. Τότε τον κατέβασαν από το ξύλο και τον έριξαν στη φυλακή.

Ο δεσμοφύλακας, που ονομαζόταν Τερέντιος, είχε κάποτε ευεργετηθεί απ’ αυτόν και ήταν φίλος του. Ετοίμασε κρυφά απαλό στρώμα και σεντόνια και τον φρόντιζε όσο μπορούσε. Τα μεσάνυχτα, άγγελοι Κυρίου επισκέφτηκαν τον Άγιο στη φυλακή. Αμέσως λύθηκαν τα δεσμά, όχι μόνο του Νεανία, αλλά και των άλλων καταδίκων.

Φώναξαν τον Άγιο και του είπαν: «Κοίταξε μας, Νεανία.» Όταν τους είδε ο Νεανίας. ρώτησε ποιοι ήταν. Αυτοί είπαν, «Άγγελοι του Θεού είμαστε και μας έστειλε να σου παραβρεθούμε.

Επιφυλακτικός από τις απάτες των δαιμόνων ο Άγιος είπε: «Εάν είστε Άγγελοι, κάμετε το σταυρό σας». Αυτοί υπάκουσαν και μετά τον ρώτησαν: «Γιατί δε μας πίστεψες;». Ο ταπεινός Νεανίας απάντησε: «Στους τρεις Παίδες έστειλε ο Κύριος αγγέλους και τους δρόσιζαν, γιατί αυτοί ήταν ριγμένοι στη φωτιά. Εγώ τι έκαμα ώστε να αξιωθώ τέτοιας παρηγοριάς;»

Ύστερα εμφανίστηκε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Φως λαμπρότατο περιέλουσε τον Νεανία και το χώρο της φυλακής. Άρρητη ευωδία και υπερκόσμια αγαλλίαση πλημμύρισε το νεαρό μάρτυρα. Άκουσε δε και φωνή να του λέει: «Προκόπιος θα ονομάζεσαι στο εξής, γιατί θα προκόψεις στην αρετή και θα προσφέρεις ποίμνιο στον Πατέρα μου, λοιπόν, πολέμα γενναία».

Ο ταπεινός δούλος του Θεού, έπεσε στα γόνατα και είπε: «Κύριε μου σε παρακαλώ, δυνάμωσε την ασθενική ψυχή μου. Γιατί φοβούμαι μήπως δεν αντέξω τα βάσανα». Και ο πολυεύσπλαχνος Κύριος του είπε: «Μη Φοβάσαι, γιατί εγώ είμαι κοντά σου».

Όταν ο Χριστός έφυγε, ο Άγιος, που μετονομάστηκε Προκόπιος, γέμισε από θάρρος και αγαλλίαση. Οι πληγές του θεραπεύτηκαν και η ψυχή του ενδυναμώθηκε, την επομένη ο Ουλκίωνας έστειλε άνθρωπο να δει αν ο Άγιος πέθανε.

Σαν έφτασε στη φυλακή ο απεσταλμένος, και τον είδε υγιή και χαρούμενο δεν πίστευε στα μάτια του. Έτρεξε στο παλάτι και διηγιόταν σ' όλους το θαυμαστό γεγονός. Ο ηγεμόνας πρόσταξε και τον έφεραν κοντά του. Το πρόσωπο του Αγίου Προκοπίου έλαμπε σαν τον ήλιο. Εκπλάγηκαν οι στρατιώτες που τον είδαν και εκφράζανε θαυμασμό για τη δύναμη του θεού του. Αντιλαμβανόμενος τον κίνδυνο να πιστέψουν στον Ιησού, ο Ουλκίωνας είπε προς το πλήθος: «Τι παράξενο βλέπετε και θαυμάζετε; Τον λυπήθηκαν οι Θεοί, τον ασεβέστατο, και τον θεράπευσαν». Ο Άγιος τότε του αποκρίθηκε: «Αφού είσαι βέβαιος ότι οι Θεοί με θεράπευσαν, ας πάμε στο ναό να δούμε τη δύναμη τους».

Ο βασιλιάς θέλησε να πιστέψει ότι ο Νεανίας θα θυσίαζε. Πρόσταξε να στολίσουν το δρόμο από το παλάτι ως το ναό και κήρυκες να καλούν το λαό να παραβρεθεί: «Ο Νεανίας πάει στο ναό να θυσιάσει στους Θεούς! ! Ο Νεανίας θα προσκυνήσει τους Θεούς!!».

