Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Άγιοι Κυπριανός και Ιουστίνη


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στο Βίο των Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης, των οποίων τη μνήμη η εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 02 Οκτωβρίου, ενώ μέσα από την ιστορία τους, θα μάθουμε, θα δούμε και θα διδαχθούμε, πώς η δύναμη της μαγείας, συντρίβεται με τη δύναμη του Χριστού, μέσα από το βιβλίο «Ο Άγιος Ιερομάρτυς Κυπριανός», των Εκδόσεων «Μαρίας Ρηγοπούλου».




Τα δαιμόνια φρίσσουν μπροστά στο Θεό. Και τρέμουν το σύμβολο του ενσαρκωθέντος Υιού Του, τον Τίμιον Σταυρόν. Δεν έχουν καμία εξουσία στους ανθρώπους που φέρουν το όνομα του Χριστού, που έχουν ενδυθεί τον Χριστό με το βάπτισμα. Αν είσαι πιστός Χριστιανός, αν ζεις κοντά στο Χριστό και παίρνεις ζωή από τα άχραντα μυστήριά Του, ο διάβολος δεν μπορεί να σε βλάψει.


Κυπριανός ο μάγος της Αντιοχείας

Στα βάθη της Μικράς Ασίας υπήρχε άλλοτε η πρωτεύουσα της Πισιδίας Αντιόχεια, που λεγόταν και Αντιόχεια η Μικρά, για να ξεχωρίζει από την Αντιόχεια την Μεγάλη, την ξακουστή πρωτεύουσα της Συρίας. Σ’ αυτή την Αντιόχεια της Πισιδίας ζούσε στα χρόνια των Ρωμαίων αυτοκρατόρων, τον 3ον αιώνα μ.Χ. ο φοβερός μάγος Κυπριανός.

Είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια και έχοντας άφθονα πλούτη γύρισε όλη την Ανατολή, την Ελλάδα, τη Μικρά Ασία, τη Χαλδαία και την Αίγυπτο για να μάθει τα μυστικά αρχαίων θρησκειών. Στα τριάντα του χρόνια ξαναήρθε στην πόλη του, έχοντας βαθιές γνώσεις φιλοσοφίας και μαγείας. Ήταν πια ονομαστός για τη δύναμή του και οι ειδωλολάτρες έτρεχαν σ’ αυτόν για να πετύχουν κάθε σκοτεινό τους σχέδιο. Και αυτός με τη μυστική της μαγείας τέχνη καλούσε τα δαιμόνια και τα έστελνε στα ταλαίπωρα θύματά του.

Ποιός μπορούσε να ξεφύγει απ’ τα τεχνάσματα του Μάγου Κυπριανού; Αφού οι δύστυχοι άνθρωποι βρίσκονταν μέσα στην ψεύτικη πίστη των ειδώλων, αφού οι ίδιοι λάτρευαν τα δαιμόνια, πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία τους; Πώς να μη βρίσκονται κάτω από την εξουσία του αντιπροσώπου τους, του μάγου Κυπριανού;

Αλλ’ όμως στην Αντιόχεια δεν υπήρχαν μόνο ειδωλολάτρες. Στην πόλη αυτή, όπως και σ’ όλες τις πόλεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως σ’ όλη την οικουμένη το φως της αληθινής πίστεως είχε λάμψει στις Καρδιές χιλιάδων ανθρώπων και το αίμα του Χριστού, που χύθηκε πάνω στο Σταυρό, είχε γίνει λύτρο για να εξαγορασθούν οι άνθρωποι από την αιχμαλωσία του διαβόλου. Και σ’ αυτούς (τους Χριστιανούς) δεν είχαν εξουσία τα δαιμόνια του μάγου Κυπριανού.

Ο ίδιος όμως, βυθισμένος μέσα στα σκοτεινά βιβλία της μαγείας, στα επινοήματα αυτά του ψεύδους, δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι ο Θεός που λάτρευαν οι Χριστιανοί, ο σταυρωμένος Χριστός, θα ήταν δυνατότερος απ’ τα δαιμόνια.

Βρισκόταν ο δύστυχος μέσα στην πλάνη, χωρίς να το ξέρει. Γιατί ο διάβολος κρατεί και τους δικούς του υπηρέτες μέσα στην πλάνη. Γιατί αν γνώριζαν την αλήθεια θα τον παρατούσαν και θα γίνονταν δούλοι του αληθινού Θεού.


Η Παρθένος Ιούστα

Στην Αντιόχεια ζούσε και μία παρθένος. Ιούστα ήταν τ’ όνομά της, κόρη του Αιδεσίου και της Κληδονίας. Και αυτή και οι γονείς της βρίσκονταν μέσα στην πλάνη των ειδώλων, όπως οι περισσότεροι κάτοικοι της Αντιοχείας. Ο Αιδέσιος μάλιστα ήταν ιερέας των ειδώλων.

Όσο όμως η Ιούστα μεγάλωνε, τόσο περισσότερο ένοιωθε ότι τα είδωλα που λάτρευαν δεν είχαν θεϊκή δύναμη και ότι άλλος είναι ο αληθινός Θεός. Η ψυχή της προετοιμαζόταν έτσι να δεχτεί το φωτισμό της αληθείας και της επιγνώσεως του μόνου εν Τριάδι Θεού.

Μια μέρα ο Θεός έφερε τα βήματά της στον τόπο όπου δίδασκε ένας σοφός διάκονος της Εκκλησίας της Αντιοχείας, ο Πραΰλιος. Άκουσε με θαυμασμό όσα έλεγε εκείνος για τα μεγάλα μυστήρια της αγάπης του Θεού. Η ψυχή της Ιούστας σαν «γη αγαθή» δεχόταν τον «σπόρον» της αληθείας. Θέλησε να μεταδώσει και στη μητέρα της Κληδονία την αληθινή πίστη. Εκείνη όμως, μόλις της μίλησε σχετικά, αντιστάθηκε και την συμβούλεψε να προσέξει μη μάθει τίποτε ο πατέρας της. Αλλ’ η Ιούστα ήθελε να οδηγηθεί και ο πατέρας της στην ορθή πίστη. Συνέχισε λοιπόν να ομιλεί στη μητέρα της και σιγά σιγά εκείνη υποχωρούσε. Άκουγε πια χωρίς να φέρνει αντιρρήσεις. Και μια νύχτα είπε στον άνδρα της όσα της δίδαξε η κόρη της. Ο Αιδέσιος, αν και ήταν όπως είπαμε ιερέας των ειδώλων, δεν θύμωσε αλλά έμεινε σκεπτικός. Το βράδυ όμως στριφογύριζε στο κρεβάτι του, έχοντας στην σκέψη αυτό το θέμα. Πολύ αργά μπόρεσε να τον πάρει ο ύπνος. Και τότε, ώ θαύμα μέγα, βλέπει τον Χριστό ένδοξο, περιτριγυρισμένο από χιλιάδες αγγέλους, να τον προσκαλεί:

- Ελάτε σε μένα και θα σας χαρίσω την βασιλεία των ουρανών.

Έτσι, μόλις ξημέρωσε, ο Αιδέσιος πήρε τη γυναίκα του Κληδονία και την κόρη του Ιούστα και πήγε στον επίσκοπο των Χριστιανών, τον Οπτάτο, του διηγήθηκε όσα έγιναν κι εκείνος με χαρά τους αξίωσε να βαπτισθούν. Κατόπιν μάλιστα ο Αιδέσιος έγινε πρεσβύτερος, κι έτσι ο πρώην ιερεύς των ειδώλων ήταν τώρα ιερεύς του Χριστού.

Η δε Ιούστα είχε αφιερωθεί στον Χριστό, και επάνω στο θεμέλιο της πίστεως έχτιζε τις ανώτερες από χρυσάφι και πολύτιμα πετράδια αρετές. Ο διάβολος έβλεπε τον εαυτό του να εξευτελίζεται μπρος στην αγία ζωή της παρθένου. Γι’ αυτό και θέλησε να τη μπλέξει στα δίχτυα του.


Ο νεαρός ειδωλολάτρης Αγλαΐδας

Ήταν στην Αντιόχεια κάποιος νεαρός ειδωλολάτρης από αριστοκρατική οικογένεια, πλούσιος και όμορφος, ο Αγλαΐδας. Σ’ αυτό τον ακόλαστο νέο άναψε ο διάβολος αμαρτωλό πόθο για τη σεμνή Ιούστα. Την έβλεπε που πήγαινε στην Εκκλησία και θαύμαζε την ωραιότητά της. Άρχισε να παραφυλάγει στους δρόμους απ’ όπου εκείνη περνούσε και να την ενοχλεί με άπρεπα λόγια. Έκπληκτος όμως έβλεπε ότι η Χριστιανή κόρη έμενε σοβαρή κι ακλόνητη και δεν παρασυρόταν στα δίχτυα του.

Άκουγε ο Αγλαΐδας για τον μεγάλο Κυπριανό. Ήξερε ότι πετύχαινε θαυμαστά κατορθώματα με τη δύναμη των δαιμόνων. Σ’ αυτόν λοιπόν έπρεπε να καταφύγει και να ζητήσει τη βοήθειά του.

Έτσι ο Αγλαΐδας έρχεται στον Κυπριανό και του διηγείται τα παθήματά του και ότι η παρθένος στάθηκε ισχυρότερη από τα τεχνάσματά του. Στο τέλος τον παρακάλεσε:

- Συ μου έχεις απομείνει μόνη παρηγοριά στη συμφορά, και ελπίζοντας σε σένα δεν έθεσα τέρμα στη ζωή μου. Αν μου δώσεις αυτό που θέλω, θα σε γεμίσω πλούτη και χρυσάφια, περισσότερα απ’ όσα μπορείς να ελπίσεις.

Ο μεγάλος μάγος τον άκουσε προσεκτικά και, βέβαιος για τη δύναμή του, του υποσχέθηκε ότι γρήγορα θα θεραπεύσει τον πόνο του.


Η Ιούστα νικά τα πονηρά πνεύματα που στέλνει ο Κυπριανός

Ο Κυπριανός άνοιξε τα μαγικά βιβλία, τα κείμενα του διαβόλου, και προσκάλεσε ένα απ’ τα πονηρά εκείνα πνεύματα, που πρόθυμα τον υπηρετούσαν στα τερατώδη έργα του.

Το πονηρό πνεύμα παρουσιάστηκε και ο μάγος του είπε:

- Αν φέρεις γρήγορα αυτό το έργο εις πέρας, θα σου χαρίσω μεγάλα δώρα και θα σε τιμώ περισσότερο από τα άλλα δαιμόνια.

Γέλασε αλαζονικά το πονηρό πνεύμα και απάντησε με πολύ κομπασμό:

- Τόσες φορές έσεισα ολόκληρες πόλεις, τόσες φορές σήκωσα οπλισμένο χέρι παιδιού για να σκοτώσει τον πατέρα του, έσπειρα μίσος άσπονδο ανάμεσα σ’ αδέρφια και ανδρόγυνα και μοναχούς που ασκήτευαν στα όρη με νηστεία και εγκράτεια κατάφερα και τους έριξα στις σαρκικές ηδονές. Αλλά γιατί να πολυλογώ; Τώρα αμέσως θα δείξω τι είμαι. Κι αν δεν γίνει αυτό που θέλεις, να μη εμφανιστώ ξανά μπροστά σου και για ανίκανο να μ’ έχεις πια.

Ο Κυπριανός έδωσε στο δαιμόνιο ένα βάζο γεμάτο μαγικό υγρό, και του είπε:

- Πάρε αυτό το βάζο και ράντισε το σπίτι της παρθένου. Αυτό θα βοηθήσει πολύ. Πήγαινε λοιπόν, και σε περιμένω. Έφυγε το πνεύμα και ο μάγος κάθισε άγρυπνος για το αποτέλεσμα.

Εκείνη τη νύχτα, όπως πάντοτε, η Ιούστα σηκώθηκε για να προσευχηθεί. Και τότε το πονηρό πνεύμα, με τη δύναμη του μαγικού υγρού, που μ’ αυτό είχε ραντίσει το σπίτι, προσπάθησε να της ανάψει δυνατούς σαρκικούς πειρασμούς και έτσι να τη σύρει στις ηδονές. Η παρθένος ένιωθε τη φοβερή επίθεση των πειρασμών, αλλά όσο εκείνοι άναβαν, τόσο αυτή δυνάμωνε την προσευχή της. Το πονηρό πνεύμα εξακολουθούσε με λύσσα να επιμένει, ώσπου η Ιούστα έκανε το σημείο του Σταυρού. Και τότε, το αλαζονικό δαιμόνιο που τόσο καυχιόταν για τη δύναμη του, τρομαγμένο και ντροπιασμένο έφυγε, μην αντέχοντας να βλέπει το σημείο της νίκης του Χριστού!

Δειλά παρουσιάστηκε στον Κυπριανό και προσπαθούσε με ψέματα να ξεφύγει την ομολογία της ήττας του. Όμως ο Κυπριανός επέμενε στις ερωτήσεις και έτσι το πνεύμα αναγκάστηκε να φανερώσει ότι νικήθηκε:

- Είδα κάποιο σημείο και έφριξα και δεν μπορούσα να αντέξω τη δύναμή του.

Ο Κυπριανός έδιωξε με περιφρόνηση το δαιμόνιο και κάλεσε άλλο πολύ ισχυρότερο. Πήγε κι εκείνο, αλλά νικημένο με τον ίδιο τρόπο γύρισε ντροπιασμένο στον Κυπριανό.

Τότε πια ο μάγος κάλεσε τον πατέρα και άρχοντα των δαιμόνων. Ήρθε εκείνος με πολλή έπαρση και απείλησε ότι θα τιμωρήσει σκληρά τα δύο άλλα δαιμόνια για την ανικανότητά τους. Στον μάγο έδωσε θάρρος και του είπε να μη στεναχωριέται, γιατί αυτός θα πετύχει το ποθούμενο.

Παίρνει ο δαίμονας μορφή κόρης και πηγαίνει στην Ιούστα. Η παρθένος δεν κατάλαβε τη νέα πανουργία και άρχισε συζήτηση με την άγνωστη κόρη, που φαινόταν πολύ ευσεβής.

Εκείνη λοιπόν της είπε ότι ήθελε να μείνει μαζί της και να ασκηθεί στην παρθενία:

- Έχω τον ίδιο πόθο για την παρθενία, που έχεις και συ, αλλά θέλω να μου πεις ποια ανταμοιβή θα πάρω απ’ τον Θεό για τη ζωή της παρθενίας, που χρειάζεται τόσους αγώνες.

Η Ιούστα της μίλησε για τους στεφάνους που θα λάβουν απ’ το Χριστό, αν νικήσουν στον αγώνα. Κι ενώ της έλεγε αυτά, η κόρη εκείνη (δηλαδή ο δαίμονας) άρχισε να εγκωμιάζει στην παρθένο τη συζυγική ζωή. Κι αυτά που της έλεγε ήταν λόγια που φαίνονταν σωστά και σοφά και θα μπορούσαν να παραπλανήσουν έναν απρόσεκτο μοναχό. Αλλά η Ιούστα κατάλαβε ότι όλα αυτά ήταν συμβουλές του διαβόλου, υποψιάστηκε τί κρύβεται κάτω απ’ τη μορφή της κόρης εκείνης, και έκανε το σημείο του Σταυρού. Στη στιγμή η κόρη εξαφανίστηκε: Ο δαίμονας δεν μπόρεσε ν’ αντέξει!

Έτσι, αυτός που είχε καυχηθεί περισσότερο απ’ όλους ήρθε καταντροπιασμένος στον Κυπριανό. Έκπληκτος εκείνος τον ρώτησε:

- Και συ, που είσαι τόσο μεγάλος, βρέθηκες μικρότερος απ’ αυτή την κόρη; Πού στηρίζεται και μπορεί να κάνει τόσο μεγάλα κατορθώματα ενάντια σε σας τους μεγάλους;

Τότε ο δαίμονας αναγκάστηκε να ομολογήσει:

- Δεν υποφέρουμε το σημείο του Σταυρού. Πριν το δούμε να σχηματίζεται ολόκληρο φεύγουμε όσο μπορούμε πιο γρήγορα.

Ο πατέρας του ψεύδους είπε την αλήθεια! Ο Σταυρός, «ο φύλαξ πάσης της οικουμένης», είναι εκείνος που μπροστά του τρέμουν οι στρατιές των δαιμόνων!

Έφυγε ντροπιασμένος ο δαίμονας απ’ το δωμάτιο του Κυπριανού. Κι έμεινε αυτός ταπεινωμένος και συντριμμένος. Ο μεγάλος μάγος, που νόμιζε ότι όλα τα είχε στα χέρια του, διαπίστωνε τώρα ότι τα φοβερά δαιμόνια φοβούνται και τρέμουν το σύμβολο του σταυρωμένου αρχηγού των Χριστιανών.