8. «Θαυμαστός ο Θεός εν τοις Aγίοις αυτού...»

Μαζεύτηκε όλη η πόλη να παρακολουθήσει το μεγάλο γεγονός. Συνόδευσαν τον Άγιο ως το ναό και μόλις έφτασαν, ο μακάριος τους είπε: «Μείνετε έξω για να προσευχηθώ στους Θεούς να με συγχωρέσουν που τους καταφρόνησα. Ύστερα ελάτε και εσείς να δείτε τη θυσία»!

Μπήκε μέσα ο Άγιος κι έκλεισε τις θύρες του ναού. Στρεφόμενος στην ανατολή ύψωσε τα χέρια του και προσευχόμενος είπε « Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, εσύ που δημιούργησες όλο τον κόσμο με το παντοδύναμο Xέρι Σου, επάκουσε τη δέηση του δούλου σου και σύντριψε τα είδωλα αυτά που πλανούν τους ανθρώπους σου για να δοξαστεί απ’όλους το όνομα σου». Ύστερα έκαμε το σημείο του σταυρού και είπε: «Στο όνομα του αληθινού Θεού, διαλυθείτε όλα και γίνετε νερό για να φύγετε απ’ εδώ μέσα». Και επάκουσε ο Θεός το δούλο του: κατέπεσαν τα είδωλα του ναού και έγιναν νερό που χυνόταν από τη θύρα έξω.

9. Nέοι Χριστιανοί

Όταν είδε ο λαός το θαυμάσιο συμβάν εντυπωσιασμένος κραύγαζε: «Ο Θεός των Χριστιανών, βοήθησε μας». Η ομάδα των στρατιωτών και οι δύο δικαστές που συνόδευαν τον Άγιο, πίστεψαν στο Χριστό. Ο ηγεμόνας εξεμάνη από το γεγονός και οργισμένος έριξε πάλι τον Προκόπιο στη φυλακή. Σαν νύχτωσε πήγαν κρυφά και τον επισκέφθηκαν οι στρατιώτες με τους δικαστές και του ζήτησαν να βαφτιστούν. Ο Άγιος τους δέχθηκε με χαρά και παρακάλεσε το φύλακα να τον αφήσει να φύγει, με την υπόσχεση ότι θα γυρίσει πριν ξημερώσει. Γνώριζε ο Τερέντιος την ενάρετη ζωή του Αγίου και τον φυγάδεψε. Έφυγαν όλοι για τον επίσκοπο που ονομαζόταν Λεόντιος και του είπαν να τους βαφτίσει στο όνομα του Τριαδικού Θεού. Ο αρχιερέας αφού τους κατήχησε με συντομία στα μυστήρια και τα δόγματα της Πίστης μας, τους βάφτισε όλους και ύστερα τους κοινώνησε το Άγιο Σώμα και Αίμα του Χριστού.

Μετά το βάπτισμα πήγαν όλοι μαζί στη φυλακή, όπου ο Θείος Προκόπιος φωτισμένος από το Άγιο Πνεύμα. τους δίδασκε: «Αδελφοί μου, τώρα που γίνατε στρατιώτες του Βασιλιά των oυρανών, φροντίστε να διατηρήσετε θερμή την πίστη σας. Μη νικηθείτε απ'όσα ευχάριστα ή δυσάρεστα σας συμβούν. Αγαπήστε το Θεό πάνω απ'όλα και μη φοβηθείτε τα βασανιστήρια που πρόκειται να πάθετε. Το πυρ τούτο κρατά μία ώρα. Η μακαριότητα και η χαρά που θα σας οδηγήσει θα είναι αιώνια. Οι χαρές του κόσμου τούτου μπροστά στα αιώνια αγαθά του Αγίου Πνεύματος είναι μηδαμινές. Πιστέψετε με, τίποτα δεν μπορεί να παρηγορήσει την ψυχή παρά μόνο ο Θεός, του οποίου το κάλος είναι ανείπωτο και η δόξα ανεκδιήγητη. Τη μακαριότητα και την ειρήνη που χαρίζει σ' όσους τον αγαπούν, δεν μπορεί να την καταλάβει ο ανθρώπινος νους».

Οι διδαχές του αγιότατου Προκόπιου δεν ήταν παρά μία περιγραφή δικών του βιωμάτων. Το Άγιο Πνεύμα φέρνει σε κοινωνία τον άνθρωπο με το Θεό: «Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων ημών», ακούμε στη Λειτουργία. Η κοινωνία του σκοτισμένου από τα πάθη και τους δαίμονες ανθρώπου με το Θεό που είναι Φως, φωτίζει με το χρόνο τον πρώτο ώσπου, όσο επιτρέπει η αδύνατη φύση μας, να γίνει και ο ίδιος Φως. «Υμείς εστέ το Φως του κόσμου...», είπε ο Κύριος στους Αποστόλους. Το φως αυτό, δεν είναι απλώς μόνο η διανοητική σοφία, αλλά και η άκτιστη ενέργεια του Θεού που περιλούζει όλη την ανθρώπινη ύπαρξη. Αυτό επιβεβαιώνει και η ευωδία των Αγίων λειψάνων. Τη σοφία αύτη που αναφέρεται σε όλη την ύπαρξη είχε ο πνευματοφόρος Προκόπιος, και οι διψασμένες ψυχές των νέων χριστιανών χόρταιναν από τη Θεία τροφή και αγάλλονταν.

10. Αποκεφαλισμός των μαθητών του

Η μεταστροφή των δικαστών και φρουρών όμως είχε μαθευτεί. Ο Ουλκίωνας εξαγριώθηκε σαν το άκουσε και πρόσταξε αμέσως να τους παρουσιάσουν μαζί με τον Άγιο μπροστά του. Μόλις τους έφεραν τούς είπε: «τι είναι αυτό που μαθαίνω; Εσείς άνδρες σωφρονέστατοι, και παρασυρθήκατε απ αυτόν τον πλανεμένο;» Και αυτοί οι μακάριοι του απάντησαν: «Πως θα συνεχίζαμε να πιστεύουμε σε Θεούς που τους εξαφάνισε ένας φυλακισμένος: Εμείς πιστεύουμε στο Χριστό που είναι ο μόνος αληθινός Θεός, με τη δύναμη του οποίου διαλύθηκαν τα είδωλα».

Η ακλόνητη Πίστη του στο Χριστό εξόργισε τον Ουλκίωνα. Δεν έφτανε ο Προκόπιος, βρέθηκαν κι' άλλοι άνθρωποι του βασιλιά να γίνουν χριστιανοί. Διέταξε αμέσως να τους αποκεφαλίσουν. Τον Προκόπιο τον έδεσαν με βαριά σίδερα και τον έβαλαν να παρακολουθήσει τη σφαγή για να τον φοβερίσουν. Ο Άγιος έβλεπε τους αδελφούς του να ρίχνονται στο μαρτύριο για χάρη του Χριστού, και προσευχόταν θερμά. Προσευχόμενος άκουσε μέσα του φωνή να λέει: «Επέβλεψε ο Θεός στην αγάπη των δούλων του, Προκόπιε».

Απέκοψαν τις κεφαλές των μακαρίων εκείνων στρατιωτών και των δύο δικαστών (τα ονόματα των οποίων διατηρήθηκαν από την παράδοση: Νικόστρατος και Αντίοχος), στις 22 Μαίου.

11. Η μετάνοια της μητέρας του

Ο Άγιος έμεινε κλεισμένος στη φυλακή. Μία ημέρα έφεραν δώδεκα γυναίκες από αρχοντικές οικογένειες, και τις έριξαν στη φυλακή γιατί ομολόγησαν δημόσια ότι πιστεύουν στο Χριστό.