Ο μάγος Κυπριανός γίνεται χριστιανός

Πόση είναι η αγάπη του πανεύσπλαγχνου Θεού, που βρήκε τρόπο να φωτίσει τη σκοτισμένη ψυχή του μάγου. Κι έτσι ο σατανάς, που ήθελε να παρασύρει την Ιούστα στην αμαρτία, όχι μόνο απέτυχε, αλλά έχασε και τον δικό του υπηρέτη, τον Κυπριανό.

Η πρώτη απόφαση του μετανιωμένου μάγου ήταν να κάψει τα μαγικά βιβλία, τις πηγές αυτές των κακών. Αλλά ήθελε να τα κάψει μπροστά σε όλους, για να διακηρύξει έτσι την απάτη των δαιμόνων.

Ο Κυπριανός με ταπείνωση ομολόγησε ότι η δύναμη του Χριστού είναι ανίκητη και ότι το διδάχτηκε αυτό από την Ιούστα, που έτρεψε σε φυγή τους δαίμονες. Σαν απόδειξη των λόγων του, παρέδωσε στον επίσκοπο τα βιβλία να τα κάψει, ώστε να γνωρίσουν έτσι οι δαίμονες ότι δεν έχει πια τίποτε κοινό μαζί τους.

Τότε ο επίσκοπος πίστεψε ότι ο Κυπριανός είχε μετανοήσει και τον ευλόγησε. Κατόπιν έβαλε φωτιά στα δαιμονικά βιβλία.

Δεύτερο δείγμα της μετανοίας του Κυπριανού υπήρξε η καταστροφή των ειδώλων που είχε στο σπίτι του. Όλα εκείνα τα μαρμάρινα αγάλματα των δαιμονίων τα έκανε συντρίμμια και τα πέταξε μακριά, ώστε να μη μένει στο σπίτι του κανένα απομεινάρι της δαιμονικής λατρείας.

Όμως η μετανιωμένη του καρδιά δεν μπορούσε να ξελαφρώσει μόνο μ’ αυτά. Γι’ αυτό έκλαιγε με πόνο για την προηγούμενη ζωή του, και απ’ τα βάθη της ψυχής του η προσευχή ολόθερμη ανέβαινε στο θρόνο του Θεού για να ζητήσει το έλεός Του. Η ταπείνωση του ήταν τέτοια, που δεν ικέτευε με τα χείλη, αλλά με αλάλητους στεναγμούς.

Αλλ’ όποιος ταπεινώνεται μόνος του, εκείνος εξυψώνεται. Γι’ αυτό και ο Κυπριανός, ελεημένος απ’ τη χάρη του Θεού, έγινε μέγας. Μέγας και ξακουστός ήταν όταν υπηρετούσε τον σατανά, πολύ μεγαλύτερος και ενδοξότερος έγινε υπηρετώντας τον Θεό.

Πλησίαζε η εορτή του Πάσχα. Το πρωί του Μεγάλου Σαββάτου ο Κυπριανός πήγε στην εκκλησία και στεκόταν στο νάρθηκα μαζί με τους κατηχουμένους.

Ο σοφός Άνθιμος βάφτισε εκείνη την ημέρα τον Κυπριανό. Τον καλεί λοιπόν, του διδάσκει όσα ακόμη έπρεπε να μάθει απ’ τις αλήθειες της πίστεως και τον αξιώνει να λάβει θείον βάπτισμα. Μετά απ’ αυτό, την όγδοη μέρα τον έκανε ιεροκήρυκα, την εικοστή τον χειροτόνησε υποδιάκονο και την τριακοστή τον χειροτόνησε διάκονο.

Η μεταστροφή του στον Χριστιανισμό έγινε αίτια σε πολλούς ειδωλολάτρες ν’ αφήσουν τη λατρεία των ειδώλων και ν’ ακολουθήσουν τη μόνη αληθινή πίστη. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο νέος εκείνος που είχε καταφύγει στη μαγική τέχνη του Κυπριανού για να παρασύρει την Ιούστα, ο Αγλαΐδας.

Έπειτα από ένα χρόνο ο επίσκοπος Άνθιμος χειροτόνησε τον Κυπριανό πρεσβύτερο.


Ο Κυπριανός γίνεται Επίσκοπος

Τόσο θαύμαζαν την αγιότητα της ζωής του και τα θαύματα που επιτελούσε, ώστε όταν μετά δέκα χρόνια ο αγαθός εκείνος επίσκοπος Άνθιμος παρέδωσε την ψυχή του στον Κύριο, έγινε επίσκοπος της Αντιοχείας της Πισιδίας, ο Κυπριανός .

Από τις πρώτες πράξεις του Κυπριανού μόλις έγινε επίσκοπος ήταν να χειροτονήσει την Ιούστα διακόνισσα (τα παλιά τα χρόνια υπήρχε και τέτοιο εκκλησιαστικό αξίωμα). Της άλλαξε και το όνομα σε Ιουστίνα και την έβαλε ηγουμένη στο γυναικείο ασκητήριο της περιοχής εκείνης.

Με την σοφία και την αγιότητα του προσείλκυσε πολλούς στον Χριστιανισμό.


Το μαρτύριο των αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης

Όταν κηρύχτηκε ο μεγάλος διωγμός των Χριστιανών από τον Διοκλητιανό, ειδωλολάτρες κατήγγειλαν τον Κυπριανό ότι με τα λόγια του μεταστρέφει όλους στη θρησκεία του Χριστού. Του είπαν και την ιστορία της Ιουστίνης. Τότε ο κόμης της ανατολής Ευτόλμιος διέταξε να τους συλλάβουν.

Οδηγήθηκαν λοιπόν και οι δύο μπροστά του στην Δαμασκό και με οργή ρώτησε τον Κυπριανό:

- Συ είσαι ο διδάσκαλος των Χριστιανών, που συνταράζεις αυτούς που σέβονται τους θεούς μας; Συ είσαι που αλλάζεις ο ίδιος απ’ τη μια γνώμη στην άλλη; Συ δεν ήσουν που είχες οδηγήσει πρώτα πολλούς στη λατρεία των θεών; Γιατί κατόπιν άλλαξες και προτίμησες να απατάς τους ανθρώπους κηρύττοντάς τους τον εσταυρωμένο Ιησού;

Ο Άγιος με πολλή ηρεμία του απάντησε:

- Εγώ, όπως είπες και συ ο ίδιος, πιστεύοντας με θέρμη στους πολλούς θεούς και με ζήλο μελετώντας τα βιβλία της μαγείας δεν κατάφερα να κερδίσω καμιά ωφέλεια. Ενώ λοιπόν ξόδευα τον καιρό μου στους μάταιους εκείνους κόπους, με λυπήθηκε ο αληθινός Θεός και μου έστειλε την παρθένο αυτή σαν οδηγό στο δρόμο προς Αυτόν. Τι έπρεπε λοιπόν να κάνω; Πες μου συ που τώρα με δικάζεις: Να εξετάσω τι είναι αυτή η δύναμη του Χριστού, που την τρέμουν οι δαίμονες, ή να συνεχίσω να ακολουθώ την προηγούμενη πίστη μου; Εγώ λοιπόν ζήτησα να μάθω, και τότε φως γνώσεως έλαμψε στην καρδιά μου. Έμαθα ότι τα είδωλα είναι απάτη και ψεύδος και ένας μόνον υπάρχει αληθινός Θεός, που σώζει όσους πιστεύουν σ’ Αυτόν.

Ο κόμης μόλις τ’άκουσε αυτά εξοργίστηκε και διέταξε να τον σηκώσουν ψηλά με σκοινιά και να τον γδέρνουν σιγά - σιγά. Για την Ιουστίνα διέταξε να την μαστιγώσουν στο πρόσωπο και στα μάτια. Η Ιουστίνα καθώς την χτυπούσαν δόξαζε τον Θεό λέγοντας:

- Δόξα Σοι ο Θεός, που με δέχτηκες την ανάξια και με αξίωσες να πάθω για το όνομά Σου.

Και ο Κυπριανός έλεγε στον κόμητα:

- Γιατί τόσο έχεις παραφρονήσει ώστε να γίνεις ανάξιος της βασιλείας των ουρανών, για την όποια εγώ, όπως βλέπεις, προτιμώ να πάθω οτιδήποτε; Δεν θα συνέλθεις; Δεν θα ανοίξεις τα μάτια σου; Δεν θα γνωρίσεις πού είναι το αληθινό φως, ώστε να βαδίσεις προς αυτό, αφήνοντας το σκοτάδι;

Αλλά τα λόγια αυτά φούντωσαν το θυμό του κόμητος και λέγει στον Κυπριανό:

- Αν σου φαίνεται ότι γίνομαι αίτιος να κερδίσεις αθάνατη βασιλεία, τότε θα σου πολλαπλασιάσω την τιμωρία, και βέβαια θα μου οφείλεις χάρη για την ευεργεσία που σου κάνω.

Μετά από λίγες ημέρες δεύτερο βασανιστήριο περίμενε τους Αγίους. Ο κόμης έδωσε εντολή να βράζουν υλικά και να μπουν μέσα οι Άγιοι.

Προχώρησε πρώτος ο Κυπριανός με θάρρος και τον ακολούθησε η Ιουστίνα. Την είδε όμως που βάδιζε σιγά και κατάλαβε ότι είχε κάπως δειλιάσει βλέποντας τη φωτιά. Γι’ αυτό της υπενθύμισε τα παλιά της κατορθώματα, που είχε κατατροπώσει τους δαίμονες και αυτόν τον ίδιο τον έφερε στην αληθινή πίστη. Αφού έτσι της έδωσε θάρρος, κάνοντας και οι δύο το σημείο του Σταυρού πήδησαν στο πυρακτωμένο τηγάνι, όπου έβραζαν η πίσσα, το λίπος και το κερί.

Ώ θαύμα μέγα! Έκθαμβοι οι ειδωλολάτρες τους είδαν να κάθονται εκεί χωρίς να πάθουν τίποτε. Τους είδαν να δοξάζουν τον Θεό με χαρούμενα πρόσωπα σαν να βρίσκονταν σε δροσερό τόπο. Αλλά ο κόμης Ευτόλμιος, αντί να πιστέψει στη δύναμη του Χριστού, λυσσασμένος έλεγε ότι αυτά είναι μαγεία.

Τότε έδωσε διαταγή να σταλούν οι δύο Άγιοι στη Νικομήδεια. Έγραψε κι ένα γράμμα στον αυτοκράτορα Διοκλητιανό, όπου του εξηγούσε ότι ο Κυπριανός με την Ιουστίνα δεν δέχτηκαν ν’ αλλάξουν, παρ’ όλα τα βάσανα που υπέστησαν, γι’ αυτό τους στέλνει σ’ αυτόν να τους δικάσει ο ίδιος και ή να τους κάνει να φύγουν από τη μισητή θρησκεία τους ή να τους επιβάλει τις τιμωρίες που ικανοποιούν το Δία και τους άλλους θεούς.

Όταν ο αυτοκράτωρ Διοκλητιανός διάβασε το γράμμα, με την πείρα που είχε, κατάλαβε ότι δεν θα μπορούσε ο ίδιος να πετύχει περισσότερα από τον Ευτόλμιο. Έκρινε λοιπόν να μην τους βασανίσει κι αυτός, αλλά να θέσει τέλος στην υπόθεση. Έγραψε την καταδικαστική απόφαση:

«Ο Κυπριανός και η Ιουστίνα, επειδή ασέβησαν προς τους θεούς και δεν πείσθηκαν να αλλάξουν γνώμη ούτε με τιμωρίες, ούτε με υποσχέσεις αγαθών, να υπομείνουν τον διά ξίφους θάνατον».

Καθώς οι στρατιώτες τους οδηγούσαν για τη θανατική εκτέλεση στον ποταμό Γάλλο, κοντά στη Νικομήδεια, τα πρόσωπά τους έλαμπαν χαρούμενα. Πλήθος κόσμου είχε συγκεντρωθεί εκεί για να παρακολουθήσει τις τελευταίες στιγμές τού τόσο ονομαστού Κυπριανού και της Ιουστίνης.

Όταν έφθασαν στις όχθες του ποταμού Γάλλου, οι Άγιοι προσευχήθηκαν και ζήτησαν απ’ τον Θεό να δωρίσει ειρήνη στην καταδιωκόμενη Εκκλησία Του.

Κατόπιν ο Κυπριανός, επειδή σκεφτόταν μήπως δειλιάσει η Ιουστίνα βλέποντάς τον να αποκεφαλίζεται, ζήτησε να θανατώσουν πρώτα εκείνη. Όταν η παρθένος δέχτηκε το στέφανο τού μαρτυρίου από το ξίφος ενός στρατιώτου, χαρούμενος ο Κυπριανός θανατώθηκε κι αυτός διά ξίφους. Οι ψυχές και των δύο πέταξαν στη μακαριότητα του ουρανού, στο θρόνο του «Αρνίου του εσφαγμένου», μαζί με τους άλλους Αγίους του Θεού.

Κάποιος ξένος απ’ τη Ρώμη, που βρισκόταν εκείνες τις μέρες στη Νικομήδεια, Θεόκτιστος ήταν τ’ όνομά του, βλέποντας την γαλήνια όψη του Κυπριανού την ώρα του μαρτυρίου, είπε με θαυμασμό:

- Άδικα ο όσιος αυτός άνθρωπος παραδόθηκε σε άτιμο θάνατο.

Αλλά τα λόγια του τα άκουσε ο Φέλκιος, ο αρχηγός των στρατιωτών, και αμέσως τον κατεβάζει από το άλογό του και τον αποκεφαλίζει. Έτσι και νέος μάρτυρας προστέθηκε στους δύο και τούς συνόδεψε στον ουρανό.

Τα σώματα και των τριών έμειναν άταφα και τα φρουρούσαν στρατιώτες για να μη τα κλέψει κανείς, ώσπου να καταφαγωθούν από όρνια και σκυλιά. Όμως οι ναύτες του πλοίου που ταξίδευε ο Θεόκτιστος, θέλοντας να πάρουν το σώμα του, περίμεναν να βρουν ευκαιρία. Όταν λοιπόν κάποτε ο ύπνος νίκησε τους φύλακες, κατάφεραν και πήραν τα σώματα των τριών μαρτύρων, τα έφεραν στο πλοίο και αναχώρησαν για τη Ρώμη.

Παρέδωσαν εκεί τα μαρτυρικά σώματα, σαν πολύτιμους θησαυρούς, σε μια ευγενή Ρωμαία χριστιανή, την ευσεβέστατη ματρώνα Ρουφίνα, απ’ τη γενιά του αυτοκράτορα Κλαυδίου. Εκείνη με πολύ σεβασμό τα τοποθέτησε σε πολυτελή θήκη και έχτισε ναό προς τιμήν τους μέσα στη Ρώμη, κοντά στην «Αγορά του Κλαυδίου», που έγινε προσκύνημα των ευλαβών Χριστιανών.

Ἀπολυτίκιον - Ἦχος γ΄

Θείας πίστεως, τή φωταυγεία, σκότος ἔλιπες, τῆς ἀσεβείας, καί φωστήρ τῆς ἀληθείας γεγύνησαι, ποιμαντικῶς γάρ φαιδρύνας τόν βίον σου, Κυπριανέ τή ἀθλήσει δεδόξασαι. Πάτερ Ὅσιε, τόν Κτίστην ἠμίν ἰλύωσαι, ὁμού σύν Ἰουστίνη τή Θεοφρονι.
Περισσότερα...

Παρασκευή 26 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στον Άγιο Ιωάννη το Θεολόγο, τον Ευαγγελιστή και αγαπημένο μαθητή του Χριστού μας, που καταγόταν από τη Βησθαϊδά της Γαλιλαίας.

Ο Ιωάννης ήταν γιος του Ζεβεδαίου και της Σαλώμης και νεώτερος αδελφός του αποστόλου Ιακώβου. Στην αρχή ήταν μαθητής του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου και κατόπιν έγινε μαθητής του Κυρίου.



Ήταν ένας από τους δώδεκα μαθητές του Χριστού και μάλιστα μαθητής «ον ηγάπα ο Ιησούς» (Ιωαν. ια΄ 20), δηλαδή, τον οποίο αγαπούσε ιδιαίτερα ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός. Η Εκκλησία του απένειμε την προσωνυμία του Θεολόγου και στην αγιογραφία εικονίζεται με έναν αετό κοντά στο κεφάλι του.