Ήταν όλες ριγμένες σε μια βαθιά περισυλλογή και ήταν φοβισμένες, γιατί γνώριζαν τι θα επακολουθούσε. Σαν τις είδε ο Άγιος τις συμπόνεσε. Και ενώ περνούσαν από μπροστά του τις κράτησε για μια στιγμή και τους είπε να μη φοβούνται τα προσωρινά βασανιστήρια, γιατί μ' αυτά θα οδηγηθούν κοντά στο Χριστό και θα είναι μαζί του αιώνια σε μια ατελεύτητη χαρά και ευφροσύνη. Οι γυναίκες άκουαν τα Θεία λόγια και ο φόβος σιγά-σιγά απομακρυνόταν, δίνοντας τη θέση του σε μια Θεία παρηγοριά. Είχαν πια αποδεχτεί το θάνατο και οδηγούνταν στην αθανασία με γενναιότητα έχοντας ασάλευτη την ελπίδα στο Θεό, την επομένη, με προσταγή του ηγεμόνα, οδηγήθηκαν οι γυναίκες στο θέατρο της πόλης, όπου λαός πολύς ήταν μαζεμένος. Ο Ουλκίωνας τους είπε να θυσιάσουν και θα τους αποδώσει τιμές. Αλλά αυτές οι μακάριες του αποκρίθηκαν: «Φύλαξε τις τιμές αυτές για σένα. Τιμή και καύχημα για μας είναι ο Ιησούς Χριστός, ο Υιός του Θεού». Εξοργισμένος για την απείθεια τους ο ηγεμόνας, διέταξε να τις βασανίσουν αλύπητα. Mε φωτιές τις κατάφλεγαν, μα αυτές έχοντάς το νου υψωμένο στον Παντοδύναμο Θεό, έπαιρναν ουράνια βοήθεια και παρηγοριά. Αυτός τις ειρωνευόταν γιατί δεν ερχόταν ο Θεός τους να τις βοηθήσει, και τις κορόιδευε ότι μάταια τον πίστευαν. Όμως εκείνες υπέμεναν με καρτερία τα πάντα, και έλιωναν σιγά-σιγά σαν το κερί, δίνοντας την ύπαρξη τους για το Φως του Χριστού.

Ανάμεσα στο λαό που παρακολουθούσε το μαρτύριο των δούλων του Χριστού, βρισκόταν και η μητέρα του Θείου Προκόπιου. Bλέποντας την καρτερία των μαρτύρων και γνωρίζοντας ότι η γυναικεία φύση δεν άντεχε χωρίς βοήθεια στα τόσα βάσανα, ένοιωσε μέσα της την παρουσία του Χριστού. Δάκρυα μετανοίας μαλάκωσαν την καρδιά της και μέσα στο συντετριμμένο πνεύμα της άρχισε να διεισδύει το φως της Θείας Χάριτος. Και ξαφνικά «Θείω ζήλω κινουμένη» ορμά στο μέσo του θεάτρου και χωρίς τίποτα να υπολογίσει, ούτε και αυτή την ζωή της, φώναξε δυνατά: «Και εγώ είμαι δούλη του Χριστού!».

Ξαφνιασμένος ο ηγεμόνας από την αιφνίδια μεταστροφή της, την φώναξε και της είπε: «Κυρά Θεοδοσία, πως πλανήθηκες και άφησες τους πατρώους Θεούς;» Και η Θεοδοσία άφοβα του απάντησε: «Πρώτα ήμουν στο σκοτάδι της πλάνης, Ουλκίωνα γιατί προσκυνούσα τ' άψυχα είδωλα. Τώρα ο Χριστός με βοήθησε να καταλάβω ότι είναι ο αληθινός Θεός και σ' Αυτόν πιστεύω». Ο ηγεμόνας έμεινε άφωνος.

Αυτή ήταν η γυναίκα που για την ευσέβεια στους Θεούς, πρόδωσε κι αυτόν το γιό της. Και τώρα γίνεται κι' αυτή χριστιανή. Η γνωριμία με το Χριστό είναι θέμα ταπεινώσεως και μετάνοιας που πρoϋπoθέτoυν αναγνώριση των αδυναμιών μας. Όλα αυτά ήταν γνωστά στο βασανιστή ηγεμόνα και η αδυναμία του να επιβληθεί τον εξόργιζε και τον πείσμωνε.

12. Το μαρτύριο της μητέρας του

Ύστερα από τη σταθερή ομολογία της Θεοδοσίας, ο ηγεμόνας την έριξε με τις άλλες στη φυλακή, ώσπου να αποφασίσει τι θα κάνει. Στη φυλακή η Θεοδοσία διακονούσε τις καταματωμένες αδελφές της. Φρόντιζε την καθεμία με αγάπη και τις μακάριζε ευχόμενη να έχει και αυτή την πίστη τους. Ο Άγιος Προκόπιος, σαν έμαθε ότι η μητέρα του βρίσκεται στη φυλακή για την αγάπη του Χριστού, δόξαζε το Θεό. Mε τη βοήθεια του Τερεντίου, πήγαν όλοι μαζί, ο Άγιος, η μητέρα του και οι γυναίκες, που με Θεία βοήθεια θεραπεύονταν, στον Επίσκοπο και βαφτίστηκαν. Ύστερα επέστρεψαν στη φυλακή, όπου μιλούσαν για τη μακαριότητα που απολαμβάνουν, στη γη και στον ουρανό, όσοι αγάπησαν το Θεό και τήρησαν τις εντολές του.