Ο Άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος είναι ο Ευαγγελιστής της αγάπης. Όχι μόνο γιατί αναφέρεται συνεχώς στην αγάπη, αλλά κυρίως γιατί την βίωνε και την εξέφραζε. Αγαπούσε πολύ τον Διδάσκαλό του. Τον ακολούθησε και στις πιο δύσκολες ώρες της επίγειας ζωής Του. Όταν οι άλλοι μαθητές ήταν κρυμμένοι «διά τον φόβον των Ιουδαίων», αυτός ήταν παρών στην σύλληψή Του, στην δίκη και στον Γολγοθά, όπου κάτω από τον Σταυρό του εμπιστεύθηκε ο Χριστός την μητέρα Του. Μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Πέτρο αποτελούσαν την τριάδα τον μαθητών που έλαβε μαζί του ο Χριστός στην ανάσταση της κόρης του Ιαείρου, στο όρος Θαβώρ, όπου «μετεμορφώθη έμπροσθεν αυτών», καθώς και στην Γεσθημανή, όπου προσευχήθηκε πριν από το πάθος Του.

Ο Ιωάννης είναι ο συγγραφέας του 4ου κατά σειρά Ευαγγελίου στην Καινή Διαθήκη, το θεολογικότερο όλων και θεωρούμενο ως Ευαγγέλιο της αγάπης, καθώς επίσης των τριών Καθολικών Επιστολών και της Αποκάλυψης.

Τη ζωή του κοντά στον Κύριο τη γνωρίζουμε μέσα από τα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Ο Ιωάννης συνέχισε έντονα την δράση του και μετά την Ανάληψη του Κυρίου. Αυτός και ο Πέτρος ήταν οι πρώτοι που κήρυξαν μετά την επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος σε όλο τον κόσμο το λόγο του Κυρίου.

Η παράδοση, επίσης, μας λέει ότι ο Ιωάννης κήρυξε το Ευαγγέλιο στη Μικρά Ασία, και ιδιαίτερα στην Έφεσο, όπου με την προσευχή του κατέστρεψε το ναό της Αρτέμιδος και οδήγησε στο Χριστιανισμό τετρακόσιες χιλιάδες ειδωλολάτρες. Στα χρόνια του αυτοκράτορα Δομετιανού βασανίστηκε και εξορίστηκε στη Πάτμο, όπου έγραψε την Αποκάλυψη.

Ο Ιωάννης έζησε γύρω στα 100 χρόνια (κοιμήθηκε ειρηνικά γύρω στο 105 με 106 μ.Χ.). Εκείνο, όμως, που αξίζει να αναφέρουμε, είναι η φράση που συνεχώς έλεγε στους μαθητές του: «Τεκνία, αγαπάτε αλλήλους» (Ιωαν. ιγ΄ 34), που σημαίνει, παιδιά μου, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο. Και όταν οι μαθητές του ρώτησαν γιατί συνεχώς τους λέει την ίδια φράση, αυτός απάντησε «διότι είναι εντολή του Κυρίου, και όταν αυτό μόνο γίνεται, αρκεί».

Πέθανε λοιπόν σε βαθιά γεράματα στην Έφεσο και τάφηκε έξω απ' αυτήν. Μετά από μερικές μέρες μαθητές του και πολλοί χριστιανοί πήγαν να προσκυνήσουν και είδαν τον τάφο άδειο. Ο Άγιος αναστήθηκε και μετέστη στην αιώνια ζωή.

Η Εκκλησία τιμά τη μετάσταση του Αγίου την 26η Σεπτεμβρίου.

Ἀπολυτίκιον -Ἦχος β΄

Ἀπόστολε, Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον, ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος, ὃν ἱκέτευε θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.

Αναδημοσίευση από: orthodox-world.pblogs.gr
Περισσότερα...

Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

Λόγοι Γέροντος Παϊσίου περί δαιμονισμένων



Σε αυτή την ανάρτηση θα δούμε τι λέει ο Γέροντας Παϊσιος για τους δαιμονισμένους, μέσα από τις σελίδες 195-200, του βιβλίου «Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου - Λόγοι Γ΄ - Πνευματική Αφύπνιση», των εκδόσεων του Ιερού Ησυχαστηρίου «Ἑυαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος», στη Σουρωτή Θεσσαλονίκης.

- Γέροντα, πώς μπορεί κανείς να καταλάβει αν κάποιος είναι δαιμονισμένος και όχι ψυχοπαθής;


- Αυτό και ένας απλός γιατρός, ευλαβής, μπορεί να το καταλάβει. Όσοι πάσχουν από δαιμόνιο, όταν πλησιάσουν σε κάτι ιερό, τινάζονται. Έτσι φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχουν δαιμόνιο.

Λίγο αγιασμό αν τους δώσεις ή με άγιο Λείψανο αν τους σταύρωσης, αντιδρούν, επειδή στριμώχνονται μέσα τους τα δαιμόνια, ενώ, αν έχουν ψυχοπάθεια, δεν αντιδρούν καθόλου. Ακόμη και επάνω σου αν έχεις έναν σταυρό και τους πλησίασεις, ανησυχούν, ταράζονται.

Κάποτε σε μια αγρυπνία στο Άγιον Όρος μου είπαν οι πατέρες ότι έχουν τον λογισμό πως κάποιος λαϊκός που ήταν εκεί είχε δαιμόνιο.

Κάθησα στο διπλανό στασίδι και ακούμπησα επάνω του τον σταυρό μου που έχει Τίμιο Ξύλο. Τινάχθηκε επάνω· σηκώθηκε και πήγε στην άλλη μεριά. Όταν έφυγε λίγο ο κόσμος, πήγα με τρόπο δίπλα του. Πάλι τα ίδια. Κατάλαβα ότι πράγματι είχε δαιμόνιο.

Όταν μου φέρνουν στο Καλύβι παιδάκια και μου λένε ότι έχουν δαιμόνιο, για να διαπιστώσω αν είναι δαιμονισμένα, μερικές φορές παίρνω ένα τεμάχιο αγίου Λειψάνου του Αγίου Αρσενίου και το κρύβω στην χούφτα μου. Και να δείτε, ενώ έχω κλειστά και τα δυο χέρια μου, το παιδάκι, αν έχει δαιμόνιο, κοιτάζει φοβισμένο το χέρι με το όποιο κρατώ το Άγιο Λείψανο.

Αν όμως δεν έχει δαιμόνιο, άλλα λ.χ. κάποια αρρώστια εγκεφαλική, δεν αντιδρά καθόλου. Άλλοτε πάλι τους δίνω νερό στο οποίο προηγουμένως έχω βουτήξει τεμάχιο άγιου Λειψάνου, αλλά, αν έχουν δαιμόνιο, δεν το πίνουν απομακρύνονται.

Σε ένα δαιμονισμένο παιδάκι έδωσα μια φορά να φάει πρώτα γλυκά, για να διψάσει πολύ, και μετά του έφερα από αυτό το νερό. «Στον Γιαννάκη, είπα, θα δώσω πιο καλό νερό». Μόλις ήπιε λίγο, άρχισε να φωνάζει: «Αυτό το νερό με καίει. Τι έχει μέσα;». «Τίποτε», του λέω. «Τι με κάνεις; με καίει», φώναζε.«Δεν καίει εσένα· κάποιον άλλον καίει», του λέω. Τον σταύρωνα στο κεφάλι, και τινάζονταν τα χέρια, τα πόδια του... Έπαθε δαιμονική κρίση.

Το δαιμόνιο το έκανε ένα κουβάρι. Θυμάστε κι εκείνον τον φοιτητή που είχε έρθει εδώ παλιά; «Έχω μέσα μου δαιμόνιο, μου έλεγε, και με τυραννάει πολύ. Περνάω μαρτύριο από τον δαίμονα, γιατί με αναγκάζει να λέω και αισχρά. Έχω φθάσει σε απελπισία. Αισθάνομαι να με πιέζει μέσα μου, να με σφίγγει πότε εδώ, πότε εκεί», και ο καημένος έδειχνε την κοιλιά του, το στήθος, τα πλευρά, τα χέρια. Επειδή ήταν πολύ ευαίσθητος, για να μην τον πληγώσω και για να τον παρηγορήσω, του είπα:

«Κοίταξε, δεν έχεις μέσα σου δαιμόνιο· μια εξωτερική δαιμονική επίδραση είναι επάνω σου».

Όταν πήγαμε στην εκκλησία, είπα στις αδελφές που ήταν εκεί να κάνουν ευχή για το δυστυχισμένο πλάσμα του Θεού, κι εγώ πήρα από το Ιερό ένα τεμάχιο Αγίου Λειψάνου του Αγίου Αρσενίου, τον πλησίασα και τον ξαναρώτησα: «Σε ποιο σημείο σε πιέζει και σε βασανίζει ο δαίμονας; Πού νομίζεις ότι βρίσκεται;».

Μου έδειξε τότε τα πλευρά του. «Πού, εδώ;», τον ρώτησα και ακούμπησα επάνω την χούφτα μου με το Άγιο Λείψανο. Βγάζει αμέσως ένα ουρλιαχτό! «Μ' έκαψες, μ' έκαψες! Δεν φεύγω...ω...ω! Δεν φεύγω!». Φώναζε, έβριζε, έλεγε αισχρά. Τότε άρχισα μέσα μου να λέω: Κύριε Ιησού Χριστέ, Κύριε Ιησού Χριστέ, δίωξε το ακάθαρτο πνεύμα από το πλάσμα Σου και να τον σταυρώνω με το ιερό Λείψανο.

Αυτό γινόταν επί είκοσι λεπτά. Ύστερα ο δαίμονας τον σπάραξε, τον έρριξε κάτω. Έκανε τούμπες. Το κουστούμι του έγινε μέσ' στις σκόνες. Τον σηκώσαμε όρθιο. Έτρεμε ολόκληρος και έκανε έντονες σπασμωδικές κινήσεις. Πιάσθηκε από το τέμπλο, για να στηριχτεί. Από τα χέρια του έτρεχε κρύος ιδρώτας, όπως είναι η δροσιά στα χορτάρια. Σε λίγο έφυγε ο δαίμονας και ηρέμησε. Έγινε καλά και τώρα είναι μια χαρά.

Μη δίνετε σημασία στα λόγια του δαιμονισμένου

- Γέροντα, τι πρέπει να προσέχει κανείς, όταν συζητά με έναν δαιμονισμένο;

- Να λέει την ευχή και να του φέρεται με καλοσύνη.

- Γέροντα, θυμούνται οι δαιμονισμένοι τι λένε πάνω στην κρίση τους;

- Άλλα τα θυμούνται και άλλα δεν τα θυμούνται. Δεν ξέρουμε πώς εργάζεται ο Θεός.

Μερικές φορές επιτρέπει να τα θυμούνται, για να ταπεινωθούν και να μετανοήσουν.

Και όταν ζητάει κάτι ο δαιμονισμένος, δεν είναι εύκολο να καταλάβει κανείς πότε αυτό είναι από τον διάβολο και πότε το έχει ανάγκη ο ίδιος.

Είχα συναντήσει κάπου μια δαιμονισμένη κοπέλα. Αυτή είχε διαβάσει Καζαντζάκη και πίστευε κάτι βλάσφημα πράγματα με αποτέλεσμα να δαιμονισθεί.

Ξαφνικά την έπιασε το δαιμόνιο και έβαλε κάτι φωνές! «Καίγομαι, καίγομαι!». Οι δικοί της την κρατούσαν, για να την σταυρώσω.

Μετά φώναζε: «Νερό, νερό!». Λέω:«Φέρτε της νερό». «Όχι, όχι, μου λένε, γιατί μας είπε κάποιος να μην κάνουμε υπακοή στον διάβολο». «Τώρα, λέω, η καημένη διψάει. Φέρτε νερό». Καταλάβαινα πότε ήταν το κάψιμο από τον διάβολο και πότε ήταν από δίψα. Ήπιε η καημένη κάνα δυο ποτήρια νερό. «Κάρβουνα, έλεγε, έχω μέσα μου, τόσο κάψιμο νιώθω. Και έναν κουβά νερό να έπινα, δεν θα έσβηνε μέσα μου η φωτιά». Τέτοιο κάψιμο ένιωθε!

-Όταν, Γέροντα, φωνάζει ένας δαιμονισμένος, πως καταλαβαίνουμε πότε μιλάει ο διάβολος μέσω του άνθρωπου και πότε ο άνθρωπος;

- Όταν μιλάει ο διάβολος, τα χείλη δεν κινούνται κανονικά· κινούνται σαν μηχανή. Ενώ, όταν μιλάει ο άνθρωπος, κινούνται φυσιολογικά. Όταν φωνάζει ένας δαιμονισμένος, την ώρα που του διαβάζουν εξορκισμούς ή οι άλλοι εύχονται γι' αυτόν, άλλοτε η ίδια η ψυχή βασανίζεται και λέει λ.χ. στον διάβολο: «φύγε, τι κάθεσαι;» και άλλοτε ο διάβολος βρίζει τον άνθρωπο ή τον ιερέα ή βλασφημάει τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγίους. Άλλοτε λέει ψέματα ή άλλοτε πιέζεται από την δύναμη του ονόματος του Χριστού να πει την αλήθεια.

Μερικές φορές πάλι ο δαιμονισμένος λέει δικά του από τα πνευματικά που έχει διαβάσει κ.λπ. Τι να πω; Μπερδεμένα πράγματα. Γι' αυτό, όταν συζητάτε μαζί του, να προσέχετε πολύ. Μη δίνετε σημασία στα λόγια του. Μπορεί να λέει λ.χ. «με καίς». Αν πράγματι τον καίς και πεις «τον καίω», κάηκες. Αν δεν τον καίς και πιστέψεις ότι τον καίς, κάηκες δυο φορές. Ή μπορεί να φωνάζει «βρωμιάρες» και σε μια να πει: «Εσύ είσαι καθαρή». Αν εκείνη το πιστέψει, πάει, χάθηκε. Γι' αυτό μην κάνετε πειράματα με τον διάβολο.

Σε ένα μοναστήρι πήγαν έναν δαιμονισμένο και ο ηγούμενος είπε στους πατέρες να πάνε στην εκκλησία να κάνουν κομποσχοίνι. Είχαν εκεί και την κάρα του Αγίου Παρθενίου, επισκόπου Λαμψάκου, και το δαιμόνιο στριμώχθηκε πολύ. Συγχρόνως, ο ηγούμενος ανέθεσε και σε έναν ιερομόναχο να διαβάσει στον δαιμονισμένο εξορκισμούς.

Ο ιερομόναχος αυτός ήταν ευλαβής μεν εξωτερικά, αλλά εσωτερικά είχε κρυφή υπερηφάνεια. Ήταν αγωνιστής και τυπικός σε όλα. Νουθετούσε πνευματικά τους άλλους, γιατί ήταν και λόγιος. Ο ίδιος όμως δεν βοηθιόταν από κανέναν, γιατί οι άλλοι, από σεβασμό, όταν τον έβλεπαν να κάνει κάτι στραβό, δίσταζαν να του το πουν.

Είχε δημιουργήσει ψευδαισθήσεις στον εαυτό του ότι είναι ο πιο ενάρετος της μονής κ.λπ. Ο πονηρός βρήκε ευκαιρία εκείνη την ημέρα να του κάνει κακό. Έβαλε την πονηριά του, για να του δώσει την εντύπωση ότι αυτός διώχνει το δαιμόνιο από τον δαιμονισμένο.

Μόλις λοιπόν άρχισε να διαβάζει τους εξορκισμούς, άρχισε το δαιμόνιο να φωνάζει: «καίγομαι! που με διώχνεις, άσπλαχνε;», οπότε νόμισε ότι καίγεται από τον δικό του εξορκισμό - ενώ ο δαίμονας ζοριζόταν, γιατί προσεύχονταν και οι άλλοι πατέρες - και απάντησε στον δαίμονα: «Να έρθεις σ' εμένα».

Το είχε πει αυτό ο Άγιος Παρθένιος σε ένα δαιμόνιο, άλλα εκείνος ήταν άγιος. Μια φορά δηλαδή που ένα δαιμόνιο φώναζε: «καίγομαι, καίγομαι, που να πάω;», ο Άγιος του είπε: «Έλα σ' εμένα». Τότε το δαιμόνιο είπε στον Άγιο: «και μόνον το όνομά σου με καίει, Παρθένιε!», και έφυγε από τον δαιμονισμένο που ταλαιπωρούσε.

Πήγε και αυτός να κάνει τον Άγιο Παρθένιο και δαιμονίσθηκε. Από εκείνη την στιγμή τον εξουσίαζε πια ο δαίμονας. Χρόνια ολόκληρα βασανιζόταν και δεν μπορούσε να αναπαυθεί πουθενά. Συνέχεια γύριζε, πότε έξω στον κόσμο και πότε μέσα στο Άγιον Όρος. Τι τράβηξε ο καημένος!

Του είχε δημιουργήσει αυτή η κατάσταση ψυχική κούραση και σωματική κόπωση με τρεμούλα. Και να δείτε, ενώ ήταν καλός παπάς, δεν μπορούσε μετά να λειτουργήσει. Βλέπετε τι κάνει ο διάβολος;

- Γέροντα, έχει κάποια σχέση ο καφές με τις αντιδράσεις ενός δαιμονισμένου;

- Όταν το νευρικό σύστημα είναι ταραγμένο και πιει κανείς πολλούς καφέδες, κλονίζονται τα νεύρα και το ταγκαλάκι εκμεταλλεύεται αυτήν την κατάσταση. Δεν είναι ότι ο καφές είναι κάτι δαιμονικό. Χρησιμοποιεί το ταγκαλάκι την επίδρασή του στα νεύρα, και ο δαιμονισμένος αντιδράει χειρότερα.
Περισσότερα...

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Ο Άγιος Ευστάθιος και η αγία οικογένειά του


Στις 20 Σεπτεμβρίου η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη μιας Αγίας οικογενείας. Μιας οικογενείας μαρτύρων που την αποτελούσαν ο Άγιος Ευστάθιος, η σύζυγος του Αγία Θεοπίστη και τα δύο παιδιά τους, οι Άγιοι Αγάπιος και Θεόπιστος.

Στα 98 μ. Χ. ο Πλακίδας, αυτό ήταν το πρώτο όνομα του αγίου Ευσταθίου, διαπρέπει σαν στρατηλάτης ενδοξότατος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.



Δεν είναι μόνο η ευγενής καταγωγή και ο πλούτος, που τον κάνουν να ξεχωρίζει, αλλά και οι έξοχες νίκες και τα ανδραγαθήματά του. Κι από κοντά ο ψυχικός του πλούτος. Συνετός, εγκρατής και σώφρων, δίκαιος και ελεήμων, αποτελεί, αν και ειδωλολάτρης ακόμα, μια εκλεκτή ψυχή. Σ' αυτές του τις αρετές του μοιάζουν και η σύζυγος και οι δύο γιοι του.

Ένα τέτοιο ευγενικό θήραμα ήταν αδύνατο να ξεφύγει από τα δίχτυα της αγάπης του θείου Κυνηγού. Έτσι λοιπόν κάποια μέρα που ο Πλακίδας γύμναζε το στρατό στο κυνήγι, τράβηξε την προσοχή του κάποιο ελάφι, που ενώ έτρεχε, στρεφόταν και τον κοίταζε στα μάτια. Όρμησε να το κυνηγήσει, αλλ' εκείνο βρέθηκε μ' ένα πήδημα στο χείλος ενός μεγάλου χάσματος, αφήνοντας αντίκρυ τον έφιππο Πλακίδα. Και ξαφνικά βλέπει ο στρατηλάτης ανάμεσα στα κέρατα του ελαφιού έναν υπέρλαμπρο σταυρό με τον Εσταυρωμένο. Ακούει και μια φωνή, που του αποκαλύπτει ότι Αυτός είναι ο Ιησούς Χριστός, ο μόνος αληθινός Θεός, και τον καλεί να πιστέψει και να βαπτιστει.

Το ελάφι εξαφανίζεται και ο Πλακίδας επιστρέφει στο σπίτι του. Πριν προλάβει όμως να εξιστόρηση το συνταρακτικό γεγονός στη σύζυγο του, εκείνη του φανερώνει ότι ο Θεός των χριστιανών αποκαλύφθηκε και σ' αυτήν καλώντας την να πιστέψει με όλη την οικογένειά της. Την ίδια νύχτα δέχεται η οικογένεια το άγιο βάπτισμα από τον επίσκοπο της Ρώμης.

Το άλλο πρωί ο Άγιος Ευστάθιος πηγαίνει πάλι στο μέρος όπου του είχε αποκαλυφθεί το όραμα του ελαφιού. Κι εκεί ακούει νέα συνταρακτική αποκάλυψη:

Θα πάθεις όσα έπαθε και ο Ιώβ τον παλαιό καιρό, αλλά στο τέλος θα νικήσεις τον διάβολο... Ανδρίζου, Ευστάθιε, και αγωνίζου στον δρόμο της αρετής.

Το θέλημα του Κυρίου ας γίνει, απάντησε ο Ευστάθιος.

Το ίδιο είπε και η Αγία Θεοπίστη, όταν της φανέρωσε την πρόρρηση.

Δεν περνούν λίγες μέρες και ο στίβος του αγώνα για τον νεοφώτιστο στρατηλάτη ανοίγεται. Από λοιμώδη ασθένεια πεθαίνουν όλοι οι υπηρέτες και οι άνθρωποι του σπιτιού του. Αρρωσταίνουν και ψοφούν τα άλογα και τα άλλα ζώα του. Κι ενώ κάποια μέρα απουσιάζουν από το σπίτι, μπαίνουν σ' αυτό κλέφτες και τους παίρνουν ό,τι έχουν. Μένουν μόνο με τα ρούχα που φορούν. Οι μέχρι πριν λίγο πλουσιώτατοι και ενδοξότατοι άρχοντες κατάντησαν φτωχοί και αξιολύπητοι.

Αποφασίζουν τότε να εγκαταλείψουν τη Ρώμη και να πάνε σε τόπο άγνωστο. Σαν τον πιο κατάλληλο βρίσκουν τα Ιεροσόλυμα, και ξεκινούν για εκεί. Κανείς τους βέβαια δεν μπορεί να φανταστεί αυτά πού θα ακολουθήσουν.

Στο τέλος του θαλασσινού ταξιδιού τους ο βάρβαρος και άνομος πλοίαρχος, ζητώντας υπέρογκα ναύλα, κρατάει τη Θεοπίστη στο πλοίο του αποχωρίζοντάς την έτσι από την οικογένειά της.

Με οδύνη αβάσταχτη ο πονεμένος σύζυγος συνεχίζει τον δρόμο του με τα δύο παιδιά του ως την όχθη ενός μεγάλου ποταμού. 'Εκεί αναγκάζεται ν' αφήσει το μεγαλύτερο παιδί, για να πέρασει πρώτα το μικρότερο απέναντι. Καθώς όμως επιστρέφει να πάρει και το άλλο, βλέπει ότι το έχει αρπάξει ένα λιοντάρι. Γυρίζει τότε και βλέπει πως και το μικρότερο το άρπαξε ένας λύκος.

Μέσα στα δάκρυα του θυμάται ο Άγιος την πρόρρηση του Κυρίου, ότι θα περάσει όσα και ο Ιώβ. Ίσως και περισσότερα, θα έλεγε κανείς. Γιατί ενώ ο Ιώβ είχε ένα κομμάτι γης για ν' αναπαύεται, έστω και πάνω στην κοπριά, αυτός περιφέρεται ξένος σε ξένη χώρα. Εκείνος είχε κοντά του τουλάχιστον τους φίλους και τη γυναίκα του, ενώ ο Άγιος απέμεινε έρημος από ανθρώπους.

Είναι φυσικό να συγκλονίζεται η ψυχή που χτυπιέται από τέτοια και τόσα κύματα. Μα όταν αυτή είναι γαντζωμένη γερά στην αγάπη του Χριστού, δεν λυγίζει, δεν σαλεύει από την πίστη της. Υπερισχύει η εμπιστοσύνη στην πρόνοια Εκείνου, που αγρυπνεί διαρκώς πάνω μας. Εκείνου, που ξέρει γιατί στέλνει τα πικρά ποτήρια, και που γνωρίζει να δίνει και την «έκβασιν» του πειρασμού.

Με αφάνταστη υπομονή και γενναιότητα σήκωσε τον σταυρό του ο Άγιος, εκτελώντας αγροτικές εργασίες επί δεκαέξι ολόκληρα χρόνια, εκεί, στην ξένη γη της Ανατολής.

Κάποτε ο Κύριος έκρινε πως πλησίαζε η ώρα να λάβει το στεφάνι της υπομονής του. Στέλνοντας ανθρώπους σε όλα τα σημεία της αυτοκρατορίας ο αυτοκράτωρ Τραϊανός κατορθώνει να τον ανακαλύψει. Γιατί ο γενναίος στρατηλάτης είναι ο μόνος που μπορεί να σώσει το κράτος από τους εχθρούς που το απειλούν. Ο αυτοκράτωρ του ξαναδίνει τα πρώτα αξιώματα και του αναθέτει την αρχιστρατηγεία.

Ο Άγιος Ευστάθιος, για ν' αύξησει το στράτευμα, στρατολογεί πολλούς νέους από όλη τη ρωμαϊκή επικράτεια. Ανάμεσά τους, χωρίς να το ξέρει, στρατολογήθηκαν και τα δύο παιδιά του. Είχαν και τα δύο σωθεί από τα στόματα των θηρίων με την επέμβαση γεωργών και βοσκών της περιοχής.

Δεν τα γνώρισε, αλλά καθώς τα είδε ευγενικά και ευπαρουσίαστα, τα κράτησε για να τον υπηρετούν στο τραπέζι.

Η εκστρατεία άρχισε και συνεχίστηκε μέχρι την πόλη που έμενε η Αγία Θεοπίστη. Ο Θεός τη διαφύλαξε και αυτή σώα και αβλαβή από τις ανήθικες προθέσεις του πλοιάρχου, τιμωρώντας τον με ξαφνική ασθένεια.

Ο στρατηγός έστησε τυχαία τη σκηνή του στον κήπο του σπιτιού που έμενε η Αγία.

Μια μέρα τα δύο παιδιά μπήκαν στο σπίτι και έδωσαν στην οικοδέσποινα ορισμένα τρόφιμα για να τα μαγειρέψει. Μέχρι να ετοιμαστεί το φαγητό έπιασαν συζήτηση για την καταγωγή τους.

Ο μεγαλύτερος διηγήθηκε στον μικρότερο για τους γονείς και τον αδελφό του, για το ταξίδι τους με το πλοίο, για το επεισόδιο στο ποτάμι με το λιοντάρι και το λύκο.

Ο μικρότερος συγκλονίστηκε.

Είσαι ο αδελφός μου, φώναξε και έπεσε στην αγκαλιά του.

Η Αγία Θεοπίστη άκουγε από το μαγειρείο τη συζήτηση και συγκινημένη αναγνώρισε τα παιδιά της. Συγκρατήθηκε όμως και δεν εκδηλώθηκε αμέσως. Αργότερα πήγε στη σκηνή του στρατηγού να τα ζητήσει. Εκείνα έλειπαν. Βρήκε όμως τον Άγιο να κάθεται στη σκιά ενός δένδρου. Καθώς τον παρατήρησε διέκρινε τα χαρακτηριστικά του συζύγου της. Τον πλησίασε και του διηγήθηκε την ιστορία της. Οι σύζυγοι αναγνωρίστηκαν. Η χαρά και η συγκίνησή τους δεν περιγράφεται. Έπεσαν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και δόξασαν τον Θεό.

Τα παιδιά μας, πού είναι; ρώτησε σε λίγο η Αγία.

Τα παιδιά μας, τα έφαγαν τα θηρία, απάντησε με συντριβή ο Άγιος και διηγήθηκε το επεισόδιο στο ποτάμι.

Ας δοξάσουμε πάλι τον Θεό, είπε τότε η Αγία. Τα παιδιά μας ζουν και βρίσκονται κοντά μας! Άκουσα να λένε τα ίδια, όσα μου διηγείσαι εσύ τώρα.

Έκπληκτος ο στρατηλάτης καλεί τους δύο νέους και βεβαιώνεται πως είναι τα παιδιά του.

Η χαρά όλων δεν έχει όρια. Έπειτα από δεκαεξάχρονη δοκιμασία η οικογένεια που χωρίστηκε με θλιβερό και φρικτό τρόπο, ξαναενώνεται. Μαζί της πανηγυρίζει και όλο το στράτευμα.

Ο Θεός αμείβει έτσι την Αγία οικογένεια για την υπομονή σε τόσα δεινά που δοκίμασε, αλλά της ετοιμάζει και ένα άλλο μεγαλύτερο στεφάνι υπομονής και καρτερίας.

Νικητής και τροπαιούχος επιστρέφει με την οικογένειά του στη Ρώμη ο ένδοξος αρχιστράτηγος. Ο αυτοκράτορας Αδριανός, που διαδέχθηκε τον Τραϊανό, ετοιμάζεται να προσφέρει μεγάλη θυσία στα είδωλα, τόσο για τη νίκη του, όσο και για την ανεύρεση των προσφιλών του προσώπων. Μα ο Άγιος με παρρησία δηλώνει:

- Βασιλιά, εγώ τον Χριστό λατρεύω. Αυτόν δοξάζω και Αυτόν ευχαριστώ. Γιατί σ' Αυτόν χρεωστώ τη ζωή μου και την ψυχή μου. Αυτός μου έδωσε δύναμη και νίκησα τους εχθρούς. Αυτός ευδόκησε και είδα και τη γυναίκα και τα παιδιά μου. Άλλον Θεό ούτε γνωρίζω ούτε πιστεύω, παρά μόνον Αυτόν, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη.

Συγκλονιστική εντύπωση έκανε η δήλωση αυτή. Το πανηγυρικό σκηνικό αλλάζει. Οι ειδωλολάτρες ιερείς και οι αξιωματικοί σκυθρώπιασαν.

Εξοργισμένος ο Αδριανός διατάζει τον Άγιο να βγάλει τη στρατιωτική ζώνη και να στέκεται μπροστά του σαν κατάδικος. Παρ' όλες τις προσπάθειές του, τις υποσχέσεις και απειλές, δεν κατορθώνει να τον μεταπείσει. Και ο ένδοξος στρατηλάτης, ο σωτήρας της αυτοκρατορίας, καταδικάζεται σε θάνατο μαζί με όλη την οικογένειά του.

Τους εκθέτουν σε μια πεδιάδα και εξαπολύουν ένα πεινασμένο λιοντάρι, για να τους κατασπάραξει. Αλλά αυτό, όταν τους πλησίασε, έσκυψε το κεφάλι σαν να τους προσκυνούσε και γύρισε πίσω. Κατασκευάζουν τότε ένα χάλκινο ομοίωμα βοδιού, το όποιο πυρώνουν στη φωτιά και ρίχνουν μέσα τους αγίους.

Όταν μετά τρεις μέρες το άνοιξαν, είδαν ότι οι ψυχές τους είχαν πετάξει στον ουρανό, χωρίς όμως να πειραχθεί ούτε μια τρίχα της κεφαλής τους. Το θαύμα αυτό έκανε το πλήθος που είχε συναχθεί να κραυγάσει:

Μέγας ο Θεός των χριστιανών! Αυτός μόνο είναι Θεός αληθινός και κανείς άλλος.

Ἀπολυτίκιον - Ἦχος α' – Τῆς ἐρήμου πολίτης 

Ἀγρευθείς οὐρανόθεν πρός εὐσέβειαν ἔνδοξε, τῇ τοῦ σοί ὀφθέντος δυνάμει, δι’ ἐλάφου Εὐστάθιε, ποικίλους καθυπέστης πειρασμούς, καί ἤστραψας ἐν ἄθλοις ἱεροῖς, σύν τῇ θείᾳ σου συμβίῳ καί τοῖς υἱοῖς, φαιδρύνων τούς βοῶντας σοι ΄δόξα τῷ σέ δοξάσαντι Χριστῷ, δόξα τῷ σέ στεφανώσαντι, δόξα τῷ δειξαντί σε παντί, Ἰώβ παμμάκαρ δεύτερον.

Αναδημοσίευση από: 1myblog.pblogs.gr
Περισσότερα...

Τρίτη 16 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Αγίες Σοφία, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στις Αγίες Σοφία, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη, μητέρα η πρώτη και κόρες οι τρεις τελευταίες, τη μνήμη των οποίων η Εκκλησία μας τιμά κάθε χρόνο στις 17 Σεπτεμβρίου.

Η Αγία μάρτυς Σοφία καταγόταν από μεγάλη πόλη της Ιταλίας. Ήταν γυναίκα σεμνή και ευσεβής. Έμεινε χήρα πολύ νωρίς. Έτσι αναγκάστηκε να εγκατασταθεί στη Ρώμη με τις τρεις κόρες της, την Πίστη δώδεκα ετών, την Ελπίδα δέκα και την Αγάπη εννέα ετών.
Καθημερινά ανέτρεφε τις κόρες της με ιδιαίτερη επιμέλεια. Συνέχεια τις προέτρεπε να μιμούνται τη ζωή της και να στολίζονται με αρετές. Έβαλε μες στην καρδιά τους το φόβο του Κυρίου και τη λαχτάρα της Βασιλείας των ουρανών. Πρόσεχε παράλληλα το όνομά τους να συμβαδίζει με τη ζωή τους.