Το πρωί έφεραν τη Θεοδοσία μπροστά στον ηγεμόνα: «Bλέπεις ότι δεν σε παιδεύω γιατί σε εκτιμώ, της είπε. Λοιπόν, παρακάλεσε τους Θεούς να σε συγχωρέσουν για να μην αναγκαστώ να φανώ σκληρός». Η Θεοδοσία με την ενίσχυση του Αγίου Πνεύματος που πυρπολούσε στην καρδιά της έρωτα Θείο πέρα από κάθε γήινη χαρά του απάντησε ήρεμα: «Είμαι χριστιανή», Τότε δίνει διαταγή ο ηγεμόνας να τη βασανίσουν. Με ραβδισμούς την κτυπούσαν αλύπητα και με σιδερένια νύχια έγδερναν τις πλευρές της. Οι άλλες γυναίκες. που έβλεπαν τα αίματα της να τρέχουν σαν νερό, αναλύθηκαν σε διαρκή προσευχή. Ζητούσαν από το Mεγαλoδύναμo Θεό να της δίνει δύναμη και αναψυχή.

Οι θερμές προσευχές των μελλοθανάτων γυναικών κατάκαιαν το μισάνθρωπο δαίμονα. Και μηχανεύτηκε να παρακινήσει τους βασανιστές να κτυπούν με μολυβένιες σφαίρες τις σιαγόνες των γυναικών για να σιωπήσουν.

Στον σημερινό άνθρωπο φαίνονται σαν μύθος οι διηγήσεις των μαρτυρίων των χριστιανών των πρώτων αιώνων, ίσως γιατί σήμερα μας λείπει το μέτρο με το οποίο θα αντιληφθούμε πως άντεχαν οι μάρτυρες στα τόσα σκληρά βασανιστήρια. Το μέτρο είναι η αγάπη στο Θεό. Αγάπη στο Θεό χωρίς αγάπη στον συνάνθρωπο δεν είναι η αγάπη που κήρυξε ο Χριστός. Όποιος γεύτηκε έστω και στο ελάχιστο την αγάπη αυτή θαυμάζει τους Μάρτυρες και είναι σίγουρος για την πραγματικότητα της αντοχής τους. Αντίθετα αυτός που δε γεύτηκε δεν έχει το μέτρο. Πώς θα κρίνει;

Ύστερα από τη θαυμαστή αντοχή των γυναικών, ο Ουλκίωνας αντιλήφθηκε ότι ήταν αδύνατο να τις μεταπείσει. Έτσι διέταξε να τις δέσουν όλες με μία αλυσίδα και να τις αποκεφαλίσουν. Όταν έφτασαν στον τόπο της καταδίκης, έκλιναν οι ευλογημένες τις κεφαλές και δέχτηκαν το μακάριο τέλος στις 29 Μαίου.

13. Προσφορά στον πλησίον

Ύστερα από το μαρτυρικό τέλος τόσων ανθρώπων ο Ουλκίωνας στράφηκε προς τον Προκόπιο. Του πρότεινε πολλές φορές να θυσιάσει στους Θεούς, όμως ο Άγιος όχι μόνο αρνιόταν, αλλά σαν εικόνα του Θεού που τον έβλεπε, προσκαλούσε το βασανιστή του στο δρόμο της μετανοίας. Αυτός όμως δεν ήθελε, και αντίθετα τον χλεύαζε και τον ειρωνευόταν ότι πίστευε σ' έναν καταδικασμένο και περιφρονημένο, από τους ανθρώπους, Μετά διέταξε να τον βασανίσουν ξεσκίζοντας τις σάρκες του και κτυπώντας τον με μανία. Το παράδοξο είναι ότι. ενώ το θύμα υπέφερε καρτερικά έχοντας σαν αναψυχή την ενοικούσα μέσα του Θεία χάρη, ο βάναυσος θύτης από τη λύπη του που δεν τον μετέπειθε, προσβλήθηκε από θανάσιμο πυρετό.