Όλοι επαινούσαν τη μητέρα με τις τρεις κόρες, για τα σωματικά και ψυχικά τους χαρίσματα. Ο επιστάτης της πόλεως Αντίοχος, φανέρωσε στον αυτοκράτορα Αδριανό τη χριστιανική πίστη της Σοφίας και των τριών θυγατέρων της. Κι αυτός έδωσε εντολή να τις οδηγήσουν στο δικαστήριο. Παρουσιάστηκαν μπροστά του με ιδιαίτερο θάρρος έχοντας στην καρδιά τους τα λόγια του Κυρίου μας:

«Μη φοβάστε αυτούς, που φονεύουν το σώμα, αλλά δε μπορούν να βλάψουν την ψυχή».

Όταν τις αντίκρυσε, έμεινε έκθαμβος από την ευγένεια και τον στολισμό της ψυχής τους. Προσπάθησε τότε με κολακείες να τις ξεγελάσει ν’ αρνηθούν την πίστη τους

Η μητέρα αποκρίθηκε:

«Ονομάζομαι Σοφία, πατρίδα μου είναι η Ιταλία, κι οι γονείς μου ήταν από τους πρώτους άρχοντες της χώρας. Είμαι Χριστιανή, δούλη του αληθινού Θεού, στον οποίο αφιερώθηκα από την γέννησή μου.

Ο Αδριανός θαύμασε τη σύνεση και τη σεμνότητα της Σοφίας. Νικημένος από την απόκρισή της, στράφηκε στις κόρες της. Αφού βρήκε σ’ αυτές το ίδιο θάρρος, τις παρέδωσε στην αρχόντισσα Παλλαδία, να τις κατηχήσει στην ασέβεια, μέσα σε τρεις μέρες. Μάταια όμως, γιατί βρήκε εμπόδια στο γενναίο τους φρόνημα και τη δυνατή τους πίστη.

Έφεραν τότε μπροστά του την Πίστη και την παρακίνησε να θυσιάσει στην Αρτέμιδα. Η κόρη όμως αρνήθηκε να υπακούσει. Κι ο δικαστής οργισμένος δίνει εντολή ν’ αρχίσουν τα μαρτύρια.

Λίγο πριν ο δήμιος αποκεφαλίσει την Πίστη, η μητέρα της της είπε:

«Αγαπημένο μου κορίτσι, πολλούς πόνους υπέφερα κατά την γέννησή σου και πολύ κουράστηκα να φτάσεις σ’ αυτή την ηλικία. Τώρα όμως πληρώθηκαν οι κόποι μου με το παραπάνω, καθώς βλέπω να υπομένεις τα μαρτύρια για το Χριστό μας».

Αμέσως έσκυψε το κεφάλι και με χαρά δέχτηκε τον αποκεφαλισμό της. Ήρθε έπειτα η σειρά της Ελπίδας, πού πέρασε μέσα από τα ίδια μαρτύρια κι είχε το ίδιο τέλος με την αδελφή της. Τέλος διέταξε να φέρουν την Αγάπη. Νόμιζε πως σαν πιο μικρή και αδύνατη, θα την έπειθε να θυσιάσει στα είδωλα. «Μη σε ξεγελά η ηλικία μου, του λέει εκείνη. Μην ελπίζεις, πως θα με πείσεις με τις κολακείες σου».

Τη στιγμή εκείνη, η ευλογημένη μητέρα έλεγε στην κόρη της:

«Κορίτσι μου! Με το μαρτύριο που έζησες τίμησες τους γονείς σου και δόξασες το Θεό. Πήγαινε τώρα κοντά στον Νυμφίο σου Χριστό».

Τότε ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να την αποκεφαλίσουν. Τρεις μέρες αργότερα η μητέρα τους Σοφία, ήρθε στο μνήμα τους. Έκλεισε τα μάτια της και παρέδωσε την ψυχή της στα χέρια του Θεού με τα παρακάτω λόγια.

«Αγαπημένα μου παιδιά, δεχτείτε τη μητέρα σας εκεί, όπου και σεις αναπαύεστε».

᾿Απολυτίκιον - Ἦχος πλ. α΄ - Τὸν συνάναρχον Λόγον.

᾿Εν ταῖς μάρτυσι λάμπεις Σοφία ἔνδοξε, καὶ στεφάνοις τῆς νίκης περικοσμεῖσαι λαμπροῖς· δι᾿ ὃ ἐν ὕμνοις καὶ ᾠδαῖς εὐφημοῦμέν σε, ὅτι θυγάτρια σεμνὰ τῷ μαρτυρίῳ ὁδηγεῖς, ᾿Αγάπην Πίστιν ᾿Ελπίδα· μεθ᾿ ὧν μὴ παύσῃ πρεσβεύειν, ἐλεηθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν.

Αναδημοσίευση από: vatopaidi.wordpress.com
Περισσότερα...

Παρασκευή 12 Σεπτεμβρίου 2014

Η Παγκόσμιος Ύψωσις του Τιμίου Σταυρού


Σε αυτή την ανάρτηση θα σας παρουσιάσουμε ένα εόρτιο αφιέρωμα στην Παγκόσμιο Ύψωση του Τιμίου Σταυρού, μέσα από ένα κείμενο του Λάμπρου Κ. Σκόντζου, Θεολόγου Καθηγητού.

Η Παγκόσμια Ύψωση του Τιμίου Σταυρού αποτελεί έναν σπουδαίο εορτολογικό σταθμό του εκκλησιαστικού έτους. Στις 14 Σεπτεμβρίου σύμπασα η Ορθοδοξία τιμά τον Σταυρό του Κυρίου μας Ιησού Χριστού, ο οποίος χαρακτηρίζεται ως το «καύχημά» Της και η «δόξα» Της.


Πηγές της εκκλησιαστικής μας ιστορίας αναφέρουν ότι η εορτή της Παγκόσμιας Ύψωσης είχε καθιερωθεί από τα αρχαία χρόνια, ίσως μάλιστα να είχε καθιερωθεί και από αυτόν τον Μέγα Κωνσταντίνο, κατά προτροπή προφανώς της μητέρας του αγίας Ελένης, αμέσως μετά την εύρεση του Τιμίου Ξύλου στα Ιεροσόλυμα, γύρω στο 330 μ.Χ.

Η τιμή προς τον Τίμιο Σταυρό ανάγεται στους αποστολικούς χρόνους. Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι γεμάτες από χωρία με τα οποία ο μέγας απόστολος εξαίρει τον ρόλο του Σταυρού στην διαδικασία της σωτηρίας του κόσμου. Πρώτος ο Παύλος ομίλησε για την καύχηση του Σταυρού του Χριστού. Οι αποστολικοί Πατέρες ομιλούν και αυτοί με σεβασμό και τιμή προς το ιερό σύμβολο, μέσω του οποίου έγινε η καταλλαγή με το Θεό και επιτεύχθηκε η σωτηρία με την απολυτρωτική θυσία του Χριστού.

Οι κατακόμβες είναι γεμάτες από χαραγμένους σταυρούς. Οι διωκόμενοι χριστιανοί από τους φανατικούς ειδωλολάτρες θεωρούσαν τους εαυτούς τους τύπους του αδίκως παθόντος Κυρίου Ιησού Χριστού. Πίστευαν ότι εξαιτίας της πίστεώς τους στο Χριστό έφεραν και αυτοί το δικό τους σταυρό, γι’ αυτό το ιερό αυτό σύμβολο ήταν τόσο αγαπητό σε αυτούς. Αυτό τους εμψύχωνε και τους έδινε τη δύναμη του μαρτυρίου.

Η δύναμη του Τιμίου Σταυρού φάνηκε στο θαυμαστό όραμα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στα 312, ενώ βάδιζε εναντίον του Μαξεντίου κοντά στη Ρώμη. Ο Κωνσταντίνος εξέφραζε την νέα εποχή, σε αντίθεση με τους συναυτοκράτορές του, οι οποίοι εξέφραζαν και προσπαθούσαν να συντηρήσουν τον παλιό κόσμο, που κατέρρεε ραγδαία. Ο μεγάλος αυτοκράτορας είδε στον ουρανό, ημέρα μεσημέρι, το σημείο του σταυρού, σχηματισμένο με αστέρια, και την επιγραφή «ΕΝ ΤΟΥΤΩ ΝΙΚΑ», επίσης σχηματισμένη με αστέρια. Ήταν η 28η Οκτωβρίου 312. Από εκείνη την ώρα έδωσε διαταγή το σημείο αυτό να γίνει το σύμβολο του στρατού του. Χαράχτηκε παντού, στις ασπίδες των στρατιωτών, στα κράνη, στα λάβαρα, και αλλού.

Ο εχθρός κατατροπώθηκε και ο Κωνσταντίνος έγινε μονοκράτωρ του απέραντου κράτους. Δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι η δύναμη του Σταυρού του είχε χαρίσει αυτή την περήφανη νίκη, γι’ αυτό προσέγγισε τη νέα ανερχόμενη θρησκευτική πίστη των χριστιανών. Κατάλαβε ο μεγάλος και διορατικός εκείνος άνδρας ότι το μέλλον της ανθρωπότητας ανήκε στον Χριστιανισμό, όπως και έγινε. Έτσι έδωσε αμέσως διαταγή να σταματήσουν οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών, καθώς και όλων όσων διώκονταν για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις. Με το γνωστό «Διάταγμα των Μεδιολάνων» κατοχυρώθηκε η ανεξιθρησκία στο κράτος. Παράλληλα υιοθέτησε τις ευαγγελικές αρχές για να γίνουν η βάση του δικαίου και της νομοθεσίας του (κατάργηση δουλείας, κοινωνική πρόνοια, αργία Κυριακής, κλπ). Για να είναι δίκαιος με όλους τους υπηκόους παρέμεινε προστάτης και της εθνικής θρησκείας (Μέγας Αρχιερεύς).

Το 326 αναχώρησε για τους Αγίους Τόπους η ευσεβής χριστιανή μητέρα του αγία Ελένη. Με την γενναία επιχορήγηση του Κωνσταντίνου άρχισε το κτίσιμο λαμπρών ναών επί των ιερών προσκυνημάτων. Επίκεντρο ήταν ο Πανάγιος Τάφος του Κυρίου. Στο σημείο εκείνο ο αυτοκράτορας Αδριανός είχε κτίσει το 135, κατά τη δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ, ναό της Αφροδίτης.

Πρώτη ενέργεια της αγίας Ελένης ήταν η ανεύρεση του Τιμίου Σταυρού, ο οποίος είχε ριχτεί από τους ρωμαίους σε παρακείμενη χωματερή. Σύμφωνα με την παράδοση οδηγήθηκε εκεί από ένα αρωματικό φυτό που φύτρωνε στο μέρος εκείνο, το γνωστό μας βασιλικό. Ύστερα από επίπονες ανασκαφές τελικά βρέθηκαν τρεις σταυροί, του Κυρίου και των δύο ληστών. Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Φιλοστόργιος και Νικηφόρος αναφέρουν ότι ο Σταυρός του Κυρίου εντοπίσθηκε ύστερα από θαύμα, τοποθετήθηκε πάνω σε νεκρή γυναίκα και αυτή αναστήθηκε!

Η πιστή βασιλομήτωρ, με δάκρυα στα μάτια παρέδωσε τον Τίμιο Σταυρό στον Πατριάρχη Μακάριο, ο οποίος στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 335 τον ύψωσε στον φρικτό Γολγοθά και τον τοποθέτησε στον πανίερο και περικαλλή ναό της Αναστάσεως, τον οποίο είχε ανεγείρει η αγία πάνω από τον Πανάγιο Τάφο και ο οποίος σώζεται ως σήμερα. Το σημαντικό αυτό γεγονός σημάδεψε την ζωή της Εκκλησίας και γι’ αυτό άρχισε να εορτάζεται ως λαμπρή ανάμνηση. Έτσι καθιερώθηκε η μεγάλη εορτή της Παγκόσμιας Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού.

Όμως την αγία αυτή ημέρα εορτάζουμε και την δεύτερη ύψωση. Στα 613 οι Πέρσες κυρίεψαν την Παλαιστίνη, λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα ιερά προσκυνήματα και πήραν ως λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό και τον μετέφεραν στη χώρα τους. Η παράδοση αναφέρει ότι άπειρα θαύματα γινόταν εκεί. Οι πυρολάτρες Πέρσες θεώρησαν το Τίμιο Ξύλο μαγικό και γι’ αυτό το φύλασσαν και το προσκυνούσαν, χωρίς να γνωρίζουν την πραγματική του φύση και ιδιότητα! Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος μετά την νίκη του εναντίον των Περσών παρέλαβε τον Τίμιο Σταυρό και τον μετέφερε στην Ιερουσαλήμ. Ο Πατριάρχης Ζαχαρίας τον ύψωσε εκ νέου στο ναό της Αναστάσεως. Ήταν 14 Σεπτεμβρίου του 626.

Ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Παυλίνος αναφέρει στην ενδέκατη επιστολή του ότι η τοπική εκκλησία των Ιεροσολύμων θεώρησε ότι ο Σταυρός του Χριστού ανήκει σε όλη την χριστιανοσύνη και γι’ αυτό αποφάσισε να τεμαχίσει το Τίμιο Ξύλο και να το διανείμει σε όλη την Εκκλησία. Έτσι διασώθηκαν μέχρι σήμερα πολλά τεμάχια, τα οποία φυλάσσονται ως τα πολυτιμότερα κειμήλια, κυρίως στις ιερές μονές του Αγίου Όρους. Μια εσχατολογική προφητεία λέγει πως ένα από τα συγκλονιστικά γεγονότα του τέλους του κόσμου θα είναι και η επανένωση του Τιμίου Σταυρού!

Οι ορθόδοξοι πιστοί τιμούμε με ιδιαίτερο τρόπο την αγία ημέρα της Υψώσεως του Σταυρού του Κυρίου μας. Η ιερές ακολουθίες έχουν πανηγυρικό χαρακτήρα, ενώ έχει θεσπισθεί αυστηρή νηστεία. Κατακλύζουμε του ιερούς ναούς προκειμένου να προσκυνήσουμε τον Τίμιο Σταυρό και να αντλήσουμε δύναμη και χάρη ουράνια από αυτόν. Παίρνουμε μαζί μας κλώνους βασιλικού ως ευλογία και τον εναποθέτουμε στα εικονίσματα ως ελιξίριο κατά του κακού. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η τιμή και η προσκύνηση του Σταυρού είναι προσκύνηση του Ίδιου του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας Χριστού και όχι ειδωλολατρική πράξη, όπως κακόβουλα μας κατηγορούν οι ποικιλώνυμοι αιρετικοί. Ο Σταυρός του Κυρίου μας είναι το καύχημά μας, το νικηφόρο λάβαρο κατά του μεγαλύτερου εχθρού μας, του διαβόλου, το αήττητο όπλο κατά του πολυπρόσωπου κακού. Με ένα στόμα και με μια καρδιά ψάλλουμε τον υπέροχο παιάνα – τροπάριο της μεγάλης εορτής: «Σώσον Κύριε τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου…».

Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΙΜΙΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ ΣΤΗ ΖΩΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ
Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι ένας ακόμα σημαντικός εορτολογικός σταθμός της Εκκλησίας μας. Οι πιστοί την ημέρα αυτή καλούνται να τιμήσουν και να προσκυνήσουν τον Τίμιο Σταυρό του Κυρίου ώστε να αντλήσουν δύναμη και χάρη από αυτόν. Η μεγάλη αυτή Δεσποτική εορτή δίνει επίσης την ευκαιρία σε όλους μας να σκεφτούμε ορισμένες βασικές αρχές και αλήθειες της πίστης μας, οι οποίες είναι συνυφασμένες με τη θεολογία του Σταυρού.

Η Ορθόδοξος Καθολική Εκκλησίας μας, η οποία διασώζει μόνη Αυτή ανόθευτη την βιβλική και πατερική διδασκαλία, αποδίδει την προσήκουσα τιμή στο Σταυρό του Χριστού, ως το κατ’ εξοχήν όργανο και σύμβολο της απολυτρώσεως του ανθρωπίνου γένους. Σε αντίθεση με την ποικίλη ετεροδοξία, η οποία, είτε αδιαφορεί να αποδώσει τιμή στο Σταυρό (Προτεσταντισμός), είτε πολεμά ευθέως Αυτόν, ως ειδωλολατρικό σύμβολο (Mάρτυρες του Ιεχωβά). Η Εκκλησία μας θέσπισε πολλές φορές προσκύνησης και τιμής του Σταυρού καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους, με αποκορύφωμα τη μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως, στις 14 Σεπτεμβρίου.

Ο Σταυρός του Κυρίου αποτελεί για τη χριστιανική πίστη κορυφαίο σύμβολο θυσίας και αγιασμού, διότι η σημασία του είναι πραγματικά τεράστια. Ο Σταυρός μαζί με την Ανάσταση λειτουργούν ως δυο βασικοί άξονες πάνω στους οποίους κινείται η ζωή των πιστών χριστιανών. Η Ανάσταση έπεται του Σταυρού και προϋποθέτει το Σταυρό και ο Σταυρός προμηνύει την Ανάσταση. Χωρίς Σταυρό δεν γίνεται Ανάσταση. Πάνω σε αυτές τις αρχές στηρίζεται η θεολογία του Σταυρού και η σπουδαία σημασία του για τη ζωή της Εκκλησίας.

Ο μέγας απόστολος των Εθνών Παύλος, ο κατ’ εξοχήν θεολόγος του Σταυρού, τονίζει συχνά στις θεόπνευστες επιστολές του ότι ο Σταυρός του Χριστού είναι γι’ αυτόν και για την Εκκλησία καύχηση. «εμοί δε μη γένοιτο καυχάσθαι ει μη εν τω σταυρώ του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού» (Γαλ.6,13), διότι «ο λόγος γαρ ο του σταυρού τοις μεν απολλυμένοις μωρία εστί τοις δε σωζομένοις ημίν δύναμις Θεού εστι,»(Α΄Κορ. 1,17»,επιεδή ο Ιησούς Χριστός «εγενήθη εν σοφία από Θεού, δικαιοσύνη τε και αγιασμός και απολύτρωσις» (Α΄Κορ.1,30) ως ο «Εσταυρωμένος» (Α΄Κορ.1,23). Ο Κύριος της δόξης «υπό χειρών ανόμων» καρφώθηκε επάνω στο ξύλο του Σταυρού, για να υποστεί το επώδυνο μαρτύριο της σταυρώσεως και να πεθάνει ως έσχιστος κακούργος. Αλλά όμως η ανθρώπινη αυτή κακουργία, εξ αιτίας της άμετρης θείας αγάπης, λειτούργησε ευεργετικά για το θεοκτόνο ανθρώπινο γένος, «συνίστησι δε την εαυτού αγάπην εις ημάς ο Θεός, ότι αμαρτωλών όντων ημών Χριστός υπέρ ημών απέθανε. Πολλώ ουν μάλλον δικαιωθέντες νυν εν τω αίματι αυτού σωθησόμεθα δι’ αυτού από της οργής. Ει γαρ εχθροί όντες κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου του υιού αυτού, πολλώ μάλλον καταλλαγέντες σωθησόμεθα εν τη ζωή αυτού» (Ρωμ.5,8-10).

Ο Σταυρός πριν τη μεγάλη σταυρική θυσία του Χριστού ήταν έχθιστο φονικό όργανο εκτέλεσης κακούργων. Όποιος πέθαινε δια της σταυρώσεως χαρακτηρίζονταν «επικατάρατος» (Γαλ.3,1). Αφότου όμως ο σαρκωμένος Θεός πέθανε ως κακούργος πάνω στο εγκάρσιο ξύλο, αυτό κατέστη πηγή απολυτρώσεως. Από μέσο θανατώσεως μεταβλήθηκε σε ακένωτη πηγή ζωής, από αποκρουστικό και απαίσιο όργανο των δημίων έγινε φωτεινό σύμβολο και δίαυλος ευλογιών, από ξύλο πόνου και ωδίνων κατέστη καταφύγιο ανάπαυσης και χαράς.

Η παράδοξη αυτή και μεγάλη αλλαγή συντελέσθηκε επειδή η άμετρη θεία αγάπη και ευσπλαχνία δε λειτούργησε εκδικητικά προς την ανθρώπινη αγνωμοσύνη και κακουργία. Μέσα στην απύθμενη θεία φιλανθρωπία δεν υπάρχει «χώρος» για μίσος, θυμό και εκδίκηση. Ο Θεός, ως η απόλυτη αγάπη (Α΄ Ιωάν.4,8,) αντί εκδίκησης ανταπέδωσε στον άνθρωπο ευσπλαχνία και του δώρισε τη λύτρωση από τα πικρά δεσμά της αμαρτίας και του κακού και του χάρισε την αιώνια ζωή. Χάρη λοιπόν στην άμετρη αγάπη του Θεού, το φρικτό φονικό όργανο των ανθρώπων μετεβλήθη σε πηγή αγιασμού και απολυτρώσεως. Σύμφωνα με την υψηλή θεολογία του ουρανοβάμωνος Παύλου ο Σταυρός του Χριστού από ατιμωτικό και φρικτό φονικό όργανο θανατώσεως των κακούργων ανθρώπων, μετεβλήθη, μετά το σταυρικό θάνατο του Κυρίου, σύμβολο σωτηρίας, μέσο συμφιλίωσης με το Θεό και πηγή αγιασμού. Η ανθρώπινη κακία έδωσε στο Θεό πόνο και θάνατο δια του ξύλου του Σταυρού, η θεία ανεξικακία και άκρα φιλανθρωπία, έδωσε, αντίθετα, στο δήμιό Του αγάπη και λύτρωση! Η δύναμη λοιπόν του Σταυρού έγκειται στην ακένωτη αγάπη του Θεού, η οποία διοχετεύεται πλέον στην ανθρωπότητα και σε ολόκληρη τη δημιουργία μέσω του Σταυρού.

Οι Πατέρες της Εκκλησίας μας έχοντας υπόψη τους αυτή τη μεγάλη αλήθεια διατύπωσαν την περίφημη θεολογία του Σταυρού. Το ιερότατο αυτό σύμβολο είναι πια συνυφασμένο με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Από Εκείνον αντλεί την ανίκητη δύναμή του, τον αγιασμό και τη χάρη. Γι’ αυτό και δεν είναι ειδωλολατρία να προσκυνείται από τους πιστούς, διότι προσκύνηση του Τιμίου Σταυρού, σημαίνει προσκύνηση του ιδίου του Χριστού, του Οποίου είναι το σημείο και η ενθύμηση της απολυτρωτικής Του θυσίας.

Ο Σταυρός του Χριστού αποτελεί πλέον την ενοποιό δύναμη της ανθρωπότητας. Αν το ξύλο της γνώσεως του καλού και του κακού στην Εδέμ (Γεν. γ΄ κεφ.) έγινε πρόξενος κακού και έχθρας του ανθρωπίνου γένους, το ξύλο του Σταυρού έγινε σημείο επανένωσης των ανθρώπων στο Σώμα Του Κυρίου Ιησού Χριστού. Τα δύο εγκάρσια ξύλα, που συνθέτουν το σύμβολο του Σταυρού, συμβολίζουν την ένωση των ανθρώπων με το Θεό (κάθετο ξύλο) και την ένωση των ανθρώπων μεταξύ τους (εγκάρσιο ξύλο). Φυσικά η ένωση των ανθρώπων περνά αναγκαστικά από τη σχέση τους με το Θεό. Το εγκάρσιο ξύλο παριστά, επίσης, τα δύο χέρια του Εσταυρωμένου Λυτρωτή μας, τα οποία είναι ανοιγμένα για να αγκαλιάσουν ολόκληρη την ανθρωπότητα. Μέσα σε αυτή τη θεώρηση η νέα εν Χριστώ ανθρώπινη κοινωνία έχει διαφορετική υφή από τις προχριστιανικές και εξωχριστιανικές κοινωνίες. Η ενοποιός δύναμη του Σταυρού του Χριστού αδελφοποιεί τους ανθρώπους, δημιουργώντας την κοινωνία της αγάπης, της αδελφοσύνης, της δικαιοσύνης και της ειρήνης.

Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι ακόμα η φοβερή δύναμη κατά των αντίθεων δυνάμεων. Μέχρι το σταυρικό θάνατο του Χριστού, ως όργανο του κακού, χρησιμοποιούνταν για την καταστροφή και το θάνατο. Αφότου ο Θεός καταδέχτηκε να καρφωθεί και να πεθάνει πάνω σ’ αυτόν μεταβλήθηκε σε όπλο εναντίων εκείνων που το χρησιμοποιούσαν. Η Εκκλησία μας ψάλλει θριαμβευτικά: «Κύριε όπλον κατά του διαβόλου τον σταυρόν Σου ημίν δέδωκας, φρύττει γαρ και τρέμει μη φέρων καθοράν αυτού την δύναμιν, ότι νεκρούς ανιστά και θάνατον κατήργησεν». Το σύμβολο του Τιμίου Σταυρού είναι το θαυμαστό φυλακτήριο των πιστών. Δεν υπάρχει αγιαστική πράξη της Εκκλησίας μας που να μην σταυρώνονται οι πιστοί, δεν υπάρχει στιγμή προσευχής που να μην ποιούμε το σημείο του Σταυρού, δεν υπάρχει δύσκολη στιγμή που να μην αγιάζουμε το σώμα μας με το σημείο του Σταυρού για να θωρακιζόμαστε έτσι κατά των δυνάμεων του κακού. Ο Τίμιος Σταυρός αντικατέστησε όλα τα δεισιδαίμονα και αναποτελεσματικά φυλακτήρια του παρελθόντος. Οι πιστοί πλέον φέρουν με καμάρι Αυτόν ως πολύτιμο και αποτελεσματικό φυλακτήριο κατά του κακού, αλλά και ως ομολογία της πίστης τους στην μεγάλη απολυτρωτική θυσία του Χριστού.

Πρέπει να επισημάνουμε εδώ την φανερή αποστροφή, ακόμα και την έχθρα προς τον Σταυρό του Χριστού, πολλών αιρετικών χριστιανικών ομάδων. Στο σύνολό του, λοιπόν, ο προτεσταντικός κόσμος δεν αποδίδει καμιά τιμή στο Σταυρό. Είναι γνωστό πως οι προτεστάντες δεν κάνουν το σημείο του Σταυρού και χρησιμοποιούν αυτόν μόνο ως διακοσμητικό στοιχείο!. Οι Μάρτυρες του Ιεχωβά μάλιστα, χειρότερα από αυτούς μάχονται με λύσσα το σημείο του Σταυρού. Δεν προφέρουν καν το όνομα Σταυρός και αντ’ αυτού τον ονομάζουν… πάσαλο. Στην Καινή Διαθήκη έχουν αντικαταστήσει την ονομασία του Σταυρού με… ξύλο! Και μόνο γι’ αυτό θα μπορούσε κάποιος να χαρακτηρίσει την οργάνωση αυτή σαφώς σατανική.

Η κατάσταση της κατάνυξης και της χαρμολύπης που δημιουργεί στην ψυχή μας η παρουσία και θέα του Τιμίου Σταυρού μας κάνει να υπομένουμε με καρτερία και υπομονή τα προβλήματα της ζωής, δηλαδή να υπομένουμε τον προσωπικό μας σταυρό (Ματθ.16:24), ελπίζοντας εξάπαντος στην επερχόμενη ανάσταση, μεταφορικά και κυριολεκτικά. Αυτή η ακράδαντη πίστη μας δίνει δύναμη και μας κάνει να αντιμετωπίζουμε τη ζωή με αισιοδοξία, σε αντίθεση με την παποπροτεστατική Δύση, η οποία ζητά εναγωνίως την ευδαιμονία χωρίς τη θυσία, δηλαδή ζητά την ανάσταση χωρίς το σταυρό. Γι’ αυτό και δεν μπορεί να τη συναντήσει πουθενά. Η ελληνορθόδοξη παράδοσή μας έχει ως βάση την παύλειο αρχή «ει δε απεθάνομεν συν Χριστώ, πιστεύομεν ότι και συζήσομεν αυτώ, ειδότες ότι Χριστός εγερθείς εκ νεκρών ουκέτι αποθνήσκει, θάνατος αυτού ουκέτι κυριεύει» (Ρωμ.6,8-9). Αυτό μας κάνει να ξεχωρίζουμε από την αιρετική Δύση, η οποία όζει από απαισιοδοξία, εξαιτίας του πνευματικού της θανάτου, μη έχοντας ελπίδα αναστάσεως, διότι δεν πιστεύει στη δύναμη του Σταυρού του Χριστού και δεν έχει την ταπεινή διάθεση να συσταυρωθεί μαζί Του, για να μπορέσει έτσι να συναναστηθεί με Αυτόν. Για να μπορεί όμως ο άνθρωπος να λάβει τον θείο αγιασμό μέσω του Σταυρού είναι απαραίτητο να πιστέψει στο Λυτρωτή Χριστό και στην σταυρική απολυτρωτική Του Θυσία. Επίσης πρέπει να σταυρώσει και αυτός τον εαυτό του όπως και ο Χριστός, να συσταυρωθεί μαζί Του, όχι βέβαια κυριολεκτικά όπως κάνουν κάποιοι παπικοί, που κάθε χρόνο τη Μ. Παρασκευή σταυρώνονται σε ξύλο σταυρού, αλλά πρέπει να σταυρώσει ο άνθρωπος όχι το σαρκίο του, αλλά τον αμαρτωλό και κακό εαυτό του, «ταις του βίου ηδοναίς», όπως προτρέπει ο ιερός υμνογράφος της Μ. Εβδομάδος. «ίνα και συζήσωμεν αυτώ (τω Χριστώ)».
Η μεγάλη εορτή της Παγκοσμίου Υψώσεως του Τιμίου Σταυρού είναι μια ακόμα ευκαιρία για όλους μας να σκεφτούμε τις άπειρες δωρεές του Θεού στη ζωή μας. Να στρέψουμε το βλέμμα μας στο εκθαμβωτικό φως του Σταυρού προκειμένου να διαλύσουμε το σκοτεινό έρεβος των αμαρτιών της ψυχής μας. Δεν έχουμε πολ-λές επιλογές, ή αποδεχόμαστε τη λυτρωτική δύναμη του Σταυρού του Χριστού και σωζόμαστε, ή παραμέ-νουμε δούλοι της αμαρτίας και φορείς του κακού και χανόμαστε. Η κλήση προς τη λύτρωση είναι πάντα ανοιχτή, φτάνει να πάρουμε τη μεγάλη απόφαση και να την αποδεχτούμε. Ο Κύριος μάς περιμένει.
Περισσότερα...

Τετάρτη 10 Σεπτεμβρίου 2014

Οι Άγιοι Ιωακείμ και Άννα


Η σύναξη των δικαίων γονέων της Υπεραγίας Θεοτόκου, Ιωακείμ και Άννας, σύμφωνα με την αρχαία εκκλησιαστική, παράδοση, ορίστηκε την επομένη του Γεννεσίου της Θεοτόκου, για τον λόγο ότι αυτοί έγιναν πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της αγίας θυγατέρας τους.

«Τελείται δε η σύναξις αυτών εν τω εξαέρω οίκω της Θεοτόκου, πλησίον της μεγάλης εκκλησίας εν τοις Χαλκοπρατείοις».



Ο Άγιος Ιωακείμ

Ο Ιωακείμ ήταν γιος του Ελιακείμ από τη φυλή του Ιούδα και απόγονος του Δαβίδ. Το όνομα Ιωακείμ είναι εβραϊκή λέξη και σημαίνει "ο υπό του Θεού ανυψωθείς". Έκπτωτος του θρόνου, ιδιώτευε στην Ιουδαία και το περισσότερο χρονικό διάστημα στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε μέγαρο με βασιλικό κήπο. Παντρεύτηκε την Άννα, θυγατέρα του ιερέως Ματθάν από τη φυλή του Λευΐ και της Μαρίας από τη φυλή του Ιούδα. Ήταν ευσεβείς και δίκαιοι άνθρωποι, με φόβο Θεού. Πρόσεχαν στη ζωή τους και ρύθμιζαν τις πράξεις τους σύμφωνα με το θειο νόμο. Έζησαν με ταπείνωση στην αφάνεια.

Η παράδοση μας πληροφορεί για την κατοικία τους, ότι ήταν εκεί κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμα. Αλλά το ζεύγος Ιωακείμ και Άννα δεν είχαν παιδιά και τα δώρα των άτεκνων δεν γίνονταν δεκτά στο Ναό. Με τη ντροπή αυτή της ατεκνίας ο Ιωακείμ και η Άννα πολιόρκησαν το θρόνο του Θεού. Οι προσευχές τους ήταν επίμονες, θερμές και χρόνιες. Χάρη στην υπεροχή της αρετής και της ευσεβείας τους έγιναν με θαυμαστό τρόπο σε προχωρημένη ηλικία γονείς, δίνοντας τον ωραιότερο καρπό, του οποίου η χάρις και η ευωδία έφερε τον ουρανό στη γη, τη Θεοτόκο Μαρία.