Δεν άντεξε στην αρρώστεια του ο Ουλκίωνας, πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους, Η θέση του αναπληρώθηκε από κάποιο Φλαβιανό, όμοια σκληρόκαρδο και βάναυσο με τον προκάτοχο του. Ακολουθώντας την ίδια τακτική, με απειλές βασάνων και θανάτου, πίεζε τον Άγιο να θυσιάσει στα είδωλα. Ο Θειότατος Προκόπιος μέσα στη φυλακή που βρισκόταν φώτιζε με τις διδαχές και τα θαύματα του τους «εν σκότει καθεύδοντας». Πολλοί ήταν οι φυλακισμένοι που εύρισκαν κοντά του την σωτηρία.

Οι Άγιοι δεν ενδιαφέρθηκαν να κάμουν μεγάλα και κοινωφελή έργα στην εποχή τους. Έβλεπαν ότι, εάν επιτύχουν παρρησία στο Θεό, αν γίνουν φίλοι του Θεού, θα έχουν να προσφέρουν στους συνανθρώπους τους ανυπολόγιστες ευεργεσίες σε όλους τους αιώνες και θα βοηθήσουν τους εν Χριστώ αδελφούς τους στην αιώνια σωτηρία τους, και αυτή είναι η πιό αληθινή προσφορά στον πλησίον.

Η προσφορά πραγμάτων που φθείρονται δεν τους συγκινούσε, φρόντιζαν να καθαρισθούν από τα πάθη με την αδιάλειπτη προσευχή, τη νηστεία, την εγκράτεια. Η δυνατότητα του αγιασμού δόθηκε σε κάθε άνθρωπο, με την Ανάσταση του Χριστού. Αυτός που αγωνίζεται να καθαρισθεί από τα πάθη είναι ένας αγωνιστής για ολόκληρη την ανθρωπότητα, γιατί τα πάθη είναι ασθένεια της κοινής φύσης μας. Αυτή είναι και η αληθινή αρχή της Ιεραποστολής: η κάθαρση από τα πάθη. Τα πάθη δεν καθαρίζονται με τη σκέψη ή την αυθυποβολή σε ορισμένες «καλές πράξεις», αλλά με εκζήτηση ταπεινού πνεύματος από το Θεό που φέρνει μέσα μας το Άγιο Πνεύμα, αυτό μας καθαρίζει. Ο Άγιος Σεραφείμ του Σάρωφ λέγει επιγραμματικά: «Σκοπός της ζωής είναι η απόκτηση του Αγίου Πνεύματος».

14. Στεφάνι Ουράνιας δόξας

Η αδυναμία του να επιβληθεί, στη δύναμη του πνεύματος και της σοφίας του Αγίου, εξόργισε το Φλαβιανό. Δεν είχε άλλο τρόπο να επιβάλει τη θέληση του, παρά μόνο με τη βία. Πρόσταξε μία μέρα τον Αρχέλαο, ένα στρατιώτη του, να τον θανατώσει με το σπαθί του. Μα μόλις σήκωσε το χέρι του ο στρατιώτης να σκοτώσει τον Άγιο, έπεσε κάτω και ξεψύχησε. Ο ταλαίπωρος Φλαβιανός, αντί να νουθετηθεί και να μετανοήσει από τη θέα του θαυμαστού συμβάντος, περισσότερο σκληρύνθηκε και πρόσταξε τόσο φρικτά βασανιστήρια, που μόνο το άκουσμα τους να προκαλεί αποτροπιασμό: τον μαστίγωναν, του έβαζαν στην πλάτη αναμμένα κάρβουνα, πύρωναν σουβλιά και κατάκαιαν το ξεσκισμένο σώμα του, ρίπτοντας ύστερα αλάτι στις πληγές του.

Ο ακαταμάχητος πόθος του βασανιστή να γίνει το θέλημα του, επινόησε ένα τέχνασμα προκειμένου να κάμει τον Άγιο να υποκύψει: ετοίμασαν ένα βωμό και τοποθέτησαν πάνω αναμμένα κάρβουνα. Ύστερα έσπρωχναν και κρατούσαν με σίδερα το δεξί χέρι του Αγίου, όπου έβαλαν κάτι προς θυσία. πάνω από τα κάρβουνα, ώστε να αναγκαστεί από τη θερμότητα να ρίξει το προς θυσία και να φανεί η πράξη του σαν θυσία στους Θεούς. Ο Άγιος όμως άφησε ακίνητο το χέρι του, ώσπου κατακάηκε χωρίς να ρίξει το προς θυσία.