Όταν ήρθε ο προσδιορισμένος καιρός, ο Ιωακείμ και η Άννα εκπληρώνουν την υπόσχεσή τους προσφέροντας την τριετή θυγατέρα τους στο Ναό, ως αφιέρωμα στο Θεό. Η παράδοση μας πληροφορεί ότι ο Ιωακείμ πέθανε οκτώ χρόνια από τα Εισόδια της κόρης του Μαρίας, σε ηλικία 92 ετών, η δε Άννα 11 μήνες μετά τον θάνατο του Ιωακείμ, σε ηλικία 83 ετών. Την δε Θεοτόκο απέκτησαν θαυματουργικά σε ηλικία 80 ετών ο Ιωακείμ και 70 η Άννα. Η Θεοτόκος ήταν 11 ετών όταν έμεινε ορφανή και από τους δυο γονείς της. Βρισκόταν ακόμη στο Ναό των Ιεροσολύμων.

Η μνήμη του εορτάζεται στις 9 Σεπτεμβρίου, μαζί με την Αγία Άννα, την επομένη των γενεθλίων της Θεοτόκου, για τον λόγο ότι υπήρξαν οι πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της αγίας θυγατέρας τους.


Η Αγία Άννα

Η Αγία Άννα ήταν σύμφωνα με την παράδοση η μητέρα της Παναγίας. Για τη μητέρα της Θεοτόκου Άννα, δεν αναφέρουν τίποτα σχετικό τα Ευαγγέλια, ούτε τα υπόλοιπα βιβλία της Καινής Διαθήκης. Το εξελληνισμένο όνομα Άννα προέρχεται από το εβραϊκό Χάννα που σημαίνει «εύνοια, χάρη», εκείνη, στην οποία επεδείχθη η ευμένεια και η χάρις του Θεού. Η Αγία Άννα ανήκει στα ιερά πρόσωπα τα οποία κλήθηκαν να υπηρετήσουν ω τη θεία βουλή της σωτηρίας των ανθρώπων με τη σάρκωση του Θεού Λόγου. Ήταν θυγατέρα του Ματθάν από τη φυλή Λευὶ και της Μαρίας. Είχε δύο αδελφές, τη Μαρία, μητέρα της Σαλώμης και την Σοβή, μητέρα της Ελισάβετ, η οποία γέννησε τον Πρόδρομο. Η Άννα ήρθε σε γάμο με τον Ιωακείμ, ο οποίος καταγόταν από τη φυλή του Ιούδα. Ήταν ευσεβείς και δίκαιοι άνθρωποι, με φόβο Θεού. Πρόσεχαν στη ζωή τους και ρύθμιζαν τις πράξεις τους σύμφωνα με το θειο νόμο. Έζησαν με ταπείνωση στην αφάνεια.

Η παράδοση μας πληροφορεί για την κατοικία τους, ότι ήταν εκεί κοντά στην κολυμβήθρα της Βηθεσδά στα Ιεροσόλυμα. Αλλά το ζεύγος Ιωακείμ και Άννα δεν είχαν παιδιά και τα δώρα των άτεκνων δεν γίνονταν δεκτά στο Ναό.

Με τη ντροπή αυτή της ατεκνίας η Αγία Άννα πολιόρκησε μαζί με τον Ιωακείμ το θρόνο του Θεού. Οι προσευχές τους ήταν επίμονες, θερμές και χρόνιες. Ο Κύριος όμως δεν ανταποκρινόταν. Η Άννα κάνει τάμα. "Αν με αξιώσεις να γίνω μητέρα, το παιδί που θα μου δώσεις θα το προσφέρουμε εγώ και ο Ιωακείμ αφιέρωμα σε σένα Θεέ μου." Ο ουρανός εξακολουθεί να μη δίνει απάντηση. Η Θεία βουλή έχει το σχέδιό της. Η πανσοφία του Θεού, δοκιμάζοντας την υπομονή των δικαίων αυτών ανθρώπων, ετοιμάζει έργο θαυμαστό. Προετοιμάζει τον πατέρα και την μητέρα της μητέρας του Θεού. Αφήνει τον Ιωακείμ και την Άννα να δοκιμαστούν για να αναδειχθούν «εύχρηστα σκεύη ελέους», με τα οποία σκεύη, ως όργανα θα απεργασθεί ο Θεός τη σωτηρία του ανθρωπίνου γένους. Το ζεύγος Ιωακείμ και Άννα εξελέγη ως καλή ρίζα που θα δώσει το θαυμαστό βλαστό της Θεοτόκου Μαρίας, χάρη στην υπεροχή της αρετής και της ευσεβείας τους και γίνονται με θαυμαστό τρόπο σε προχωρημένη ηλικία γονείς. Η στείρα και γερόντισσα Άννα έδωσε τον πλέον καλλίκαρπο βλαστό του ανθρωπίνου δένδρου, τον ωραιότερο καρπό, του οποίου η χάρις και η ευωδία έφερε τον ουρανό στη γη.

Στον εορταστικό κύκλο της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας η Αγία Άννα έχει μία ιδιαίτερα τιμητική θέση. Τρεις φορές το χρόνο εορτάζεται η μνήμη της: α) Στις 9 Σεπτεμβρίου, μαζί με τον θεοπροπάτορα Ιωακείμ, την επομένη των γενεθλίων της Θεοτόκου, για τον λόγο ότι υπήρξαν οι πρόξενοι της παγκόσμιας σωτηρίας με την γέννηση της Αγίας θυγατέρας τους, β) Στις 9 Δεκεμβρίου εορτάζεται η σύλληψις της Αγίας Άννης, και γ) Στις 25 Ιουλίου εορτάζεται η οσία κοίμησή της.

Άξιον σημειώσεως είναι ότι στο Άγιο Όρος, το περιβόλι της Παναγίας, όπως λέγεται, έχει και η Αγία Άννα μια ξεχωριστή θέση τιμής. Η μεγαλύτερη και αρχαιότερη εκεί Σκήτη είναι αφιερωμένη στην Αγία Άννα. Αριθμεί 50 περίπου ασκητικές καλύβες, ενώ το Κυριακό, που είναι μεγαλοπρεπέστατος Ναός πυκνά αγιογραφημένος είναι αφιερωμένος στο όνομά της. Στο Κυριακὸ της Σκήτης φυλάσσεται το αριστερό πόδι της Αγίας Άννης, ενώ στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου φυλάσσεται ολόκληρη η κνήμη του δεξιού ποδιού.

Την Αγία Άννα την τιμούσε η Εκκλησία από τα αρχαία χρόνια. Το συμπεραίνουμε αυτό από διάφορους Πατέρες της Εκκλησίας, αλλά και από αρχαίους εκκλησιαστικούς ύμνους, που υπάρχουν προς τιμήν της μητέρας της Θεοτόκου. Επίσης, το έτος 550 μ.Χ., ο αυτοκράτωρ Ιουστινιανός, αφιέρωσε ναό στην Κωνσταντινούπολη προς τιμήν της Αγίας Άννας. Ο λαός πιστεύει ότι είναι μεγάλη η δύναμη των προσευχών προς την Αγία Άννα και για αυτό καταφεύγει στη μεσιτεία της και στις προσευχές της.

Αναδημοσίευση από: users.sch.gr
Περισσότερα...

Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Το Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου


Σε αυτή την ανάρτηση θα αναφερθούμε στο Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου, έτσι όπως δημοσιεύτηκε στο 21ο τεύχος του περιοδικού "Πεμπτουσία".

Η Παναγία έχει κεντρική θέση στην θεία Λατρεία. Το εκκλησιαστικό έτος πλαισιώνεται με θεομητορικές εορτές· αρχίζει με το «Γενέσιον της Υπεραγίας Θεοτόκου», ενώ τελειώνει με την «Κατάθεσιν της Τιμίας Ζώνης της Θεοτόκου».



Αιτία πνευματικής χαράς και αγαλλιάσεως, αγαπητοί μου αδελφοί και Πατέρες, είναι η σημερινή ημέρα, γιατί σήμερα εορτάζομε την γέννηση της αειπαρθένου και Θεοτόκου Μαρίας, του ευωδεστάτου άνθους που βλάστησε «εκ της ρίζης Ιεσσαί». Εορτάζομε «παγκοσμίου ευφροσύνης γενέθλιον», που καθίσταται «η είσοδος όλων των εορτών και το προοίμιο του μυστηρίου του Χριστού», κατά τον άγιο Ανδρέα Κρήτης. Γέννηση, που έγινε πρόξενος της αναγεννήσεως, αναπλάσεως και ανακαινίσεως των πάντων. Σήμερα γεννιέται Αυτή που θα γεννήσει εν χρόνω, κατά ανερμήνευτο και παράδοξο τρόπο, τον άχρονο και προαιώνιο Θεό Λόγο, τον Δημιουργό και Σωτήρα του κόσμου.

Ολόκληρο πλήθος από προεικονίσεις, προτυπώσεις και προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης, σε Αυτήν αναφέρονται. Αποτελεί την αποκορύφωση, την ολοκλήρωση της παλαιοδιαθηκικής παιδαγωγικής προετοιμασίας της ανθρωπότητος για την υποδοχή του σαρκωθέντος Σωτήρος Θεού. Την Παναγία μας προεικόνιζαν η άφλεκτος βάτος στο όραμα του Μωυσή, οι θεόγραφες πλάκες και η κιβωτός του Νόμου, το ουράνιο μάννα και η χρυσή στάμνα, η λυχνία και η τράπεζα, η ράβδος Ααρών η βλαστήσασα, η κλίμακα του Ιακώβ, ο πόκος του Γεδεών, το αλατόμητον όρος του Δανιήλ, η κάμινος που με το πυρ δρόσιζε τους Τρεις Παίδες, αλλά και αυτά τα Άγια των Αγίων της σκηνής του μαρτυρίου. Η Θεοτόκος είναι το μεταίχμιο μεταξύ Παλαιάς και Καινής Διαθήκης. Για την Παλαιά αποτελούσε το κήρυγμα των προφητών, την προσδοκία των δικαίων· ενώ για την Καινή Διαθήκη γίνεται ο γλυκασμός των αγγέλων, η δόξα των αποστόλων, το θάρρος των μαρτύρων, το εντρύφημα των οσίων, το καύχημα του ανθρωπίνου γένους, γι' αυτό και μακαρίζεται από «πάσα γενεά».

Όλη η δημιουργία περίμενε την γέννησή της. Η Παναγία μας είναι «ο καρπός των κτισμάτων» κατά τον άγιο Νικόλαο Καβάσιλα, δηλαδή το σημείο εκείνο στο οποίο κατατείνει ολόκληρη η κτίση. Όπως το δένδρο υπάρχει για τον καρπό, έτσι η κτίση υπάρχει για την Παρθένο και η Παρθένος για τον Χριστό. Όπως τονίζουν οι Πατέρες όχι μόνον οι άνθρωποι, αλλά και ο ουρανός και η γη, όλη η ορατή και αόρατη κτίση δημιουργήθηκαν για την άχραντο Παρθένο. Όταν ο Θεός στην αρχή των αιώνων ατενίζοντας προς τα δημιουργήματά του, είπε ότι είναι «καλά λίαν», ουσιαστικά έβλεπε μπροστά του τον καρπό όλης της δημιουργίας, την υπεραγία Θεοτόκο, και ο έπαινός του ήταν στην πραγματικότητα «ευφημία της Παρθένου».

Κατά την σημερινή ημέρα ευεργετείται όλη η κτίση από την γέννηση της πανάμωμης Δέσποινάς μας. «Το καινότατον αυτό δημιούργημα» δεν ήταν απλά η καλύτερη γυναίκα στην γη, ούτε η καλύτερη γυναίκα όλων των εποχών, αλλά ήταν Αυτή η μοναδική που θα μπορούσε να κατεβάσει τον ουρανό στην γη, να κάνει τον Θεό άνθρωπο. Ο δημιουργός Θεός Λόγος έπλασε τέτοια την ανθρώπινη φύση, ώστε όταν θα χρειαζόταν να γεννηθεί, να λάβει από αυτήν την μητέρα του. Ο αόρατος και αθέατος Θεός έρχεται δι' Αυτής επί γης και γίνεται ορατός· ενώνεται και κοινωνεί με την κτίση με έναν ουσιαστικότερο και πιο ενοειδή τρόπο. Ενώνει δια της ανθρωπίνης φύσεώς του όλη την κτίση στην υπόστασή του και την θεώνει. Ο ανείδεος και απερίγραπτος Θεός λαμβάνει «δούλου μορφήν» (Φιλιπ. 2,7), ανθρώπινη σάρκα και λογική ψυχή, συναναστρέφεται με τους ανθρώπους και περπατά πάνω στην γη. Ο «αχώρητος παντί» θα χωρέσει στην παρθενική μήτρα της Θεοτόκου, ώστε η Παναγία μητέρα του να καταστεί η «χώρα του Αχωρήτου».

Σήμερα λύνεται η στειρότητα της Άννας και γεννάται «το κειμήλιον της Οικουμένης», κατά την έκφραση του αγίου Κυρίλλου Αλεξανδρείας. Παρόμοιο θαύμα έκανε ο Θεός πολλές φορές στην Παλαιά Διαθήκη, στην Σάρρα την σύζυγο του πατριάρχου Αβραάμ, στην Ρεβέκκα την σύζυγο του Ισαάκ, στην Άννα την μητέρα του προφήτου Σαμουήλ, στην Ελισάβετ την μητέρα του προφήτου Προδρόμου. Όμως διαφέρει κατά πολύ το σημερινό θαύμα. Μπορεί τα τέκνα των παραπάνω μητέρων, των οποίων η μακροχρόνια στειρότητα λύθηκε θαυματουργικά, να ήταν ενάρετα και άγια, αλλά μόνον η Μαρία - το τέκνο της Αννας και του Ιωακείμ - ήταν «η κεχαριτωμένη» και κατέστη, το ακατάληπτο για τους ανθρώπους και τους αγγέλους, η μητέρα του Θεού.

Η Παναγία μας δεν γεννήθηκε από άσπιλη υπερφυσική σύλληψη, όπως λανθασμένα πιστεύουν οι Ρωμαιοκαθολικοί, αλλά μετά από την φυσική συνάφεια του Ιωακείμ και της Άννας. Λύθηκε δε η φυσική στειρότητα της Άννας χάρις στην άμεση παρέμβαση του Θεού ως απάντηση στις προσευχές των δικαίων Θεοπατόρων. Οι γέροντες Ιωακείμ και Άννα συνήλθαν χωρίς καμία σαρκική έλξη, ηδονή, αλλά μόνο από υπακοή στον Θεό. Επεσφράγισαν και με αυτήν την πράξη τους την σωφροσύνη τους. Κατά αυτόν τον τρόπο η Παρθένος συνελήφθη «σωφρόνως εν τη νηδύι της Άννας εξ Ιωακείμ». Το ότι συνελήφθη σωφρόνως σημαίνει ότι ο τρόπος της συλλήψεως ήταν αγνός. Για να ήταν όμως η Παρθένος απαλλαγμένη από το προπατορικό αμάρτημα, δηλαδή να είχε άσπιλη σύλληψη, έπρεπε να είχε γεννηθεί παρθενικώς όπως και ο Χριστός.

Για να αποκτήσουν όμως τέτοιο τέκνο οι δίκαιοι Θεοπάτορες έδειξαν πίστη αδίστακτη, υπομονή αλύγιστη, έτρεφαν την ελπίδα που δεν καταισχύνει, είχαν μεγάλη καρτερία στις προσευχές τους· ότι ο Θεός θα εκπληρώσει το αίτημά τους. Και δεν υπόμειναν την ατεκνία τους για λίγο μόνο διάστημα. Η παράδοση λέγει ότι μετά από πενήντα χρόνια στειρότητας, απέκτησε η Άννα την Θεοτόκο. Αυτή η στάση των Θεοπατόρων πρέπει να παραδειγματίζει, αγαπητοί μου αδελφοί και Πατέρες, όλους μας. Όχι μόνον όσους λαϊκούς αδελφούς μας δεν μπορούν να αποκτήσουν παιδιά, οι οποίοι δεν πρέπει να χάνουν την ελπίδα τους στον Θεό για τον οποίο «τα αδύνατα τοις ανθρώποις, δυνατά παρά Αυτώ εστίν» (βλ. Λουκ. 18,27), αλλά και τους μοναχούς και όλους τους πιστούς που αγωνίζονται τον «καλόν αγώνα».

Πολλές φορές αποδυσπετούμε, δυσφορούμε στον αγώνα μας και λέμε ότι δεν βρήκαμε αντίκρυσμα, δεν έχουμε αίσθηση της Χάριτος, αδημονούμε. Και έτσι λυπημένοι που είμαστε, μαραίνεται ο ζήλος μας, χαλαρώνουμε την αγωνιστικότητά μας, την άσκησή μας.

Δεν πρέπει όμως να κάνουμε έτσι, αδελφοί μου. Μήπως οι Θεοπάτορες, επειδή ο Θεός δεν απάντησε αμέσως στις προσευχές τους, σταμάτησαν να τον επικαλούνται, να πιστεύουν ότι θα λάβουν; Μήπως σταμάτησαν να κρούουν, να ζητούν, να ελπίζουν; Τι αδαμάντινη υπομονή και καρτερία έδειξαν για τόσα χρόνια!

Για να βιωθούν τα πνευματικά, «χρεία μεγάλης υπομονής». Ο άγιος Ισαάκ ο Σύρος έζησε την συστολή, την στέρηση της θείας Χάριτος, τις θλίψεις του νοητού πολέμου για τριάντα χρόνια. Έλαβε μόνιμα την θεία Χάρη μετά από αυτό το μακρό χρονικό διάστημα αιματηρού αγώνα και υπομονής. Αυτό το αναφέρουμε ιδιαίτερα για τους μοναχούς, που κλήθηκαν για να λάβουν το πλήρωμα της Χάριτος. Χρειάζεται υπομονή στις θλίψεις, πίστη στις επαγγελίες του Θεού, τέλεια υπακοή στο θέλημα του Θεού και ελπίδα, ώστε να μην «εκκακούμε εν ταις προσευχαίς» (βλ. Λουκ. 18,1). Ο Θεός γνωρίζει πότε μας συμφέρει να μας δώσει την ανέκφραστη, την ακατάληπτη και ανεκτίμητη θεοποιό δωρεά του, την θεία Χάριν ως ενδημούσα κατάσταση. «Τα πνευματικά αφ' εαυτών έρχονται», τονίζει ο αββάς Ησαΐας, δεν τα ρυθμίζομε όπως και όποτε θέλομε εμείς.

Μάλιστα, πολλές φορές, πριν ο Θεός μας δώσει κάποια ευλογία, ένα χάρισμα, μας δοκιμάζει με έναν πειρασμό, του οποίου η έκβαση καθορίζει και το αν αποδειχθούμε άξιοι να δεχθούμε το θείο αυτό δώρο. Αυτό παρατηρούμε και στους Θεοπάτορες, που όταν πλησίαζε ο καιρός για να τους δώσει ο Θεός τέκνο, παραχώρησε να δοκιμασθούν ακόμη περισσότερο. Ήταν η εορτή της Σκηνοπηγίας, και όταν πήγαν στον ναό να προσφέρουν δώρα, ο ιερεύς Ρουβίμ τους ονείδισε λέγοντάς τους, ότι δεν ήταν άξιοι να προσφέρουν δώρα στον Θεό, αφού δεν έκαναν παιδιά για τον Ισραήλ. Οι Θεοπάτορες μετά από αυτό το συμβάν λυπήθηκαν πάρα πολύ, αλλά δεν απελπίσθηκαν. Κατέφυγαν σε «εκ βαθέων προσευχή» - ο Ιωακείμ στο όρος και η Άννα στον κήπο - η οποία τελικά εισακούστηκε άμεσα, αφού άγγελος Κυρίου πληροφόρησε καθέναν ξεχωριστά ότι θα γίνει η σύλληψη και η γέννηση τέκνου που θα διακηρυχθεί σε όλη την οικουμένη.

Έτσι και εμείς, αγαπητοί μου αδελφοί και Πατέρες, να επιδεικνύουμε αγόγγυστη υπομονή στις θλίψεις και στους πειρασμούς, που παραχωρεί ο Θεός για την δική μας ωφέλεια και πνευματική προκοπή. Ευχόμεθα η Κυρία μας Θεοτόκος και η Θεοπρομήτωρ Άννα, που έχουν την ευλογία να θεραπεύουν την φυσική στειρότητα, να θεραπεύσουν τις στείρες από πνευματικά έργα καρδιές μας, ώστε ο Θεός να πέμψει στις ψυχές μας την θεία και γλυκυτάτη Χάρη του, η οποία ομορφαίνει, ανακαινίζει, αθανατίζει και αφθαρτίζει τον άνθρωπο.
Περισσότερα...

Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2014

Το εν Χώναις Θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ

Στην ανάρτηση αυτή θα αναφερθούμε σε ένα μεγάλο θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ που έγινε στις Χώναις της Φρυγίας και που εορτάζουμε στις 06 Σεπτεμβρίου.

Την περίοδο που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος, πέρασε από την Ιεράπολη της Φρυγίας για να φωτίσει και να οδηγήσει τους ανθρώπους που ζούσαν στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας, προφήτευσε ότι πρόκειται να αναβλύ-σει κοντά στον τόπο εκείνο αγίασμα, τιμώμενο στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, από τον οποίο πρόκειται να επιτε-λεσθούν πλήθος θαυματουργικών ιάσεων.

Πράγματι στις Κολλασαίς της Φρυγίας ανάβλυσε το θαυματουργό αγίασμα του Ταξιάρχου Μιχαήλ και όποιος προσέρχονταν σε αυτό με πίστη, λάμβανε την ίαση της ασθενείας του. 

Κάποιος πλούσιος ειδωλολάτρης, που η κόρη του ήταν κωφάλαλη, είδε ένα όνειρο που τον καλούσε να φέρει το παιδί του στο αγίασμα του Ταξιάρχου και εκεί θα εθεραπεύετο. Όταν ξύπνησε πήρε την κόρη του και πήγε στο αγίασμα και όταν της έδωσε να πιει, αμέσως θεραπεύτηκε. Μπροστά στην τόσο μεγάλη ευεργεσία του Θεού, ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και βαπτίσθηκε μαζί με ολόκληρη την οικογένεια του. Από ευγνωμοσύνη για την θαυματουργική θεραπεία έκτισε περικαλλή Ναό προς τιμήν του Αρχαγγέλου Μιχαήλ.

Αφού πέρασαν περίπου ενενήντα χρόνια από το θαύμα αυτό κάποιο παιδί από την Ιεράπολη, του οποίου το όνομα ήταν Άρχιππος, ήρθε και εγκαταστάθηκε στο Ναό αυτό ως νεωκόρος, αφιερωμένος στον Θεό. Ήταν άνθρωπος με θερμή πίστη και πολύ ασκητική ζωή. Αγωνιζόταν καθημερινά να υποτάξει τα πάθη και να εισέλθει στη Βασιλεία των Ουρανών.

Οι ειδωλολάτρες της περιοχής εκείνης κινούμενοι από φθόνο, καθώς έβλεπαν το πλήθος των ανθρώπων που προσέτρεχαν εκεί, ζητώντας τη Χάρη του Θεού και τις μεσιτείες του Αρχαγγέλου, αποφάσισαν το εξής:

Από την περιοχή εκείνη περνούσαν δύο ποταμοί, ο Κούφος και ο Λυκόστρατος. Άρχισαν λοιπόν να σκάβουν για να ενώσουν τα δύο ποτάμια και να τα στρέψουν επάνω στο αγίασμα και το Ναό, ώστε να παρασύρουν τα πάντα στο πέρασμα τους.

Ο Άρχιππος, βλέποντας τις ενέργειες των ειδωλολατρών άρχισε να προσεύχεται στον Κύριο και στον Άγιο Ταξιάρχη για τη σωτηρία του αγιάσματος. Όταν τα νερά άρχισαν να κατεβαίνουν ακριβώς μπροστά από το Ναό, χτύπησε με το ακόντιο που κρατούσε στα χέρια του το έδαφος και δημιούργησε ένα άνοιγμα, μέσα στο οποίο έπεφτε το νερό των ποταμών και έβγαινε από την απέναντι πλευρά του Ι. Ναού.

Με τον θαυματουργικό αυτό τρόπο ο Μέγας Αρχιστράτηγος έσωσε το Ναό από βέβαιη καταστροφή.

Επειδή το άνοιγμα που δημιουργήθηκε από το χτύπημα του Ταξιάρχου έμοιαζε με χωνί και το νερό χωνεύτηκε στο σημείο αυτό, η περιοχή μετονομάστηκε από Κολλασαίς σε Χώναις της Φρυγίας, προς πιστοποίηση και αιώνια ανάμνηση του θαύματος και η Αγία μας Εκκλησία καθιέρωσε να εορτάζουμε την ανάμνηση του θαύματος προς Δόξαν Θεού, εις τιμήν και μνήμην του Παμμεγίστου Μιχαήλ και προς ωφέλεια των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών, ώστε να ενισχύονται στον πνευματικό τους αγώνα κατά των παγίδων του διαβόλου.

Αναδημοσίευση κειμένου από: orthodox-world.pblogs.gr
Περισσότερα...

Δευτέρα 1 Σεπτεμβρίου 2014

Αρχή της Ινδίκτου


Καλή Εκκλησιαστική Χρονιά!

Ὁ τῶν αἰώνων Ποιητὴς καὶ Δεσπότης, Θεὲ τῶν ὅλων Ὑπερούσιε ὄντως, την ενιαύσιον ευλόγησον περίοδον, σώζων τω ελέει σου τω απείρω, Οικτίρμον, πάντας τους λατρεύοντας σοι τω μόνω Δεσπότη, και εκβοώντας φόβω Λυτρωτά· εὔφορον πάσι τό ἔτος χορήγησον.

Τι είναι η αρχή της Ινδίκτου; Γιατί "ξεκινάει" το εκκλη- σιαστικό έτος την 1η Σεπτεμβρίου;


Ο Σ. Ευστρατιάδης στο Αγιολόγιο του, γράφει τα έξης: Ινδικτιώνα: "Λέξις λατινική (indictio) ορισμόν σημαίνουσα καθ' όν κατά δεκαπενταετή περίοδον επληρώνοντο εις τους αυτοκράτορας των Ρωμαίων οι φόροι. Κατά την εκκλησιαστικήν παράδοσιν, την αρχήν της ινδικτιώνος εισήγαγεν ο Αύγουστος Καίσαρ (1 - 14), ότε διέταξε την γενικήν των κατοίκων του Ρωμαϊκού κράτους απογραφήν και την είσπραξιν των φόρων, κατά την πρώτην του Σεπτεμβρίου μηνός. 

Από του Μεγάλου Κωνσταντίνου (313) εγένετο επισήμως χρήσις της Ινδικτιώνος ως χρονολογίας, έκτοτε δε ή εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του νυν εορτάζει την α' Σεπτεμβρίου ως αρχήν του εκκλησιαστικού έτους. "Ίνδικτον ημίν ευλόγει νέου χρόνου, ώ και παλαιέ και δι' ανθρώπους νέε".

Η Ινδικτιώνα είναι ένας γενικότερος τρόπος μέτρησης του χρόνου ανά 15ετίες με αφετηρία τη γέννηση του Χριστού ή για την ακρίβεια από το 3 π.Χ.

Η 1η Σεπτεμβρίου, η αρχή του εκκλησιαστικού έτους, αποτελεί την αρχή της Ινδίκτου. Τότε τελείται η ακολουθία της Ινδίκτου σε συνδυασμό με τη θεία λειτουργία για την ευλογία του εκκλησιαστικού έτους.

Αρχικά υπήρχε η Αυτοκρατορική Ίνδικτος ή Καισαρική Ινδικτιώνα που μάλλον εισήχθη από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Εκαλείτο επιπλέον Κωνσταντινική ή της Κωνσταντινουπόλεως ή Ελληνική. Παράλληλα υπήρχε και η Παπική Ινδικτιώνα.

Η 1η Σεπτεμβρίου καθορίστηκε ως αρχή της εκκλησιαστικής χρονιάς ως εξής:

Στην περιοχή της Ανατολής τα περισσότερα ημερολόγια είχαν ως πρωτοχρονιά την 24η Σεπτεμβρίου, ημέρα της φθινοπωρινής ισημερίας. Επειδή όμως η 23η ήταν η γενέθλια ημέρα του αυτοκράτορα της Ρώμης Οκταβιανού, η πρωτοχρονιά μετατέθηκε στις 23 Σεπτεμβρίου, η οποία και καθορίστηκε ως αρχή της Ινδίκτου, δηλαδή της περιόδου του ρωμαϊκού διατάγματος για τον φόρο που ίσχυε για 15 έτη.

Έτσι Ίνδικτος κατάντησε να σημαίνει αργότερα το έτος και αρχή της Ινδίκτου την Πρωτοχρονιά. Αυτή την Πρωτοχρονιά βρήκε η Εκκλησία και της έδωσε χριστιανικό περιεχόμενο, αφού τοποθέτησε σ' αυτήν την εορτή της συλλήψεως του Προδρόμου, που αποτελεί και το πρώτο γεγονός της Ευαγγελικής Ιστορίας.

Αργότερα, το 462 μ. Χ., για πρακτικούς λόγους και για να συμπίπτει η πρώτη του έτους με την πρώτη του μηνός, η εκκλησιαστική πρωτοχρονιά μετατέθηκε την 1η Σεπτεμβρίου. Διευκρινίζεται ότι η πρωτοχρονιά της 1ης Ιανουαρίου έχει Ρωμαϊκή προέλευση και ήρθε στην Ορθόδοξη Ανατολή κατά τα νεότερα χρόνια.

Η εκκλησιαστική ακολουθία για το νέο έτος τελείται την 1η Σεπτεμβρίου, μια ακολουθία απαράμιλλου κάλλους ως προς το υμνογραφικό υλικό.

Σημειωτέον ότι πριν από λίγα χρόνια η Εκκλησία μας όρισε την 1η Σεπτεμβρίου ως ημέρα αφιερωμένη στο φυσικό περιβάλλον.

Ἀπολυτίκιον - Ἦχος β'
Ὁ πάσης δημιουργὸς τῆς κτίσεως, ὁ καιροὺς καὶ χρόνους ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ θέμενος, εὐλόγησον τὸν στέφανον τοῦ ἐνιαυτοῦ τῆς χρηστότητός σου Κύριε, φυλάττων ἐν εἰρήνῃ τοὺς Βασιλεῖς καὶ τὴν πόλιν σου, πρεσβείαις τῆς Θεοτόκου, καὶ σῶσον ἡμᾶς.

Ἀπόδοση νοήματος
Παντοκράτορ Κύριε, δημιουργὲ τῆς κτίσεως ὅλης. Σύ, εἰς τὴν ἰδικήν σου ἐξουσίαν κρατεῖς τοὺς καιροὺς καὶ τοὺς χρόνους. Ἑπομένως καὶ τὸν νέον χρόνον ποὺ μᾶς χαρίζει ἡ ἀγαθότης Σου. Σὺ κυβερνᾷς τὸν κόσμον ὅλον καὶ χορηγεῖς καὶ εὐκράτους καιροὺς καὶ βροχὰς καταλλήλους καὶ ἀνέμους δροσεροὺς καὶ τὸν ἥλιον τῆς ἡμέρας πρὸς ὑγείαν καὶ ζωήν, πρὸς καρποφορίαν τῆς γῆς. Δι᾿ αὐτὸ σὲ παρακαλοῦμεν ἰδιαιτέρως σήμερα ποὺ ἀρχίζει τὸ νέον ἔτος. Εὐλόγησε, Κύριε, ὅλον τὸν κύκλον τοῦ ἔτους τούτου. Ἡ χρηστότης σου μᾶς τὸ χαρίζει καὶ τοῦτο τὸ ἔτος. Ἡ ἀγαθότης Σου ἂς μᾶς τὸ εὐλογήσει, ὥστε νὰ εἶναι εἰρηνικόν, σωτήριον, χαρούμενον τὸ ἔτος. Ἰδιαιτέρως σὲ παρακαλοῦμεν, ὅπως κατὰ τὸ ἔτος τοῦτο φυλάττῃς ἐν εἰρήνῃ - ἔξω ἀπὸ πολέμους καὶ μάχας - τοὺς ἄρχοντές μας καὶ τὴν πόλιν μας. Μὲ τὰς πρεσβείας τῆς Ἁγίας Θεοτόκου χάρισέ μας τὰς δωρεάς σου ταύτας καὶ σῶσε ἡμᾶς.      (Απόδοση: users.uoa.gr/~nektar/orthodoxy/prayers/proseyxai)

Αναδημοσίευση κειμένου από: orthodox-answers.blogspot.com
Περισσότερα...