Ο κοσμικός άνθρωπος αγωνίζεται για να ικανοποιήσει τις βιολογικές του ανάγκες. Ζει κάτω από τις βιολογικές του ανάγκες και αυτός ο τρόπος ζωής του δημιουργεί φυσικό και τον ανάλογο τρόπο σκέψης: δεν μπορεί να κατανοήσει τι ωφελεί η νηστεία και η άσκηση και ποιά η αναγκαιότητα της προσευχής. Αντίθετα ο πνευματικός άνθρωπος επειδή αγωνίζεται να ενωθεί με το Θεό που είναι η αυτοζωή (δεν έχει τις βιολογικές ανάγκες) σε πρώτη θέση έχει τον αντίθετο τρόπο σκέψεως: αγωνίζεται. κατά το δυνατό, να περιορίσει στο αναγκαίο τις βιολογικές ανάγκες. Γι' αυτό, νηστεύει, εγκρατεύεται. προσεύχεται. Έτσι φτάνουμε στο να ακούμε ότι οι μεγάλοι ασκητές μέρες ολόκληρες δεν έτρωγαν καθόλου ή έμεναν ολόγυμνοι μέσα στο φοβερό κρύο.

Με αυτό τον τρόπο σκέψεως, χωρίς εμείς να είμαστε σε τέτοια μέτρα, ξέρουμε ότι οι Άγιοι ξεπέρασαν και τις βιολογικές τους ανάγκες ακόμη, μεταξύ των οποίων είναι και ο πόνος, που προειδοποιεί τον άνθρωπο για ένα κακό που πρόκειται να πάθει.

Ο αγιότατος Προκόπιος ήταν πιά ένας επίγειος άγγελος και ένας ουράνιος άνθρωπος. Ξεπέρασε τον πόνο του σώματος, γιατί με την άσκηση, τη νηστεία και την προσευχή πάλεψε μαζί του και το νίκησε. Αλλ' ούτε το θαυμασιότατο αυτό θέαμα έκαμψε την αδιαλλαξία του βασανιστή. Αντίθετα πείσμωσε και πρόσταξε να πετάξουν τον Άγιο μέσα σε πυρακτωμένη κάμινο. Μόλις τον έφεραν στο στόμιο της καμίνου ο Άγιος έκαμε το σημείο του σταυρού και αμέσως η φωτιά διασκορπίστηκε. Ο βάναυσος ηγεμόνας τότε έγραψε την τελευταία απόφαση του για τον Άγιο: να κοπεί η κεφαλή του έξω από την πόλη.

Όταν έφτασαν στον τόπο της καταδίκης, ζήτησε ο ισάγγελος Προκόπιος λίγη ώρα για να προσευχηθεί. Δεήθηκε στον Κύριο ημών Ιησού Χριστό, για την πόλη, την Εκκλησία, και τον κόσμο ολόκληρο. Ζήτησε από τον Ουράνιο Βασιλέα, να τον αξιώσει να γίνει κληρονόμος της Βασιλείας του. Ύστερα έκλινε τον αυχένα και του έκοψαν την μακαρία κεφαλή του, παίρνοντας από το στεφανοδότη Χριστό, το στεφάνι της ουράνιας δόξας και μακαριότητας.

Η Αγία μας Εκκλησία γιορτάζει την μνήμη του στις 8 Ιουλίου.


Απολυτίκιον - Ήχος πλάγιος α' - Τον συνάναρχον λόγον

Αγρευθείς ουρανόθεν προς την ευσέβεια, κατηκολούθησας χαίρων, ώσπερ ο Παύλος Χριστώ, των Μαρτύρων καλλονή, Μάρτυς Προκόπιε. Όθεν δυνάμει του Σταυρού, αριστεύσας ευκλεώς κατύσχυνας τον Βελίαρ, ου της κακίας ατρώτους, σώζε τους πόθω σε γεραίροντας.


Αναδημοσίευση κειμένου από: gonia.gr
Περισσότερα...